«Ναι, ρε παιδιά, ο θείος Τρούμαν δεν μας στέλνει μόνο ρουκέτες, μας στέλνει και ρούχα, δεν μας ξεχνά» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Πηγαίναμε στο Μαλιμάδι…Δεν είχαμε πού να κρύψουμε τα κεφάλια μας, τόσο από τη ζέστη, αλλά και από την αεροπορία που άρχισε από το πρωί να μας βομβαρδίζει με ρουκέτες ίσα με το βράδυ που σκοτείνιαζε και δεν μπορούσαν να μας δουν…Bομβάρδισαν τόσο πολύ που κάηκαν και οι πέτρες…
Στις 13 του Σεπτέμβρη 1948, ολοκληρώθηκε η νίκη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), στο Μάλι – Μάδι. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ απέναντι στην τεράστια σε έκταση και ένταση επίθεση του αστικού στρατού (που είχε την ολόπλευρη στήριξη σε οικονομικό, στρατιωτικό και εξοπλιστικό επίπεδο από τις ΗΠΑ) κατάφεραν μια μεγάλης σημασίας νίκη, οι συνέπειες της οποίας προκάλεσαν εσωτερικούς στα κυβερνητικά κλιμάκια και στην ηγεσία του στρατεύματος.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1925 στην Εληά Έβρου. Το 1947 μπαίνει στο ΔΣΕ και το 1951 συλλαμβάνεται. Καταδικάζεται αρχικά σε θάνατο, τελικά όμως φυλακίζεται στο Επταπύργιο, απ’ όπου αποφυλακίζεται το 1953. Έκτοτε ζει στα Δίκαια Έβρου.
Από το βιβλίο του «Ζω και θυμάμαι» (2005) αντιγράφουμε το σχετικό κεφάλαιο για τις επιχειρήσεις στο Μάλι – Μάδι όπου ο ίδιος τραυματίστηκε.
Είχαμε δυο τρεις ημέρες στα υψώματα του χωριού Άγιος Δημήτριος. Μια διμοιρία με διμοιρίτη τον Κωνσταντίνο Κωστούλα ήμασταν κοντά στον Άγιο Δημήτριο. Αριστερά μας, προς την Ιεροπηγή, ήταν μια διμοιρία με διμοιρίτη το Βράχο, όπως ήταν το ψευδώνυμό του. Μπροστά μας είχαμε το ύψωμα Φαλτσέτα, που το κρατούσε «ο στρατός». Ένα βράδυ, προτού αρχίσουν να οπισθοχωρούνε τα τμήματα από το Γράμμο, πήγαμε στη Φαλτσέτα και τη χτυπήσαμε, χωρίς βέβαια να την καταλάβουμε. Ήταν ένα ύψωμα με φυσικά χαρακώματα. Πήγαμε πολύ κοντά, ρίξαμε μπαζούκας και χειροβομβίδες, αλλά δεν το καταλάβαμε. Είχαμε και θύματα, θυμάμαι. Από τη διμοιρία μας είχαμε ένα θύμα, τον Κασάπη από τη Στέρνα, ένα πολύ καλό παλικάρι.
Γυρίσαμε το πρωί στις βάσεις μας. Την ημέρα, πηγαίναμε συχνά στα χωριουδάκια και πιάναμε κοτόπουλα που έβοσκαν ελεύθερα, τα σφάζαμε και τα τρώγαμε. Μπαίναμε μέσα στις αυλές και στους μπαξέδες και κόβαμε πράσινες ντομάτες. Δεν είχαν γίνει ακόμα, αλλά τις τρώγαμε και χαριτολογώντας λέγαμε: «Ας τις φάμε τώρα, διότι, μπορεί να σκοτωθούμε πριν προλάβουν να κοκκινίσουν». Ο Άγιος Δημήτριος ήταν δίπλα στα αλβανικά σύνορα. Θυμάμαι τα αλβανικά χωράφια έφταναν μέχρι κοντά στα σπίτια.
Την τέταρτη ημέρα άρχισαν να έρχονται τα τμήματα του ΔΣΕ από το Γράμμο, να ελίσσονται προς το Βίτσι. Εμείς παραμένουμε στα υψωματάκια Αγίου Δημητρίου και Ιεροπηγής. Στις 8 Αυγούστου 1948, άρχισε από το πρωί το πυροβολικό του στρατού να βομβαρδίζει στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου, όπου υπήρχε ένα εκκλησάκι. Ήταν το πιο ψηλό ύψωμα και δέσποζε σ’ όλον τον κάμπο της Μεσοποταμιάς, τον κάμπο της Καστοριάς, κάτω από το Δενδροχώρι. Το βομβάρδισαν με πολλή μανία για να το πάρουν από τον ΔΣΕ και να το έχει ο στρατός. Άναψαν τα πάντα και από τους καπνούς δε φαινόταν ούτε το ύψωμα και λέγαμε, «Κρίμα, τα παιδιά σκοτώθηκαν όλοι». Αφού σταματούσε το πυροβολικό, έκανε επίθεση το πεζικό. Μόλις πλησίασαν, οι δικοί μας απαντούσαν με ριπές και χειροβομβίδες και γυρνούσαν πίσω. Αυτό κράτησε δυο τρεις μέρες με αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς και επιθέσεις. Εμείς απορούσαμε πότε τα παιδιά αυτά έτρωγαν και κοιμόνταν, αλλά κυρίως πώς γλίτωναν από τόσα βλήματα που έπεφταν. Τα τμήματα του ΔΣΕ είχαν τελειώσει από το Γράμμο. Πέρασαν όλα στην περιοχή του Βίτσι. Όταν την τρίτη μέρα βομβάρδισαν τόσο πολύ που κάηκαν και οι πέτρες, κουράστηκαν πια τα παιδιά. Απέκρουσαν δυο τρεις επιθέσεις, ενώ εμείς τα βλέπαμε από δίπλα, γιατί απείχαμε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο και τα βλέπαμε όλα. Μάλιστα, κι εμείς πολλές φορές, άμα κάναμε εμφανίσεις, μας έβαλλαν με τον όλμο από τη Φαλτσέτα, πότε σ’ εμάς πότε στο άλλο ύψωμα που κρατούσε ο Βράχος και δεν ήταν μακριά: φωνάζαμε και ακουγόταν. Ένα μεσημέρι, άρχισε να βάλλει ο όλμος στο ύψωμα του Βράχου κι εμείς από το άλλο υψωματάκι φωνάζαμε για να τον πειράξουμε, «Σκύψε, Βράχο, σε σένα βάλλουν!» Ύστερα από δυο τρεις ώρες μάθαμε ότι την ώρα που αστειευόμασταν έπεσε ένα βλήμα μέσα στο χαράκωμα, επάνω στο Βράχο και τον έκανε κομμάτια. Ήταν ένα παιδί γλεντζές σκέτος. Διασκέδαζε όλο το Τάγμα με τ’ αστεία του, αλλά ο δύστυχος σκοτώθηκε. Αυτά είναι τα «καλά» του πολέμου.
Μετά λοιπόν τις δυο τρεις επιθέσεις που απέκρουσαν τα παιδιά από τον Άγιο Γεώργιο, εξαντλήθηκαν, κουράστηκαν και μόλις άρχισε να σουρουπώνει οπισθοχώρησαν. Αμέσως ανέβηκε ο στρατός στο ύψωμα, έριξε φωτοβολίδες κι εμείς αρχίσαμε να προβληματιζόμαστε. Μας έκοψαν και πια αυτή θα είναι η τύχη μας. Δεν πέρασε όμως μια ώρα και ο στρατός έβγαλε επάνω ασύρματους όλμους και ποιος ξέρει τι άλλο για να οχυρωθούν και να κρατήσουν τα υψώματα. Σε λίγο ξέσπασε μια ομοβροντία, ένα πατατράκ, κι εκεί που πανηγύριζε ο στρατός, για πότε έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια ούτε κι εμείς καταλάβαμε τι αλλαγή έγινε. Αμέσως ήρθε το λεγόμενο επίλεκτο τάγμα του Αλευρά, πήρε σβάρνα το στρατό, έπιασε λάφυρα, αιχμαλώτους και ό,τι υπήρχε πάνω στο ύψωμα. Όλοι απορήσαμε. Μέχρι τις 10 η ώρα οι δικοί μας είχαν ξαναπάρει το ύψωμα και ήταν πάλι κυρίαρχοί του, δεσπόζοντας πάνω του. Την τόλμη και την παλικαριά του τάγματος του Αλευρά δε θα την ξεχάσω. Μας έλεγαν, είναι παλικάρια διαλεχτά και κάθε δύο άτομα έχουν ένα οπλοπολυβόλο.
Στις 10-11 Αυγούστου του 1948 μαζεύτηκε όλο το τάγμα και ξεκινήσαμε για μια σοβαρή αποστολή, χωρίς να ξέρουμε πού θα πάμε. Βαδίζαμε όλη νύχτα σε άγνωστο μέρος. Πηγαίναμε στο Μαλιμάδι. Ξημερώσαμε σε κάτι γυμνά υψώματα. Δεν είχαμε πού να κρύψουμε τα κεφάλια μας, τόσο από τη ζέστη, αλλά και από την αεροπορία που άρχισε από το πρωί να μας βομβαρδίζει με ρουκέτες ίσα με το βράδυ που σκοτείνιαζε και δεν μπορούσαν να μας δουν. Το μόνο που μας γλίτωνε ήταν όταν βρισκόμασταν κοντά στο στρατό αλλά τότε είχαμε κατά μέτωπο πόλεμο. Εκεί, στα υψώματα του Μαλιμάδι, γινόταν ένα μεγάλο παιχνίδι: πότε τα παίρναμε εμείς, πότε ο στρατός, παίζαμε σαν τη γάτα με το ποντίκι.
Στο ύψωμα του Μαλιμάδι, επάνω στην κορυφή, είχε μια λιμνούλα που από το χειμώνα μαζευόταν νερό, το οποίο από την πολυκαιρία ήταν πράσινο και πολύ βρόμικο. Θυμάμαι στις 14-15 του Αυγούστου, σε μια αιφνιδιαστική επίθεση που κάναμε, βρήκαμε τα καζάνια του στρατού γεμάτα φαγητά, τα μπιτόνια γεμάτα νερό, αλλά παρόλο που καιγόμασταν από δίψα, κανείς δεν τόλμησε να πιει νερό ή να πάρει φαγητό από το καζάνι: Φοβόμασταν μήπως φεύγοντας είχαν ρίξει δηλητήριο για να μας φαρμακώσουν, γι’ αυτό τα καζάνια τα αναποδογυρίσαμε, τα ρίξαμε κάτω στο χώμα, το ίδιο και τα γαλόνια το νερό, το χύσαμε. Επίσης, άγνωστο πώς, οι δικοί μας ανακάλυψαν μια αποθήκη με ρουχισμό, πολλές μπάλες από ρούχα χειμωνιάτικα. Προτού προλάβουν να τα κάνουν διανομή, προλάβαμε και τα πήραμε εμείς ως λάφυρα- πηγαίναμε ομάδες ομάδες, ντυνόμασταν και γυρίζαμε στις θέσεις μας, ήμασταν σαν κουμπαράκια και μάλιστα πειραζόμασταν: «Ναι, ρε παιδιά, ο θείος Τρούμαν δε μας στέλνει μόνο ρουκέτες, μας στέλνει και ρούχα, δε μας ξεχνά». Αφού ντύθηκε όλο το τάγμα, το βράδυ εκείνο δεν κουνηθήκαμε καθόλου.
Την επομένη ξημέρωσε και πάλι άρχισε η αεροπορία να βομβαρδίζει με ρουκέτες. Τις έριχναν δύο μαζί, πολλές φορές μάς σκέπαζαν τα χώματα από τις εκρήξεις. Σε κάθε επιδρομή των αεροπλάνων όλο και χάναμε από κανέναν συναγωνιστή.
Αλλά την εποχή εκείνη μάς είχαν φέρει στην ομάδα κάτι παιδάκια από Παιδικούς Σταθμούς. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση, για να μιλήσω για το παιδομάζωμα που έκανε από τη μια η βασίλισσα Φρειδερίκη και από την άλλη ο ΕΛΑΣ. Η μεν Φρειδερίκη μάζευε τα παιδιά και τα έστελνε σε δήθεν εκπαιδευτήρια σε ξερονήσια, για να τους μάθει κάποια τέχνη. Πολλές φορές όμως, όπως βλέπουμε τώρα στην τηλεόραση, τα παιδιά αυτά πουλιούνταν στην Αμερική. Ο ΔΣ από την άλλη μάζευε τα παιδιά των αγωνιστών, για να μην τα πάρει η Φρειδερίκη. Αυτά, τα έστελναν στη Βουλγαρία και τα μόρφωναν ή τους μάθαιναν τέχνες, ανάλογα με την ηλικία τους.
Τα παιδιά αυτά, λοιπόν, ήταν δεκαπέντε δεκάξι χρονών και, όταν τα φωνάζαμε να βγουν από το όρυγμα για φαγητό εκείνα έτρεμαν από το φόβο τους και δεν ερχόντουσαν. Τους έλεγα, «Ελάτε να φάμε», μου έλεγαν, «Δεν μου κατεβαίνει, ρε συναγωνιστά. Δε θέλω». Φοβούνταν τόσο πολύ τους βομβαρδισμούς που τους κοβόταν η όρεξη.
Αφού ντυθήκαμε με τα καινούργια ρούχα, την άλλη μέρα το απόγευμα θα κάναμε μια πολύ επικίνδυνη επίθεση. Αφού όλη μέρα δεχτήκαμε όσες ρουκέτες πρόλαβε να μας ρίξει η αεροπορία, το απόγευμα μάς είπαν ότι θ’ αφήσουμε όλα τα πράγματά μας στη βάση πυρός, εκτός από τον οπλισμό- θ’ αφήσουμε κάποιον να τα φυλάει και οι υπόλοιποι θα κάνουμε την επίθεση, αφού πρώτα κάνει βολή το πυροβολικό. Όπως μας έλεγαν, είχαμε ένα πυροβόλο που το χτυπούσαν με τον μπαλτά για να διώξει το βλήμα. Πάντως το είχαμε, κι αυτό μας έδινε θάρρος. «Στην επίθεση», μάς είπαν, «ίσως να τραυματιστεί κάποιος. Θα τον αφήσουμε όπως είναι, διότι αν απασχοληθούμε μπορεί να χτυπηθεί και άλλος. Η επίθεση θα είναι κεραυνοβόλος, θα γίνει πολύ γρήγορα».
Πράγματι, το απόγευμα φάγαμε και περιμέναμε την καθορισμένη ώρα να κάνει το πυροβόλο τη βολή. Ο διμοιρίτης όλο έβλεπε την ώρα κι έλεγε: «Σε λίγο θ’ αρχίσει». Κι εκεί τέλος άρχισε το πυροβόλο την προπαρασκευή και μας λέει ο διμοιρίτης: «Μόλις σταματήσει, εμείς αμέσως θα τρέξουμε να περάσουμε την κατηφόρα ώσπου να συνέλθουν, μετά θα πιάσουμε την ανηφόρα και δε θα είναι τόσο επικίνδυνο». Πράγματι, ο ήλιος βασίλευε όταν τέλειωσε το πυροβολικό. Κάνουμε την επίθεση εμείς, τραυματίζεται μια συναγωνίστρια, την αφήσαμε εμείς και συνεχίσαμε την επίθεση. Όταν βγήκαμε στο ύψωμα, είχε σκοτεινιάσει. Μας λέει ο διμοιρίτης: «Η ομάδα σου θα καθίσει για βάση πυρός στο ύψωμα κι εμείς οι υπόλοιποι θα συνεχίσουμε».
Όταν βγήκαμε στο ύψωμα, δεν βρήκαμε κανέναν. Παραταχθήκαμε γύρω στο ύψωμα και παρατηρούσαμε. Τη νύχτα φαίνονται οι τροχιοδεικτικές σφαίρες ή ο κρότος των πολυβόλων που βάλλουν. Εγώ λέω στα παιδιά, «Θα κάνω έναν έλεγχο στο ύψωμα, μήπως είναι κανένας εδώ κοντά ή κάτι, να ξέρουμε», και σηκώθηκα. Όπως γύριζα στο ύψωμα, έσκασε ένα βλήμα, νάρκη, δεν κατάλαβα τι ήταν και αμέσως έπεσα κάτω, διότι δεν ήξερα από πού μου ήρθε. Αστραπιαία έκανα ένα σάλτο και πέρασα από την άλλη μεριά του υψώματος. Τα παιδιά έτρεξαν αμέσως.
«Τι έπαθες, συναγωνιστά;» με ρωτάνε. «Τραυματίστηκες; Από πού ήρθε αυτό;»
«Δεν ξέρω», τους λέω. «Εγώ ξέρω ότι τραυματίστηκα». Είχα αίματα στο μάγουλο, έβγαλα ένα μαντίλι που είχα καθαρό και το έβαλα επάνω στα αίματα. Σε λίγο αισθάνθηκα να κρυώνω στην πλάτη. Τους είπα να μου σηκώσουν τα ρούχα και είδαν ότι ήμουν τραυματίας και στην πλάτη. Με επίδεσαν και τους λέω:
«Παιδιά, εγώ θα φύγω πίσω και δε θέλω να με συνοδέψει κανένας. Για ομαδάρχη θα έχετε το Σπύρο ώσπου να έρθει ο διμοιρίτης».
Τους αποχαιρέτησα και έφυγα παίρνοντας το μονοπάτι της επιστροφής για τη βάση εξόρμησης και προχωρώντας μόνος μέσα στο σκοτάδι. Καθώς περνούσα κάτω από ένα τσουγγάρι, άκουσα κάποιον να βογκάει και τον ρωτάω αν ήταν τραυματίας. Του λέω: «Κι εγώ είμαι τραυματίας και δεν μπορώ να σε πάρω, όμως θα ειδοποιήσω να έρθουν να σε πάρουν. Κάνε υπομονή, συναγωνιστά, ώσπου να έρθουν».
Πήγα στη βάση εξόρμησης, όπου βρήκα ένα παιδί που το είχαμε αφήσει να φυλάει τα ρούχα και του είπα ότι είμαι τραυματίας. Αμέσως έτρεξε, βρήκε τη νοσοκόμα και το νοσοκόμο, τους έφερε, με επιδέσανε και με ρώτησαν αν θέλω να φύγω πίσω ή να κοιμηθώ. Τους είπα ότι ήθελα να κοιμηθώ και μου είπαν: «Αύριο, που θα φύγεις, η αεροπορία θα σε κυνηγάει». Τους λέω: «Θα κοιμηθώ, αλλά εσείς να πάτε στο ύψωμα. Εκεί πέρα έχει έναν τραυματία που βογκάει άσχημα, θα έχει μεγάλο τραύμα. Πηγαίνετε να τον προλάβετε». Τι έγινε δεν ξέρω, πάντως εγώ έκανα το καθήκον μου.
Όταν ξημέρωσε, ήρθε ένας συναγωνιστής με το μουλάρι για να με παραλάβει και μου λέει: «Συναγωνιστά, κάνε γρήγορα να φύγουμε, προτού αρχίσει η αεροπορία». Ανέβηκα στο μουλάρι, ο συναγωνιστής το οδηγούσε και φύγαμε. Κάποτε φτάσαμε κοντά στη βρύση που ήταν πάνω από το Δενδροχώρι και μας πρόλαβε η αεροπορία. Του λέω: «Τράβα κάτω απ’ το δέντρο να μη μας βλέπουν». Έφυγε το αεροπλάνο και συνεχίσαμε την πορεία. Φτάσαμε κοντά στον τσεσμέ και του λέω: «Σταμάτα να πιώ νερό, διψάω». Μου λέει: «Όχι, συναγωνιστά, δεν κάνει να πιεις νερό, γιατί είσαι τραυματίας». Πετάγομαι εγώ απ’ το μουλάρι και πήγα στον τσεσμέ, ήπια νερό, χόρτασα και του λέω: «Αν πεθάνω, τουλάχιστον δε θα είμαι διψασμένος». Ανέβηκα πάλι στο μουλάρι και συνεχίσαμε το δρόμο ώσπου φτάσαμε στο αρχηγείο. Με ρώτησαν τι είχα, τους είπα ότι είμαι τραυματίας και με επίδεσαν. Μου λένε. «Το απόγευμα θα σας στείλουμε πίσω». Το μεσημέρι μας έδωσαν να φάμε και κατά τις δυόμισι φύγαμε μαζί με άλλους τραυματίες. Μας πήγαν στην Κρυσταλλοπηγή, μέσα στην εκκλησία, και περιμέναμε εκεί, ώσπου να έρθουν να μας πάρουν για το νοσοκομείο.
Μείναμε μέσα στην εκκλησία όλη νύχτα, όλη μέρα και στις 24 Αυγούστου αργά το βράδυ ήρθε αυτοκίνητο και μας πήγαν στο νοσοκομείο που ήταν κοντά στα Σκόπια, στη Σερβία. Μας τακτοποίησαν στους θαλάμους και μας άφησαν όπως ήμασταν να ξεκουραστούμε. Την επομένη, 25 Αυγούστου 1948, με πήραν για χειρουργείο. Οι γιατροί ήταν δύο Έλληνες. Με ξάπλωσαν μπρούμυτα στο χειρουργείο και μου κάναν δυο τρεις τοπικές ενέσεις. Μούδιασε η περιοχή και μετά άρχισαν να κόβουν το κρέας. Αισθανόμουν να με κόβουν, έβλεπα τα αίματα να τρέχουν, αλλά δεν πονούσα. «Γιατρέ, ακόμα;» ρωτούσα. «Τι να κάνουμε, τα θραύσματα είναι μέσα στην ωμοπλάτη και δε βγαίνουν», μου λένε. Τελικά παράτησαν το τραύμα όπως ήταν και όσο θα ζω θα τα κουβαλάω μαζί μου σαν παράσημα του ΔΣΕ.
Στο νοσοκομείο βρήκα και πολλούς γνωστούς πατριώτες που είχαμε κάνει μαζί στο βουνό. Μας έτρεφαν πολύ καλά: μας έδιναν να φάμε πέντε φορές τη μέρα, δύο φορές κρέας και μία το πρωινό και άλλες δυο φορές άλλο φαγητό. Περνούσαμε πολύ καλά, υπήρχαν και τα φυσικά θερμά λουτρά με χαβούζα. Θυμάμαι ότι φορούσαμε από μια κελεμπία χωρίς εσώρουχα, όσοι μπορούσαν βέβαια, και πειραζόμασταν. Όσοι γίνονταν καλά, επέστρεφαν στο βουνό, αποστολές έφευγαν διαρκώς.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρήκα ήταν και ο Γιώργος Γκροΐδης από τα Δίκαια, που τον γνώρισα εκεί. Είχε διαμπερές τραύμα στο πόδι και δεν έκλεινε η πληγή: το τραύμα είχε κάνει συρίγγιο και όλο έβγαζε πύο και τον κρατούσαν, δεν τον έδιωχναν για το βουνό. Επίσης, ανταμώσαμε για δεύτερη φορά με την Τασούλα Μεταξά, τη νύφη μας, που ήταν κι αυτή τραυματίας. Από τη στιγμή που χωρίσαμε όμως, δεν ξαναβρεθήκαμε πια· πού πήγε ο καθένας, δεν ξέρω, αφού ανάλογα με την ασθένεια ή το τραύμα που είχε, τον έστελναν σε ανάλογο νοσοκομείο. Η διαδρομή ήταν μεγάλη. Εάν δεν απατώμαι, ξεκινήσαμε από τα Σκόπια στις 24 Οκτωβρίου και φτάσαμε στη Σόφια την επομένη, στις 25 Οκτωβρίου.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.