Ναντέζντα Κρούπσκαγια-Μπολσεβίκα, πρωτοπόρος της σοβιετικής εκπαίδευσης και σύζυγος του Λένιν
Γνωστή κυρίως ως σύντροφος του μεγαλύτερου επαναστάτη του αιώνα που μας πέρασε, η Κρούπσκαγια έχει να επιδείξει σπουδαίο αυτόνομο ρόλο, ιδίως στο χώρο της εκπαίδευσης στον οποίο είχε αφοσιωθεί από νεαρή ηλικία.
H Ναντέζντα Κρούπσκαγια γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη 1869 στην Αγία Πετρούπολη. Οι γονείς της ήταν μορφωμένοι και με αριστοκρατικές ρίζες, αλλά είχαν ξεπέσει οικονομικά. Η μητέρα της Ελιζαβέτα Βασίλιεβνα Τιστρόβα ήταν δασκάλα και ο πατέρας της Κωνσταντίν Ιγνάτιεβιτς Κρούπσκι, αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ο οποίος ωστόσο είχε αποταχθεί για “αντιρωσικές δραστηριότητες” από το στράτευμα μέχρι λίγο πριν το θάνατό του. Για να ζήσει την οικογένειά του εργάστηκε ως βιομηχανικός εργάτης.
Αποφοίτησε από το περίφημο ιδιωτικό γυμνάσιο Θηλέων “Πρίγκηπας Ομπολένσκυ”, όπου η εκπαίδευση ήταν σχετικά φιλελεύθερη για τα μέτρα της εποχής καθώς ανάμεσα στο προσωπικό βρίσκονταν και πρώην επαναστάτες. Σπούδασε δασκάλα ενώ παρέδιδε μαθήματα όπως και η μητέρα τους για να επιβιώσουν μετά το θάνατο του πατέρα της. Ως φοιτήτρια η Κρούπσκαγια ήρθε σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, στα πλαίσια φοιτητικών λεσχών συζητήσεων, όπου μπορούσε να βρίσκει αυτή την αυστηρά παράνομη βιβλιογραφία.
Σε μια τέτοια λέσχη συζητήσεων συνάντησε για πρώτη φορά τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ, όπου λέγεται ότι εντυπωσιάστηκε από τους λόγους του, αν κι όχι τόσο από τον ίδιο αρχικά. Οι λεπτομέρειες για την εξέλιξη της σχέσης τους δεν είναι γνωστές, λόγω του ότι και οι δύο απέφευγαν σχετικές αναφορές. Συνελήφθησαν και οι δύο μέσα στο 1896, πρώτα ο Λένιν και μετά εκείνη. Ο εξόριστος στη Σιβηρία Λένιν είχε προλάβει να αφήσει σημείωμα στην Κρούπσκαγια όπου της ανέφερε πως μπορούσε να έρθει κι εκείνη στη Σιβηρία αν παρουσιαζόταν ως μνηστή του. Το 1898 πράγματι έλαβε αυτή την άδεια, με τον όρο να παντρευτούν μόλις έφτανε, όπως κι έγινε.
Στη διάρκεια της εξορίας οι δυο τους έγραψαν την “Εξέλιξη του κεφαλαίου στην Ρωσία”, ενώ η ίδια ετοίμασε το κείμενο “Εργαζόμενη γυναίκα”, που το 1901 τυπώθηκε πρώτη φορά στο Μόναχο. Το 1906 το κείμενο ανατυπώθηκε σε 20.000 αντίτυπα και μοιράστηκε δωρεάν σε εργάτριες και υπαλλήλους. Μετά το πέρας της εξορίας η Κρούπσκαγια ακολούθησε το Λένιν στο Μόναχο μαζί με τη μητέρα της, ενώ μετέπειτα εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο. Οι δυο τους εξέδωσαν την εφημερίδα “Ίσκρα”, στην οποία ο ρόλος της Κρούπσκαγια ήταν καθοριστικός, ενώ παράλληλα εργάζονταν για την επιτυχία της μπολσεβίκικης πτέρυγας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η Κρούπσκαγια είχε αναλάβει την αλληλογραφία για την οικοδόμηση του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία, χάρη και στην πολύτιμη γλωσσομάθεια της, καθώς μιλούσε Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά και Πολωνικά.
Το 1905 εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, αλλά εγκατέλειψε τη Ρωσία εκ νέου μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 και δούλεψε για κάποια χρόνια ως δασκάλα στη Γαλλία, ενώ εργάστηκε για πέντε χρόνια κι ως δασκάλα ενός εργοστασιάρχη που πρόσφερε βραδινά μαθήματα στους υπαλλήλους του. Πέραν από τα προβλεπόμενα μαθήματα ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής, η Κρούπσκαγια έκανε και μαθήματα μαρξισμού σε επιλεγμένο αριθμό εργατών. Απολύθηκε μετά από απεργία 30.000 εργατών της ευρύτερης περιοχής που διεκδικούσαν καλύτερα μεροκάματα.
Μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση η Κρούπσκαγια διαμόρφωσε το σοσιαλιστικό σύστημα εκπαίδευσης και αγωγής, αρχικά ως υπεύθυνη του τμήματος εκπαίδευσης ενηλίκων, αργότερα ως επικεφαλής της επιτροπής εκπαίδευσης το 1920 κι αργότερα ως επίτροπος εκπαίδευσης, το αντίστοιχο δηλαδή του υπουργού παιδείας, από το 1929 ως το 1939. Δίδαξε επίσης από το 1921 κι εξής στην Ακαδημία Κομμουνιστικής Αγωγής, υπεύθυνης για την εκπαίδευση μελλοντικών εκπαιδευτικών, ενώ από το 1918 είχε εκλεγεί τακτικό μέλος της Σοσιαλιστικής Ακαδημίας Κοινωνικών επιστημών.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στην ίδρυση της Κομσομόλ και των Πιονέρων όσο και στην ανάπτυξη του σοβιετικού συστήματος βιβλιοθηκών. Εξελέγη στην κεντρική επιτροπή του κόμματος των μπολσεβίκων το 1924, μέλος της ελεγκτικής επιτροπής το 1927 και του Ανώτατου Σοβιέτ το 1931. Αν και ήδη πριν από το θάνατο του Λένιν οι προσωπικές της σχέσεις με το Στάλιν δεν ήταν καλές, (μάλιστα ο σύζυγός της σε μία τουλάχιστον περίσταση είχε ζητήσει με επιστολή από τον τελευταίο να ζητήσει συγγνώμη για την απότομη συμπεριφορά του σε εκείνη το 1923), η συμμαχία της με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους ήταν βραχύβια. Ήδη από το 1927 είχε υπερψηφίσει τη διαγραφή των Τρότσκι, Καμένεφ και Ζηνόβιεφ, ενώ και την κρίσιμη δεκαετία του ’30 συντάχθηκε εν πολλοίς με την εφαρμοζόμενη πολιτική γραμμή.
Εξέδωσε τα απομνημονεύματα της ζωής της με το Λένιν, που αποτελούν σημαντική πηγή για το μεγάλο επαναστάτη και την ιστορία της περιόδου, παρότι μεταγενέστερα διατυπώθηκαν διάφορες εικασίες για το βαθμό επεξεργασίας που υπέστη το περιεχόμενό τους. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών, ενώ οι στάχτες της εναποτέθηκαν στην νεκρόπολη του τείχους του Κρεμλίνου. Tο 1973 ο Σοβιετικός σκηνοθέτης Μαρκ Ντονσκόι γύρισε βιογραφική ταινία προς τιμήν της με τον τίτλο “Ναντέζντα”.