Nαύαρχος Χόρτυ-Ο αντικομμουνιστής δικτάτορας που παρέδωσε τους Εβραίους της Ουγγαρίας στο Χίτλερ
Παρότι εξαρχής μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση οι αρχές της χώρας προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την υστεροφημία του Χόρτυ, αυτός ως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν είχε αποφέρει καρπούς.Με την άνοδο του Βίκτωρ Ορμπάν στην εξουσία αυτή η απόπειρα γνώρισε νέα ύψη, μετατρέποντας το Χόρτυ σε εθνικό ήρωα.
Ο ναύαρχος Μίκλος Χόρτυ έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1957, εξόριστος στην Πορτογαλία του δικτάτορα Σαλαζάρ. Τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα του επιχειρείται συστηματικά να αποκαθαρεί η μνήμη του από το στίγμα των εγκλημάτων που διέπραξε, στο όνομα του αντικομμουνισμού. Κι όμως ο Χόρτυ δεν υπολείπεται σε τίποτε από τη χορεία των φασιστών και φασιζόντων δικτατόρων του Μεσοπολέμου, παρότι τυπικά διατήρησε κάποια στοιχεία κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Γεννημένος το 1868 στο ουγγρικό Κέντερες, καταγόταν από οικογένεια κατώτερων ευγενών καλβινιστικού δόγματος. Σπούδασε στη ναυτική Ακαδημία του Φιούμε κι ακολούθησε καριέρα στο πολεμικό ναυτικό. Μάλιστα από το 1909 ως το 1914 υπήρξε υπασπιστής του αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου διακρίθηκε για τη συμμετοχή του σε ναυτικές επιχειρήσεις και ως ναύαρχος υπήρξε το 1918 τελευταίος διοικητής του Πολεμικού ναυτικού της υπό διάλυση Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, με την υποχρέωση παράδοσης του τέως αυτοκρατορικού στόλου στο νεοσύστατο βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας στις 31 Οκτώβρη του ίδιου έτους.
Το πολιτικό του άστρο αρχίζει να ανατέλλει μετά την πτώση των Αψβούργων στην Ουγγαρία και την βραχύβια εγκαθίδρυση της δημοκρατίας των συμβουλίων υπό τον κομμουνιστή Μπέλα Κουν το 1919. Ο Χόρτυ έγινε υπουργός Αμύνης της συντηρητικής αντικυβέρνησης που σχηματίστηκε στην πόλη Σζέγκεντ, τιθέμενος επικεφαλής του λεγόμενου “Εθνικού Στρατού”, ο οποίος κατέλυσε τα σοβιέτ της Βουδαπέστης κατακτώντας την πόλη στις 16 Νοέμβρη 1919. Τα μέλη του “Εθνικού Στρατού” επιδόθηκαν πριν και μετά την κατάκτηση της εξουσίας σε ένα αιματηρό πογκρόμ κατά Εβραίων, κομμουνιστών και Σοσιαλιστών. Δεδομένου ότι ο Κουν κι άλλα μέλη της κυβέρνησής του και των οπαδών του ήταν εβραϊκής καταγωγής, το ιδεολόγημα του εβραιομπολσεβικισμού γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση μεταξύ των αντιδραστικών κύκλων στους οποίους ηγούνταν πια ο Χόρτι, που την 1η Μάρτη 1920 ανακηρύχθηκε από την ουγγρική Εθνοσυνέλευση αργηγός κράτους.
Ο Χόρτυ ως αριστοκράτης παλιάς κοπής αγωνίστηκε να διατηρήσει τα προνόμια της τάξης του, των ευγενών, στο νέο κράτος, εξού και δεν προχώρησε σε αναδιανομή της γης. Είχε ωστόσο συναίσθηση ότι για να προσεταιριστεί αγρότες κι εργάτες, δε θα μπορούσε να αποκαταστήσει πλήρως το status quo που ίσχυε πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό ίσχυε και για το ζήτημα της μοναρχίας, η οποία διατηρήθηκε ως πολίτευμα, δίχως όμως να υπάρχει βασιλιάς. Παρά την προσωπική του αφοσίωση στους Αψβούργους, γνωρίζοντας τα έντονα εχθρικά συναισθήματα του πληθυσμού απέναντί τους ματαίωσε μέσα στο 1921 δύο απόπειρες πραξικοπηματικής επαναφοράς του βασιλιά, ο οποίος εξορίστηκε στην πορτογαλική Μαδέιρα.
Στην εσωτερική πολιτική ακολούθησε την καλλιέργεια ενός εθνικιστικού κλίματος, τονίζοντας τον υποτιθέμενα “αυθεντικό” και “ιδιαίτερο” χαρακτήρα του Ουγγρικού λαού, ξένου προς το φιλελευθερισμό, τον κομμουνισμό και τον εβραϊσμό. Η πρώτη περίοδος, εκείνη της πρωθυπουργίας του István Bethlen, διακρίνεται κυρίως για την παραδοσιακά συντηρητική φυσιογνωμία της, η οποία αργότερα, επί του διαδόχου του Gyula Gömbös (1932–1936) αποκτά πιο ανοιχτά φασιστικά χαρακτηριστικά, με ρητά πρότυπα τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία, αν και το αμιγώς φασιστικό κόμμα της χώρας “Σταυρωτό Βέλος” παρέμενε, όπως και το Κομμουνιστικό Κόμμα, εκτός νόμου.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής εφήρμοσε πολιτική αλυτρωτισμού, επιδιώκοντας να ανατρέψει τη συνθήκη Ειρήνης του Τριανόν το 1920, με βάση την οποία 2/3 της έκτασής της και 1/3 των Μαγυάρων προπολεμικά εντάσσονταν σε γειτονικά κράτη. Στόχος, που αποτυπωνόταν στο σύνθημα Nem, nem, soha (Όχι, όχι, ποτέ) ήταν να ενσωματωθούν εκ νέου τα χαμένα εδάφη, ώστε να αποκατασταθεί το βασίλειο του Αγίου Στεφάνου στα ιστορικά του όρια.
Αυτό έφερε ακόμα πιο κοντά το Χόρτυ στις βασικές αναθεωρητικές δυνάμεις της εποχής, δηλαδή την Ιταλία του Μουσολίνι και τη Γερμανία του Χίτλερ. Η προσέγγιση με την πρώτη κορυφώθηκε με τα λεγόμενα Ρωμαϊκά Πρωτόκολα το Μάρτη του ’34, για να ατονήσει στη συνέχεια, όσο εντεινόταν η προσέγγιση με τη Γερμανία. Καρπός της τελευταίας υπήρξε η παραχώρηση εκ μέρους του Χίτλερ, λίγο μετά την συμφωνία του Μονάχου το 1938, εδαφών της Σλοβακίας στην Ουγγαρία. Το 1940 ο Χόρτυ ενέταξε τη χώρα του στις δυνάμεις του Άξονα μαζί με τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Ιαπωνία, λαμβάνοντας ως ανταμοιβή ένα κομμάτι της Ρουμανίας στο οποίο κατοικούσαν κυρίως Μαγυάροι.
Παρότι ο αντισημιτισμός του Χόρτυ σχετικοποιείται κάποιες φορές στην αστική ιστοριογραφία, τα πρώτα μέτρα κατά των Εβραίων της χώρας είχαν ληφθεί ήδη το Σεπτέμβρη του 1920 με δική του ευθύνη, όταν ψηφίστηκε νόμος που έθετε αυστηρό αριθμητικό όριο εισόδου Εβραίων φοιτητών στα πανεπιστήμια και σοβαροί περιορισμοί που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την ενασχόλησή τους στο Δημόσιο Τομέα. Όπως και στη φασιστική Ιταλία, το έτος 1938 σηματοδοτεί την ένταση της αντισημιτικής νομοθεσίας στα πρότυπα της νομοθεσίας της Νυρεμβέργης, που απαγόρευε επιγαμίες και άλλες επαφές μεταξύ Εβραίων και Αρίων.
Από το 1940 οι περιοχές που είχαν περιέλθει στην Ουγγαρία χάρη στη γερμανική παρέμβαση, άρχισαν να προωθούν τους Εβραίους τους στη Γενική Κυβέρνηση της Γαλικίας, όπου ουσιαστικά ήταν ανά πάσα στιγμή στο έλεος των γερμανικών αρχών, παρότι επισήμως ο Χόρτι αρνήθηκε την παράδοσή των Εβραίων της χώρας ή τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα. Αλλά κι αυτοί οι δισταγμοί παραμερίστηκαν επί πρωθυπουργίας Döme Sztójay, όταν μεταφέρθηκαν από τον Μάη του ’44 ως τον Ιούλη του ίδιου έτους 437.000 Εβραίοι στο Άουσβιτς, μέχρι που ο Χόρτυ λόγω διεθνούς πίεσης, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Βατικανού, διέκοψε τη μεταφορά τους. Συνολικά μόλις ένας στους τέσσερις Εβραίους της Ουγγαρίας επέζησαν του Ολοκαυτώματος, κυρίως στη Βουδαπέστη, όπου δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα συστηματικά οι μεταφορές στα στρατόπεδα θανάτου όταν διακόπηκαν.
Ο ναύαρχος αντιλαμβανόμενος ότι η φορά του πολέμου δεν ευνοούσε τον Άξονα, και προσπαθώντας να διασωθεί για την επόμενη μέρα, προσπάθησε τον Οκτώβρη να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Κόκκινο Στρατό για επίτευξη ανακωχής. Η κίνησή του αυτή οδήγησε σε γερμανική παρέμβαση με Ες-Ες που τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν σε ένα βαυαρικό ανάκτορο, ενώ τα ηνία της χώρας ανέλαβε το αιμοδιψές καθεστώς του “Σταυρωτού Βέλους” υπό τον Φέρεντς Σζάλασι. Απελευθερώθηκε από τον Αμερικανικό Στρατό το 1945, ενώ και αργότερα η αμερικανική κυβέρνηση φρόντισε να μην εκδοθεί στην Ουγγαρία ο ναύαρχος, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα από την κυβέρνηση της χώρας.
Από το 1948 έζησε στην Ελβετία κι έπειτα στην Πορτογαλία, όπου κυβερνούσε ο ομοϊδεάτης του Σαλαζάρ. Πέθανε στις 8 Φλεβάρη 1957 στο Εστορίλ, λίγους μήνες μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το ’56, όπου έλαβε όπως ήταν αναμενόμενο θέση υπέρ των αντεπαναστατικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες υπήρχε και μερίδα ευνοϊκά διακείμενη στο πρόσωπό του.
Είχε ζητήσει ως τελευταία του επιθυμία τα οστά του να μεταφερθούν στην Ουγγαρία μόλις έφευγε και ο τελευταίος Σοβιετικός στρατιώτης απ’τη χώρα. Το 1993, δυο χρόνια μετά την οριστική απόσυρση του Κόκκινου Στρατού όντως θάφτηκε σε Μαυσωλείο που είχε ανεγερθεί με κρατική βοήθεια στη γενέτειρά του το Κεντερές.
Παρότι εξαρχής μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση οι αρχές της χώρας προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την υστεροφημία του Χόρτυ, αυτός ως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν είχε αποφέρει καρπούς, καθώς βάσει ερευνών η πλειονότητα του πληθυσμού έβλεπε απορριπτικά το καθεστώς του. Με την άνοδο του Βίκτωρ Ορμπάν στην εξουσία, συνεπικουρούμενου σε αυτή την εκστρατεία κι απ’ το καθαρά φασιστικό κόμμα Jobbik, αλλά και εκπροσώπους της Εκκλησίας, αυτή η απόπειρα γνώρισε νέα ύψη, μετατρέποντας το Χόρτυ σε εθνικό ήρωα. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Ορμπάν τον περασμένο Ιούνη ότι ο ναύαρχος ήταν “Αρχηγός Κράτους Εξαίρεσης”, ενώ τα τελευταία χρόνια η χώρα γεμίζει ολοένα με πλατείες, μνημεία και αγάλματα προς τιμήν του, προκαλώντας έντονες και πολύπλευρες αντιδράσεις εντός κι εκτός χώρας.