Νίτσα Γαβριηλίδου: Τη Μακρόνησο κι ας την έζησες, δεν μπορείς να την περιγράψεις…
Είναι ασύλληπτο το μακάβριο έργο, που συνέλαβαν και πραγματοποίησαν πάνω σε κρατούμενους. Τ’ απάνθρωπα βασανιστήρια, τα ωμά εγκλήματά τους. Η οργανωμένη και μεθοδικά μελετημένη ψυχολογική μάχη που έδωσαν ενάντια στην ανθρώπινη συνείδηση. Ενάντια στην αξιοπρέπεια του ατόμου.
Τη Μακρόνησο κι ας την έζησες, δεν μπορείς να την περιγράψεις. Δεν την πιάνει ο νους του ανθρώπου. Αδυνατείς ν’ αποδώσεις την ατμόσφαιρά της, το σύστημά της. Είναι ασύλληπτο το μακάβριο έργο, που συνέλαβαν και πραγματοποίησαν πάνω σε κρατούμενους. Τ’ απάνθρωπα βασανιστήρια, τα ωμά εγκλήματά τους. Η οργανωμένη και μεθοδικά μελετημένη ψυχολογική μάχη που έδωσαν ενάντια στην ανθρώπινη συνείδηση. Ενάντια στην αξιοπρέπεια του ατόμου.
Απ’ όλους τους τόπους της εξορίας μας, αυτός που δεν θα ξεχαστεί ποτέ θα είναι αυτός της Μακρονήσου. Θα μείνουν ανεξίτηλες οι εικόνες που ζήσαμε εκεί και θα σέρνουμε για πάντα τα βιώματα εκείνα.
Κι αυτό το αίσχος της Μακρονήσου, αυτή την κόλαση του Δάντη, την ηθική αυτή κατάπτωση του ανθρώπου βρέθηκαν δυστυχώς πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας να την εξυμνήσουν!
Θα έπρεπε όμως όλες αυτές οι «εξέχουσες» φυσιογνωμίες του πνευματικού μας κόσμου να ζούσαν έστω και για μια μέρα το «αναμορφωτικό» αυτό σύστημα, για να βλέπαμε μετά αν θα υμνούσαν τη Μακρόνησο. Τότε θα βλέπαμε ποια «Ζωή εν τάφω» θάγραφε ο Μυριβήλης και ποιον «Παρθενώνα» θα υμνούσε ο Κανελλόπουλος.
Θα έπρεπε όλους αυτούς τους επισκέπτες να τους βάλουμε να κοιμούνται πάνω στο υγρό χώμα μέσα σε σκηνή με σαράντα άτομα χειμώνα – καλοκαίρι, να τους ξυπνά η σάλπιγγα στις 6 η ώρα το πρωί, να κατεβαίνουν τριακόσια μέτρα δρόμο ως τα βράχια της θάλασσας στους «καμπινέδες» και να κάθονται δίπλα με άλλους σ’ ένα στενό χώρισμα, χωρίς στέγη και τοίχους για τη σωματική τους ανάγκη!
Να τρέχουν στην ουρά με το κύπελλο στο χέρι για το πρωινό τσάι. Κι αν είναι η σκηνή τους υπηρεσία της ημέρας, να κάθονται μέσα στ’ αγιάζι ή κάτω από τον ήλιο να καθαρίζουν τ’ απαραίτητα κρεμμύδια, πατάτες κ.λ.π. για την κουζίνα. Μεσημέρι και βράδυ ξανά στην ουρά για το συσσίτιο και να τρώνε όσπρια, μανέστρες κ.λ.π που να τους ρίχνουν στο κρεβάτι. Να έχουν ένα λίτρο νερό τη μέρα όλο κι όλο για όλες τις χρήσεις. Να τρέχουν στις αγγαρείες, να υφίστανται τα καψόνια των Αλφαμιτών, να παρακολουθούν υποχρεωτικώς τα μαθήματά τους περί πατρίδας, θρησκείας κ.λ.π καθιστοί κατάχαμα κάτω από τον ήλιο ή το αγιάζι. Να επικοινωνούν με το σπίτι τους με δελτάριο που περιέχει μόνο δέκα σειρές κι αυτό δυο φορές το μήνα. Να κουτσοπλένονται στη θάλασσα σ’ ένα χώρο φραγμένο μπροστά στους καμπινέδες, όπου άδειαζε η αποχέτευση.
Αλήθεια, δεν υπήρχαν τότε οικολόγοι να διαμαρτυρηθούν για το αίσχος αυτό; Τρεις φορές την ημέρα με τον κουβά στο χέρι, καθαρίζαμε τους καμπινέδες και όλες οι ακαθαρσίες χύνονταν στη φραγμένη με σύρμα θάλασσα, εκεί όπου μας επέτρεπαν να πλενόμαστε! Κι αυτά είναι λίγα από τα βάσανα των γυναικών, πού ν’ αραδιάσω και αυτά που τραβούσαν οι άντρες.
Μα δεν κοίταζαν το χάλι αυτό, παρά θέλανε ν’ ασπρίζουμε με ασβέστη τις γραμμές γύρω από τις σκηνές μας για να φαίνονται καθαρές και μέσα, ας αιμοπτύανε στα κονσερβοκούτια οι φυματικές. Βλέπεις αυτά κάνανε εφέ κι αυτά θα έβλεπαν οι επισκέπτες. Δεν θα τους πήγαιναν φυσικά στις σκηνές με τους ανάπηρους, με τους άρρωστους, με τους τρελούς. Όλοι αυτοί φυγαδεύονταν για την περίσταση σε αόρατες χαράδρες, όπου δεν έφτανε το μάτι του ανθρώπου. Αυτό που θα έβλεπε ο επισκέπτης θα ήταν τα γήπεδα, τα θέατρα, τα διάφορα μνημεία, οι ωραίες βίλες με κρεμαστούς κήπους κ.λ.π. και όλα αυτά συνοδευόμενα με την ωραία μουσική, που τα μεγάφωνα σκορπούσαν στον αέρα.
Η Μακρόνησος για τον άνθρωπο που την έζησε σαν κρατούμενος υπήρξε ό,τι πιο βάρβαρο κι απάνθρωπο μέσο καταπίεσης κι εκβιασμού. Στάθηκαν ήρωες αληθινοί όσοι μπόρεσαν και άντεξαν τη Μακρόνησο.
Κι ενώ οι επισκέπτες εκθειάζανε και υμνούσαν τη ζωή στη Μακρόνησο σαν μια Ευλογία, μια Θεογνωσία, ο πατέρας σημείωνε στο βιβλίο του για τη Μακρόνησο – «Σε ώρες ευθύνης» – τα παρακάτω: «Κάθε Πολιτεία θα έπρεπε να σεμνύνεται και να είναι υπερήφανη για τους πολίτες εκείνους, που έχουν υψηλό φρόνημα και που ανταλλάσσουν κάθε χαρά της ζωής με τη διατήρηση της ελευθερίας της σκέψης και προτιμούν να τερματίσουν τη ζωή τους κάτω από το ρόπαλο του βασανισμού, παρά να τη ρυπάνουν με πράξεις ή εκδηλώσεις που δεν προέρχονται από την αβίαστη λειτουργία της συνειδήσεως και απλώς υποκύπτουν στο φόβο και σε συναλλάγματα».
[Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Μαρτυρία, Αθήνα 2004]
***
Η Νίτσα Γαβριηλίδου, κόρη του ηγέτη της αγροτιάς, λαϊκού αγωνιστή Κώστα Γαβριηλίδη, γεννήθηκε το 1925 στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943. Μετά τα Δεκεμβριανά όλη η οικογένεια Γαβριηλίδη συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Θεμιστοκλέους έως την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Έκτοτε, η Νίτσα Γαβριηλίδου εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του πατέρα της στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, έως τις μαζικές συλλήψεις του Ζέρβα, τον Ιούλιο του 1947. Η ίδια συνελήφθη στις 7 Απριλίου 1947 και παρέμεινε για πολλά χρόνια εξόριστη στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρικεριού, της Μακρονήσου και πάλι του Τρικεριού. Το 1956 κατόρθωσε να διαφύγει στη Γαλλία, όπου δημιούργησε οικογένεια. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1985.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback