Ο Αντενάουερ, η απαγόρευση του ΚΚ και οι μαζικές διώξεις αριστερών πολιτών στη Δυτική Γερμανία
Μαζί με τις χώρες της Ιβηρικής, αμφότερες υπό δικτατορικό καθεστώς εκείνη την εποχή, αλλά και την μετεμφυλιακή Ελλάδα, η Γερμανία γινόταν η τέταρτη χώρα της Δυτικής Ευρώπης στην οποία απογορευόταν η νόμιμη κομμουνιστική παρουσία και δράση.
Ο Konrad Adenauer, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1876, συνέδεσε τη μακρόχρονη θητεία του ως πρώτος καγκελάριος της ΟΔΓ από το 1949 ως το 1963 με το λεγόμενο “οικονομικό θαύμα” (Wirtschaftswunder), όταν η χώρα του, χάρη και στην αμέριστη αμερικανική συμπαράσταση, η οποία εκφράστηκε πολιτικοστρατιωτικά με τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1955, κατέκτησε μέσα σε λίγα χρόνια μια από τις πρώτες θέσεις στο διεθνές οικονομικό στερέωμα. Υπήρξε επίσης από τους πρωτεργάτες της λεγόμενης ευρωπαϊκής ενοποίησης, συμμετέχοντας τόσο στην ίδρυση της ΕΚΑΧ το 1951, όσο και της ΕΟΚ το 1957. Εκτός από αυτά τα λαμπρά, από αστικής σκοπιάς, επιτεύγματα της διακυβέρνησής του, η τελευταία φέρει ανεξίτηλο το στίγμα τόσο της αθρόας επανένταξης πρώην υψηλόβαθμων ναζί στον κρατικό μηχανισμό, όσο και της ποινικοποίησης του ΚΚΓ, που έγινε εφαλτήριο για διώξεις ευρύτερες εκείνων για τις οποίες είχε σχεδιαστεί. Το χρονικό και οι συνέπειες της τελευταίας θα μας απασχολήσουν στο σημερινό σημείωμα. Μαζί με τις χώρες της Ιβηρικής, αμφότερες υπό δικτατορικό καθεστώς εκείνη την εποχή, αλλά και την μετεμφυλιακή Ελλάδα, η Γερμανία γινόταν η τέταρτη χώρα της Δυτικής Ευρώπης στην οποία απογορευόταν η νόμιμη κομμουνιστική παρουσία και δράση.
Δεν προκαλεί ασφαλώς έκπληξη πως ο αντικομμουνισμός αποτελούσε συστατικό στοιχείο της ΟΔΓ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης το το 1949, ως αποτέλεσμα σύμπυξης των τριών ζωνών στρατιωτικής κατοχής ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας. OHeinrich Hannover, 92 ετών σήμερα, δικηγόρος γνωστός για την υπεράσπιση δυτικογερμανών κομμουνιστών, παρότι μη κομμουνιστής ο ίδιος (κατά δήλωσή του αρχικά σφόδρα αντικομμουνιστής μάλιστα), θυμάται σε μαρτυρία του πριν λίγα χρόνια, ότι το 1950, πριν ξεκινήσει την πρακτική του άσκηση στα δικαστήρια της Βρέμης, όφειλε να υπογράψει δήλωση πως δεν ανήκε στο ΚΚΓ ή σε κάποια από τις προσκείμενες οργανώσεις, όπως το Σύνδεσμο διωχθέντων από το ναζιστικό καθεστώς (VVN). Ο ίδιος επισημαίνει πως από τότε του έκανε αλγεινή εντύπωση η παντελής απουσία απόδοσης τιμής στους κομμουνιστές αντιστασιακούς, που κατά χιλιάδες είχαν δώσει το αίμα τους κατά του ναζιστικού ζυγού, πρακτική η οποία θεωρεί πως εν μέρει υφίσταται ως τις μέρες μας.
Το πρώτο βήμα για την ποινικοποίηση της κομμουνιστικής δράσης, του ΚΚΓ και “των παραφυάδων αυτού”, όπως θα λεγόταν στα καθ’ ημάς εκείνη την εποχή, πραγματοποιήθηκε με υπουργική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε σε ομιλία και συνέντευξη τύπου του Αντενάουερ στις 19.9.1950, στην οποία σημειώνονταν μεταξύ άλλων τα εξής: ” Κυρίες και κύριοι, η κυβέρνηση των σοβιετικών ζωνών και το SED προέτρεψαν στο λεγόμενο εθνικό συνέδριο στο Βερολίνο και στο κομματικό τους συνέδριο με ωμά και στεγνά λόγια να προτρέψουν τους οπαδούς του ΚΚΓ στη χώρα μας, να κάνουν επανάσταση. […] Εμείς εδώ στην ΟΔΓ, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η ομοσπονδιακή Βουλή, και πιστεύω, σχεδόν σύσσωμος ο πληθυσμός, είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε χρήση όλων των διαθέσιμων νομικών μέσων, ώστε να αντιμετωπίσουμε τη διείσδυση αυτή εξ Ανατολών. Σύντομα θα ακούσετε μια κυβερνητική απόφαση […] η οποία έχει στόχο να απομακρύνει δίχως αποζημίωση όλους τους οποδούς του κομμουνισμού από θέσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, είτε ως εργάτες, είτε ως υπάλληλοι, είτε ως κρατικοί αξιωματούχοι. Θα ακούσετε επίσης πως απευθύναμε σε 11 ομοσπονδιακά κρατίδια το αίτημα, αν δεν το έχουν ήδη κάνει, να πράξουν το ίδιο. Να είστε πεπεισμένοι και μαζί σας η γερμανική κοινή γνώμη, πως γνωρίζουμε καλά πώς να αναλάβουμε με πλήρη αποφασιστικότητα αυτό τον αγώνα κατά της Σοβιετικής ζώνης. ” Η υπουργική απόφαση περιλάμβανε 13 οργανώσεις, 3 νεοναζιστικές και 10 κομμουνιστικές και φιλοκομμουνιστικές, η συμμετοχή στις οποίες συνιστούσε βαρύ παράπτωμα για κάθε κατηγορία δημοσίου υπαλλήλου ή εργαζόμενου σε συνεργασία με το κράτος. Ανάμεσα τους και ο VVN που προαναφέρθηκε, φιλειρηνικές οργανώσεις καθώς και οι σύνδεσμοι φιλίας με την ΕΣΣΔ.
Όπως γίνεται φανερό από την παραπάνω τοποθέτηση του Γερμανού καγκελαρίου, τα αντικομμουνιστικά μέτρα δεν μπορούν να νοηθούν έξω από το ψυχροπολεμικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης προς την επίσης νεοσύστατη τότε ΓΛΔ και την ΕΣΣΔ, σαφώς όμως οι στόχοι δεν περιορίζονταν στην εξωτερική πολιτική. Σε καμία περίπτωση φυσικά το ΚΚΓ δε συνιστούσε εκείνη την εποχή άμεση απειλή για την αστική εξουσία στην ΟΔΓ. Στις πρώτες εκλογές της χώρας το ΟΔΓ το κόμμα είχε αποσπάσει 5,7% των ψήφων και εξέλεξε 14 βουλευτές στο γερμανικό κοινοβούλιο. Το 1953 το ποσοστό είχε συρρικνωθεί σε 2,2% και η θεσμική παρουσία των κομμουνιστών περιοριζόταν κυρίως σε δημοτικά συμβούλια. Η αντικομμουνιστική υστερία και οι εντεινόμενες διώξεις συνέβαλαν σε αυτήν την αποδυνάμωση, ωστόσο το ότι εξαρχής η παρουσία του άλλοτε κραταιού ΚΚΓ ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις προπολεμικές του επιδόσεις στις ίδιες περιοχές, οφείλεται επίσης αφενός σε φυσική εξόντωση του ανθού των στελεχών και μελών του επί ναζισμού, αφετέρου στο γεγονός πως σημαντικός αριθμός όσων επέζησαν κλήθηκαν να αναλάβουν θέσεις στη ΓΛΔ. Το σημαντικότερο ήταν όμως πως ένα σημαντικό μέρος της δυτικογερμανικής κοινωνίας ήθελε πολύ απλά να ξεχάσει την προσωπική του εμπλοκή με το ναζιστικό παρελθόν, κι η παρουσία των κομμουνιστών που υπέφεραν μαζί με τους Εβραίους όσο κανείς από αυτό προκαλούσε αισθήματα ενοχής τα οποία δεν ήταν εύκολο να διαχειριστεί (το τελευταίο ίσχυε ασφαλώς και για τη ΓΛΔ, με τη διαφορά ότι εκεί ο αντιφασισμός ήταν κρατική πολιτική, υπηρετούμενη από ανθρώπους που εν πολλοίς είχαν υπάρξει οι ίδιοι θύματα του ναζισμού). Ο Αντενάουερ με το πολιτικό του αισθητήριο είχε διαισθανθεί πως μπορούσε να αποκομίσει σημαντικά εσωτερικά πολιτικά οφέλη καθιστώντας τους κομμουνιστές αποδιοπομπαίους τράγους. Η κοινή γνώμη, αναβαπτιζόμενη στα νάματα του αντικομμουνισμού μπορούσε να αποκαθαρεί από το ναζιστικό στίγμα, χωρίς την ανάγκη ουσιαστικής αυτοκριτικής κι έμπρακτης αλλαγής στάσης ζωής. Επιπλέον, όπως ιστορικά συνέβη και θα συνεχίσει να συμβαίνει, το αντικομμουνιστικό νομικό οπλοστάσιο δεν περιορίστηκε στους επίσημους αποδέκτες του, αλλά σύντομα επεκτάθηκε σε ένα ευρύ φάσμα διαφωνούντων με την ανάδειξη της ΟΔΓ σε αιχμή του δόρατος του ιμπεριαλισμού στη Γηραιά Ήπειρο.
Το τελευταίο είχε αρχίσει να διαφαίνεται χρόνια πριν την επίσημη απαγόρευση του ΚΚΓ, όταν άρχισε να τίθεται επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη από την κυβέρνηση της ΟΔΓ το ζήτημα της επαναστρατιωτικοποίησης της χώρας. Ο πόλεμος της Κορέας, το καλοκαίρι του 1950, ήταν η ευκαιρία που αξιοποίησε ο Αντενάουερ για να προβάλει εντονότερα από πριν την αναγκαιότητα του επανεξοπλισμού έναντι της “κομμουνιστικής απειλής”. Οι αντιδράσεις ωστόσο δεν ήταν αμελητέες, καθώς δημιουργήθηκε σε όλες τις μεγάλες πόλεις το αντιμιλιταριστικό κίνημα Ohne mich (Χωρίς εμένα), το οποίο συσπείρωνε ευρύτατες δυνάμεις, με συμμετοχή τόσο του ΚΚΓ, όσο και μη κομμουνιστών συνδικαλιστών, θεολόγων κι άλλων μελών χριστιανικών οργανώσεων, ανένταχτων πολιτών διαφόρων αποχρώσεων και μελών του δυτικογερμανικού γυναικείου κινήματος. Ο Αντενάουερ και άλλα μέλη της κυβέρνησης δε διστάζουν να χαρακτηρίσουν πέμπτη φάλαγγα και μίσθαρνα όργανα της Μόσχας και της ΓΛΔ όλους όσοι αντιτίθενται στον επανεξοπλισμό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως την ίδια χρονιά παραιτείται ο τότε υπουργός εσωτερικών και μετέπειτα πρόεδρος της ΟΔΓ Γκούσταβ Χάινεμαν, διαφωνώντας με τη συγκεκριμένη πολιτική, ενώ αργότερα θα αναλάβει κι εκείνος την υπεράσπιση κομμουνιστών στο δικαστήριο. Η επίσημη καταστολή δεν αργεί να έρθει, με την απαγόρευση των επιτροπών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που σχηματίστηκαν με πρωτοβουλία του Ohne mich σε σειρά δυτικογερμανικών πόλεων.
Το 1952, με πρωτοβουλία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ψηφίζεται νόμος σύμφωνα με τον οποίο δεν αναγνωριζόταν πια το καθεστώς του διωχθέντα από τους ναζί σε όσους “αντιμάχονται τη δημοκρατική τάξη ως οπαδοί ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος”. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Susanne Thillmann, εβραϊκής καταγωγής, η οποία σε αντίθεση με τους επιζήσαντες της οικογένειάς της, που μετοίκησαν στο Ισραήλ, επέλεξε να επιστρέψει από τη Μ. Βρετανία στην οποία είχαν μεταναστεύσει το 1939, στο Βερολίνο, εντασσόμενη στο SED. Λόγω του γεγονότος ωστόσο πως η κατοικία της βρισκόταν στο Δυτικό Βερολίνο (ως την ανύψωση του τείχους, η διακίνηση μεταξύ των δύο τομέων δεν υπόκειτο σε ιδιαίτερους περιορισμούς) , πληροφορήθηκε στα 1953 πως έπαυε να της αναγνωρίζεται η ιδιότητα της διωχθείσας και φυσικά η ανάλογη χρηματική αποζημίωση. Παρότι πρωτόδικα κέρδισε μετά την προσφυγή σε τοπικό δικαστήριο, σε δεύτερο βαθμό δικαιώθηκε το δυτικογερμανικό κράτος, με το σκεπτικό πως είχε καταθέσει… στεφάνι σε τάφο κομμουνιστή συγγραφέα και συνέλεγε υπογραφές κατά των πυρηνικών όπλων, εξυπηρετώντας τους στόχους του κόμματός της. Ανάλογες ανησυχίες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν άτομα ακόμα και με έντονο ναζιστικό παρελθόν, καθώς με νόμο του 1951 1.500.000 δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν απολυθεί λόγω της έντονης συμμετοχής τους στο ναζιστικό κόμμα, και μέλη της Βέρμαχτ αποκαταστάθηκαν είτε μέσω επαναπρόσληψης είτε μέσω της εκ νέου χορήγησης συντάξεων που είχαν διακοπεί στα πλαίσια της θνησιγενούς διαδικασίας “αποναζιστικοποίησης” των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Ανάμεσα στους ευεργετηθέντες του νόμου και ο Βόλφγκανγκ Όττο, καθ’ ομολογίαν συμμέτοχου στη δολοφονία του Έρνστ Ταίλμαν και 8.000 σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ, που κατέλαβε θέση δασκάλου θρησκευτικών και ιστορίας στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Η ευμενής μεταχείριση των ναζί στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πιστοποιείται κι από ένα περιστατικό που αφηγείται ο Hannover, ο οποίος κλήθηκε να υπερασπιστεί μη κομμουνιστές συνδικαλιστές στο Γκόσλαρ, οι οποίοι δικάστηκαν και τελικά καταδικάστηκαν για διατάραξη κοινής ειρήνης, όταν επιχείρησαν να διακόψουν συγκέντρωση φιλοναζιστικής οργάνωσης αποστράτων με κεντρικό ομιλητή τον στρατηγό του Χίτλερ, Κέσελρινγκ.
Περαιτέρω όξυνση της αντικομμουνιστικής νομοθεσίας σηματοδοτεί η ψήφιση, με συνοπτικές διαδικασίες, του λεγόμενου νόμου-αστραπή (Blitzgesetz) το καλοκαίρι του 1951. Διατάξεις περί εσχάτης προδοσίας, προστασίας του πολιτεύματος και του κράτους που είχαν ψηφιστεί από τους ναζί το 1943 και καταργηθεί από το Συμμαχικό Συμβούλιο (την πρώτη διοικητική αρχή της μεταπολεμικής Γερμανίας) το 1945, επανεισάγονται στον Ποινικό Κώδικα της ΟΔΓ. Η στόχευση της νομοθεσίας ομολογείται σχεδόν χωρίς περιστροφές από βουλευτή του συγκυβερνώντος φιλελεύθερου κόμματος: “Σαφώς, κατά κάποιον τρόπο δημιουργούμε ένα ποινικό δίκαιο πεποιθήσεων”, “δεν τιμωρούμε όμως την πεποίθηση, αλλά την πράξη που εκπορεύεται από αυτήν την πεποίθηση”.
Η Μαρία Φένσκυ, παλαίμαχη αγωνίστρια του ΚΚΓ, με πέντε χρόνια κράτησης στα ναζιστικά στρατόπεδα, από τα οποία εξήλθε με ποσοστό αναπηρίας 60%, προφυλακίστηκε για ενάμιση χρόνο με την κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας, λόγω της συμμετοχής της στην εκστρατεία κατά του επανεξοπλισμού. Μετά από 14 χρόνια δικαστικών περιπετειών, σταμάτησε η δίωξη εναντίον της, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κανενός είδους αναγνώριση της βλάβης που είχε υποστεί, ενώ αργότερα πήρε απλώς την πενιχρή κατώτατη σύνταξη κι όχι εκείνη της αντιστασιακής.
Σε αυτό το κλίμα, η επίσημη απαγόρευση του ΚΚΓ ήταν απλώς θέμα χρόνου και κατάλληλης συγκυρίας. Η κυβερνητική πρωτοβουλία σε αυτήν την κατεύθυνση είχε ξεκινήσει το Νοέμβρη του 1951 με αίτημα προς το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης (Bundesverfassungsgericht) για την απαγόρευση του νεοναζιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ράιχ (Sozialistische Reichspartei) που πράγματι τέθηκε εκτός νόμου ένα χρόνο αργότερα, και του ΚΚΓ, στα πλαίσια της ρητορικής των δύο άκρων. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των δικαστών στάθηκε αρχικά με σκεπτικισμό έως ανοιχτή απόρριψη απέναντι στο ενδεχόμενο της ποινικοποίησης. Ο ίδιος ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου προσπάθησε με διάβημά του προσωπικά στον Αντενάουερ να αποτρέψει την απαγόρευση, με το σκεπτικό πως το ΚΚΓ δεν είχε ούτε κρυφές αποθήκες οπλισμού, ούτε συμμετείχε σε οποιαδήποτε είδους βίαιη ενέργεια. Τόνισε μάλιστα ιδιαίτερα το πολιτικά αδικαιολόγητο του αποκλεισμού των κομμουνιστών από την πολιτική ζωή της χώρας, των οποίων τα μέλη ήταν κύριοι αιμοδότες της αντίστασης και είχαν πληρώσει το μεγαλύτερο φόρο αίματος γι’ αυτό. Ο Αντενάουερ δεν κάμφθηκε καθόλου ωστόσο, αντιθέτως σκλήρυνε τη στάση του θέτοντας τελεσίγραφο για την έκδοση απόφασης, ειδάλλως θα μετέθετε την αρμοδιότητα σε άλλο δικαστικό σώμα. Υποκύπτοντας εν τέλει στις πιέσεις, βοηθούντος και του θανάτου του πρώτου προέδρου Χέρμαν Χέπκερ Άσοφ, αλλά και χάρη στις επανειλημμένες αλλαγές στη σύνθεση που είχαν επέλθει με κυβερνητική παρέμβαση, το Δικαστήριο άρχισε να συνεδριάζει το Νοέμβρη του 1954, με διακοπές ως τον Ιούλη του 1955, ενώ παρήλθε ένας χρόνος μέχρι την έκδοση της απαγόρευσης στις 17 Αυγούστου 1956. Πριν την ανακοίνωση της απόφασης ο νέος πρόεδρος Γιόζεφ Βίντριχ, αν και δεδηλωμένος συντηρητικός αντικομμουνιστής, δήλωσε πως: ” η ευθύνη αυτής της δίκης βαραίνει αποκλειστικά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση”.
Η αιτιολόγηση της απόφασης βασίζεται στο ασυμβίβαστο μεταξύ μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας και φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, ενώ σε ό,τι αφορούσε την τρέχουσα πολιτική του ΚΚΓ, στοχοποιούνταν το “Πρόγραμμα εθνικής επανένωσης”, με το οποίο οι εργαζόμενοι να καλούνταν να “ανατρέψουν το καθεστώς Αντενάουερ”, διατύπωση η οποία είχε χρησιμοποιηθεί πολλάκις στο παρελθόν ως αποδεικτικό “εσχάτης προδοσίας” σε δίκες κομμουνιστών, ενώ και σειρά “επιθετικών” συνθημάτων του ΚΚΓ αντιμετωπίζονταν ως “οργανωμένη προσπάθεια διατάραξης της εμπιστοσύνης του πληθυσμού στο σύστημα αξιών της ομοσπονδιακής δημοκρατίας”. Διαπιστώνεται δηλαδή πως ελλείψει έμπρακτης απειλής από πλευράς ΚΚΓ, τα μόνα κριτήρια στα οποία μπορούσε να βασιστεί η απαγόρευση ήταν ιδεολογικά.
Η απαγόρευση άρχισε να υλοποιείται ταχύτατα, καθώς την ίδια κιόλας μέρα έγιναν 33 συλλήψεις στελεχών του κόμματος (ο ΓΓ Μαξ Ράιμαν και μια σειρά στελεχών είχαν ήδη διαφύγει προληπτικά στη ΓΛΔ πριν την έκδοση της απόφασης), έγιναν 25.000 έρευνες σε σπίτια και καταστήματα, κατασχέθηκαν κομματικά τυπογραφεία, λογαριασμοί, ακίνητα και έντυπο υλικό, έκλεισαν οι 17 κομματικές εφημερίδες και περιοδικά, με συνολικό τιράζ 150.000. Ως το 1958 απαγορεύθηκαν άλλες 80 οργανώσεις που θεωρούνταν φίλα προσκείμενες στο ΚΚΓ. Η αντικομμουνιστική υστερία έφτασε σε άνευ προηγουμένου ύψη, καθώς υπολογίζεται ότι ασκήθηκε δίωξη σε 150.000 ως 200.000 άτομα, από τις οποίες τελικά έληξαν με καταδικαστική απόφαση μεταξύ 7.000 και 10.000 υποθέσεις (σημειωτέον ότι ο αριθμός μελών το ΚΚΓ τη στιγμή της απαγόρευσης υπολογίζεται μεταξύ 6.000 και 7.000). Ακόμα και για όσους τελικά απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες ή δεν οδηγήθηκαν σε δίκη, η απλή σύλληψη σήμαινε συχνά απώλεια εργασίας και κοινωνικό στιγματισμό για δεκαετίες. Όπως θυμάται ο Hannover, σύλληψη μπορούσε να επέλθει και μόνο χάρη σε απλές επαφές με τη ΓΛΔ, εφόσον, όπως προέβλεπαν τα δικαστήρια “πιστοποιούνταν ότι η εν λόγω επαφή εξυπηρετούσε τους στόχους του SED“. Το πόσο διασταλτική μπορούσε να είναι η ερμηνεία επιβεβαιώνουν περιπτώσεις πελατών του ίδιου, όπως ενός συνδικαλιστή που κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Ανατολικό Βερολίνο δήλωσε πως “οι Γερμανοί πρέπει να μιλάνε μεταξύ τους, είναι καλύτερο από το να πυροβολούν ο ένας τον άλλον”, δήλωση που επέφερε καταδίκη 7 μηνών με αναστολή. Ακόμα και απλοί επισκέπτες από τη ΓΛΔ στοχοποιούνταν, όπως ένας άνδρας από τη Λειψία, που μετά από χρόνια έλαβε άδεια επίσκεψης της μητέρας του στο Αμβούργο, ρωτώντας καθ ‘υπόδειξιν της κρατικής επιχείρησης στην οποία εργαζόταν, αν θα μπορούσε με την ευκαιρία να ρωτήσει κάποιες δυτικογερμανικές επιχειρήσεις αν ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν στην εμπορική έκθεση της Λειψίας. Η πρόθεση αυτή, όταν την εξέφρασε στις αρχές μπαίνοντας στη χώρα, εκλήφθηκε ως “εξυπηρέτηση των στόχων του SED” κι οδήγησε στη σύλληψη και μετέπειτα απέλαση του άνδρα, χωρίς να του επιτραπεί να δει τη μητέρα του. Ο Hannoverθυμάται πως, περνώντας τα σύνορα, ο άνδρας μονολογούσε: “Κάπως αλλιώς είχα φανταστεί την ελευθερία στη Δύση“. Ασφαλώς βέβαια υπήρχαν και πολλοί πραγματικοί κομμουνιστές που διώχτηκαν καθαρά για τις ιδέες τους, αρκετοί από τους οποίους αντιμετώπιζαν τα δικαστήρια για δεύτερη φορά μετά τη ναζιστική περίοδο, ενίοτε ξανασυναντώντας γνώριμες μορφές στα δικαστικά έδρανα.
Παρότι η κοινή γνώμη και το εν πολλοίς συμβιβασμένο εργατικό κίνημα της ΟΔΓ αντιμετώπισαν ασθενικά το κύμα διώξεων των κομμουνιστών τη δεκαετία του ’50, τα αμέσως επόμενα χρόνια παρατηρείται μια κάποια μεταστροφή, ειδικά όταν οι διώξεις αφορούσαν άτομα εγνωσμένου κύρους στις τοπικές κοινότητες. Τέτοια ήταν η περίπτωση του βουλευτή του κρατιδίου της Βρέμης Βίλυ Μάιερ-Μπούερ, ο οποίος το 1961 επιχείρησε να κατέβει ως ανεξάρτητος βουλευτής σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε μια από τις προεκλογικές του ομιλίες δήλωσε κάτι παγκοίνως γνωστό στους πολίτες της Βρέμης, δηλαδή πως ήταν και παρέμενε κομμουνιστής. Η απλή αυτή δήλωση ήταν αρκετή για να οδηγήσει στη σύλληψή του, κάτι που προκάλεσε την κατακραυγή πρακτικά σύσσωμου του τοπικού τύπου και των πολιτών, επισημαίνοντας το “οξύμωρο” της δίωξης ενός αγωνιστή με πολλά χρόνια σε ναζιστικές φυλακές και στρατόπεδα, από το δημοκρατικό γερμανικό κράτος.
Η χαλάρωση του πολιτικού κλίματος, σε συνδυασμό με την επιδίωξη σταδιακής αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών (ως γνωστών επισήμως ανύπαρκτων ως το 1972), οδήγησε αρχικά το 1966 στην κατάργηση του “Νόμου-αστραπή” περί πεποιθήσεων, ενώ μετά από μυστικές συνομιλίες εκπροσώπων των δύο χωρών, υπήρξε ο εξής συμβιβασμός, με τη σύμφωνη γνώμη της παράνομης ηγεσίας του ΚΚΓ και του πολιτικού γραφείου του SED: Η απαγόρευση του ΚΚΓ συνέχισε να ισχύει (επισήμως μέχρι και σήμερα) επιτράπηκε ωστόσο η λειτουργία του DKP, που ιδρύθηκε το 1968, το οποίο ωστόσο μέχρι τις μέρες μας παρακολουθείται από την Ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας του Συντάγματος (Bundesverfassungsschutz). Ο αυταρχισμός του γερμανικού κράτους εξάλλου συνέχισε να εκφράζεται σε νομοθετικό επίπεδο και με την ψήφιση της λεγόμενης Διάταξης περί Εξτρεμιστών (Extremistenbeschluss, γνωστό κι ως Radikalenerlass) το 1972, για την αποτροπή πρόσληψης, αλλά και την απόλυση ατόμων με “ακροδεξιές και ακροαριστερές” πεποιθήσεις.
Κλείνοντας να πούμε ότι μέχρι και σήμερα αποκατάσταση των διωχθέντων με τους αντικομμουνιστικούς νόμους της δεκαετίας του ’50 δεν έχει υπάρξει, ενώ μόλις πρόπερσι, ξεκίνησε πολύ δειλά σε επίπεδο κρατιδίου, της Κάτω Σαξονίας συγκεκριμένα, η προσπάθεια αποκατάστασης των θυμάτων της Διάταξης περί Εξτρεμιστών. Ο Hannoverμάλιστα, ως προσωπικός φίλος του πρώην σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, προσπάθησε να τον παρακινήσει σε μια τέτοια ενέργεια, επικαλούμενος (όπως θα ήταν αναμενόμενο από αστική σκοπιά) το δικαστικό προηγούμενο της αποκατάστασης των καταδικασθέντων για πολιτικούς λόγους επί ΓΛΔ. Ο Σρέντερ μέσω ενός υπουργικού υπαλλήλου του διαβίβασε πως αυτό δεν ήταν δυνατόν γιατί “σε μας, σε αντίθεση με τη ΓΛΔ, όλα έγιναν σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου”, κάτι στο οποίο ο Hannover απάντησε ζητώντας από τον υπάλληλο να μεταφέρει στον προϊστάμενό του πως θα έπρεπε να ντρέπεται.
Μια πολύ μικρή μορφή ηθικής αποκατάστασης βίωσε το 2006, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ο μοναδικός τότε εν ζωή 93 χρονος βουλευτής του πρώτου δυτικογερμανικού κοινοβουλίου Φριτς Ρίσε, αμετανόητος κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΓ και του DKP και μεταξύ των συλληφθέντων του 1956. Μετά από χρόνια αποτυχημένων αιτημάτων στη διοίκηση της Ομοσπονδιακής βουλής, εγκρίθηκε τελικά η έκδοση πιστοποιητικού στο οποίο αναγράφεται η ιδιότητά του ως πρώην βουλευτή. Η κλονισμένη του υγεία δεν του επέτρεψε ποτέ να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη επίσκεψη του στο γερμανικό κοινοβούλιο.