Ο Άρης Βελουχιώτης και οι γυναίκες
Για τη σεξουαλικότητα του Άρη Βελουχιώτη, την στρατιωτική πειθαρχία που απαιτούσε και επέβαλλε, την αυστηρότητα – σκληρότητά του έχουν γραφτεί μύρια όσα χυδαία και χολερικά. Μοναδικός σκοπός των συκοφαντών κοντυλοφόρων είναι να κοντύνουν ίσαμε το μπόι τους το κύρος του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και κατ’ επέκταση να σπιλώσουν την τρισένδοξη εποποιία της Εαμικής Αντίστασης
Για τη σεξουαλικότητα του Άρη Βελουχιώτη, την στρατιωτική πειθαρχία που απαιτούσε και επέβαλλε, την αυστηρότητα – σκληρότητά του έχουν γραφτεί μύρια όσα χυδαία και χολερικά. Μοναδικός σκοπός των συκοφαντών κοντυλοφόρων είναι να κοντύνουν ίσαμε το μπόι τους το κύρος του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και κατ’ επέκταση να σπιλώσουν την τρισένδοξη εποποιία της Εαμικής Αντίστασης (ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ), που με πρωτεργάτες και οργανωτές τους κομμουνιστές λευτέρωσε την Ελλάδα από τον χιτλερικό ζυγό.
Ο ποιητής, συγγραφέας και κριτικός Γιώργος Κοτζιούλας μετά την Κατοχή βγήκε στο βουνό απ’ τους πρώτους στην Ήπειρο. Βρέθηκε δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη για μεγάλο χρονικό διάστημα και γνώρισε ίσως όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του. Οι εντυπώσεις του από τον Άρη καθώς και πολλά ντοκουμέντα και μαρτυρίες για την Εθνική Αντίσταση 1940 – 45 καταγράφονται στο βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη – Αναμνήσεις και μαρτυρίες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δρόμων». Από το βιβλίο αυτό μεταφέρουμε εδώ το κεφάλαιο με τίτλο «Ο Άρης κι οι γυναίκες».
«Είχα χρέος ν’ απαντήσω, αφού μου δόθηκε η σπάνια τύχη να τον γνωρίσω» γράφει ο Γ. Κοτζιούλας στον πρόλογο του βιβλίου του, αναφερόμενος σ’ όσους αναρωτιούνται τι σόι άνθρωπος ήταν αυτός ο Άρης και πώς δικαιολογείται ο θρύλος που τον τύλιξε από τόσο νωρίς. «Το κάνω και για τους φίλους που θέλουν ν’ απαθανατιστεί μια τέτοια φυσιογνωμία, μα και για όσους δεν αποκρυστάλλωσαν αντίληψη γι’ αυτόν, με το να ξέρουν μόνο από διαδόσεις κι αφηγήσεις. (…) Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια».
Ο ΑΡΗΣ ΚΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Μια μέρα θυμάμαι πως ο Άρης μπήκε άξαφνα μ’ ένα δυο Μαυροσκούφηδες από πίσω του στο σπίτι του μπάρμπα Μιχαλάκη, σ’ ένα δωμάτιο όπου ήμασταν εκείνη την ώρα λιγοστοί, όσοι είχαμε κει υπηρεσία. Ξένος ήταν μονάχα ο Ε…, ένας απ’ τους πιο παλιούς και άξιους καπεταναίους, νέος ακόμα, ούτε τριάντα χρονών, και με όμορφο παρουσιαστικό.
Αυτός λοιπόν, έτυχε να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μιας νοσοκόμας(1) που, αδιάθετη νομίζω, κάτι κεντούσε. Σα μπήκε μέσα ο Άρης απροειδοποίητα (ήταν αυτό απ’ τις συνηθισμένες του «εφόδους»), ο άλλος σηκώθηκε αμέσως με κάποια ταραχή. Ο Άρης του έριξε ένα βλέμμα αυστηρό κι εκείνος θέλησε να δικαιολογηθεί:
― Ήρθα να μου φκιάσει η Θωμαή ένα σήμα…
Ο Άρης τον κοίταξε πάλι με ψυχρότητα, με δυσπιστία.
― Κι ήταν ανάγκη να καθίσεις εκεί στο κρεβάτι;
Ίσως να μη βρισκόταν διαθέσιμη καρέκλα, μα ο επισκέπτης έπρεπε να σταθεί τότε ορθός.
Ο καπετάνιος πήρε το δίκωχό του απ’ τα χέρια της νοσοκόμας, κι έφυγε λίγο σκυφτός, ντροπιασμένος.
Τότε ο Άρης γύρισε προς το μέρος του υπευθύνου:
― Δε σου είπα γιατρέ, να μην πατάει εδώ μέσα κανένας χωρίς λόγο; Τ’ είν’ αυτά! Φαρμακείο είν’ εδώ ή μοδιστράδικο;
Έριξε άλλη μια ματιά, σχεδόν άγρια, απειλητική, στη νοσοκόμα που, εύθυμη Κερκυραία, το ’χε πάρει στ’ αστεία και μας έκλεισε την πόρτα βγαίνοντας με τις βαριές του μπότες.
Αυτό δεν τον εμπόδισε, εννοείται, να προχωρήσει γελαστός στην άλλη κάμαρη, όπου τον υποδέχτηκε ο ανοιχτόκαρδος νοικοκύρης με τα ρακοπότηρα στο χέρι. Άλλο εκτέλεση καθήκοντος κι άλλο επίσκεψη φιλική. Τέτοιες στιγμές τον φοβόμασταν όλοι τον Άρη, ακόμα κι ο πιο στενός του κύκλος.
― Μου φαίνεται πως τα καλοπερνάτε εσείς εκεί απάνω, αστειεύονταν κάποτε στο γιατρό.
Και πρόσθετε αλλάζοντας ύφος:
― Προσέχετε όμως μη σας πιάσω…
Άλλοτε ήταν πιο κατηγορηματικός, μιλώντας για τις νοσοκόμες:
― Γιατρέ, δε μου αρέσουν αυτές που μάζεψες εκεί στο αναρρωτήριο. Ξέρεις τι πάστα είναι; Να ’χεις το νου σου!
Δεν είχε εμπιστοσύνη στις γυναίκες, σε τέτοιες περιστάσεις. Φοβόταν από μέρος τους κατασκοπεία ή τουλάχιστο περισπασμούς. Θα προτιμούσε να μην έχουν οι αντάρτες καμιά επαφή μαζί τους. Αν τυχόν ήξερε, θάλεγε κι αυτός το γνωστό: «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα».
Καμιά φορά που άλλοι θέλαν να πειράξουν το γιατρό σχετικά με τις υφιστάμενές του, εκείνος απαντούσε στερεότυπα:
― Άμπαπα. Δεν κολάζομαι από τέτοια. Δεν τόχω σκοπό να με χτυπάει με τις μπότες του ο Άρης… Δεν ξέρω αν είχε δει ποτέ του παρόμοια τιμωρία, αλλά έτσι τη φανταζόταν, χειρότερη από κάθε άλλη. Όποτε μέναμε μόνοι μας, μούλεγε:
― Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται μ’ αυτόν τον άνθρωπο, εννοώντας τον Άρη. Τι διάβολο, νάναι μισογύνης; Νομίζει κανείς πως δεν του κάνουν εντύπωση οι γυναίκες.(2)
Ο ίδιος μου διηγόταν για κάποια Θύελλα,(3) γυναίκα αστυνομικού, που είχε ρθει η ίδια στις γραμμές μας, και που σκοτώθηκε αργότερα στη μάχη της Αθήνας. Τότε ζούσε βέβαια ακόμα, αλλά υπηρετούσε αλλού, έξω απ’ την Ήπειρο.
― Έπρεπε να τη γνωρίσεις. Ήταν τετραπέρατη, διαβολεμένη γυναίκα. Μας βοήθησε πολύ, ανακάλυπτε κρυμμένα όπλα, ό,τι θέλεις. Ο Άρης όμως δεν τη βασιζόταν. Όλο παρακολούθηση, επαγρύπνηση συνιστούσε γι’ αυτήν. Την υπολόγιζε πολύ, μπορώ να σου πω τη φοβόταν. Κάποτε είχε μείνει στο αναρωτήριο, στη Χώσεψη, ένας Μαυροσκούφης. Ήταν αδιάθετος. Τότε είχαμε τη Θύελλα εκεί, να περιποιείται τους ασθενείς. Την Πρωτοχρονιά νομίζω, κάποια γιορτή τελοσπάντων, ο Μαυροσκούφης τούστειλε ένα σημείωμα με ευχές. Αποκάτω πρόσθεσε τ’ όνομά της κι η Θύελλα. Ο Άρης απάντησε απ’ την έδρα του: «Δέχομαι ευχές σου, αλλά χωρίς υστερόγραφο». Συνάμα ειδοποίησε τον υπεύθυνο να του δώσει γρήγορα εξιτήριο. Φοβόταν, ζήλευε, δεν ξέρω…
Κι ο γιατρός συμπέραινε το εξής:
― Αν βρέθηκε μια γυναίκα να συγκινήσει τον Άρη στα βουνά, αυτή ήταν δίχως άλλο η Θύελλα. Μονάχα μια τέτοια γυναίκα, ώριμη, έμπειρη, καπάτσα, ικανή να τυλίξει και το Σατανά, μπορούσε να τον ελκύσει, να τραβήξει την προσοχή του. Αλλά μη θέλοντας να εκτεθεί την απόφευγε, δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά της. Θάλεγε κανείς πως φοβόταν ο ίδιος μη λυγίσει. Ούτε και τους Μαυροσκούφηδες άφηνε να την πλησιάσουν. Γι’ αυτό της έδωσε φύσημα στο τέλος…
Ήξερε κάτι τέτοια, ας πούμε, μυστικά του Άρη, ο γιατρός, γιατί σαν υγειονομικός του Κλιμακίου τον έβλεπε συχνά. Έτσι έμαθα κι εγώ πως ο Άρης υπόφερνε κατά περιόδους από ένα έκζεμα στο πόδι, κάπου στη βάση του μηρού, αν θυμάμαι καλά. Ο γιατρός τού πήγαινε κάπου κάπου αλοιφές ή φάρμακα που χρειαζόταν για την πάθησή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξήγησα εκ των υστέρων και τη στάση που είχε πάρει ο Άρης σ’ εκείνον τον περίφημο λόγο του στο Μερόφυλλο, όπου είχε το πόδι του ανεβασμένο στο πεζούλι. Φαίνεται πως στις κακουχίες, στις απανωτές μετακινήσεις κουράζονταν και του παρουσιαζόταν ξανά η ενόχληση.
Κι όταν αργότερα έμαθα πως στο πολυήμερο κυνηγητό πριν απ’ το θάνατό του δυσκολεύονταν ο Άρης να περπατήσει, γιατί τον πονούσε το ποδάρι (είχε βγάλει λούγκα, λέγαν μερικοί), εγώ που ήξερα το μυστικό κατάλαβα σε τι οφείλονταν η διάδοση αυτή. Δεν ήταν παρά το παλιό έκζεμα, που θα τον είχε παραζορίσει βέβαια στην καταδίωξη και που δεν είναι απίθανο να επιτάχυνε την εκούσια θανάτωσή του.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο Άρης δεν άντεχε εξαιρετικά στις σκληραγωγίες. Αλλά ζωή τριών χρονών στα βουνά, χωρίς ανάπαυση, χωρίς ησυχία, ούτε του κορμιού ούτε της ψυχής, δε μπορεί παρά να παρουσιάσει κάποτε τ’ αποτελέσματά της, όταν κιόλας προστεθεί σ’ αυτά μια κατάπτωση του ηθικού.
Απομακρυνθήκαμε όμως από το κύριο θέμα μας, τις γυναίκες σχετικά με τον Άρη. Και ξαναγυρνάμε σ’ αυτό. Η αποφυγή των γυναικών δεν ήταν γνώρισμα μονάχα του αρχηγού μας. Κάθε αντάρτης, μπορούμε να πούμε, έκανε το ίδιο. Ήταν απαίτηση του αγώνα, ανάγκη της στιγμής. Και σ’ αυτόν τον αντάρτικο νόμο ελάχιστες παραβάσεις σημειώθηκαν, που οι πιο πολλές τους τιμωρηθήκαν θανάσιμα.
Άνθρωποι που ήταν μέρα νύχτα στο πόδι, έτοιμοι ν’ αλλάξουν διαμονή, που στερούνταν κάποτε και το ψωμί, λίγο πολύ ξυπόλυτοι και σχεδόν πάντα ψειριασμένοι, ζώντας τον περισσότερο καιρό στο λόγγο, δεν είχαν διάθεση για αισθηματικές περιπέτειες. Έπειτα κοντά σ’ αυτά τα εμπόδια ήταν κι ένα άλλο, το πιο σοβαρό: η αυτοπειθαρχία. Καθένας έβλεπε τον εαυτό του σαν αντιπρόσωπο όλου του αγώνα. Μ’ ένα παραστράτημά του δυσφημίζονταν το σύνολο των ανταρτών. Εξάλλου, όπου δεν αρκούσε η αυτοπειθαρχία, ερχόταν βοηθός η επαγρύπνηση. Μια έγκαιρη παρατήρηση απ’ το σύντροφό σου σε σταματούσε πριν πάρεις τον κατήφορο.
Στο σημείο αυτό δόθηκε εξαιρετική προσοχή από την ηγεσία, γιατί η αντίδραση παρουσίαζε ανέκαθεν τους επαναστάτες σαν περιφρονητές της οικογένειας, πολέμιους της ηθικής. Έπρεπε να δείξουμε στο λαό της υπαίθρου πως όλ’ αυτά ήτανε συκοφαντίες και πως οι αντάρτες στεκόνταν στο ύψος τους. Είχαν έρθει για να ενισχύσουν αυτούς τούς θεσμούς, όχι να τους καταργήσουν. Έτσι δεν πρέπει να φανεί σε κανέναν παράξενο αν ακούσει πως οι αντάρτες απάνω στα βουνά μας ζούσαν, θέλοντας και μη, ασκητικά. Το είχαν πάρει απόφαση, πως κοντά στις άλλες στερήσεις θα δοκίμαζαν κι αυτήν, για όσον καιρό βαστούσε ο αγώνας. Είχαν καταντήσει στο τέλος να βλέπουν τη γυναίκα σαν πειρασμό, ίδια με τους καλογέρους.
Σ’ όποιον φανεί μια τέτοια διαβεβαίωση υπερβολική, δεν έχουμε παρά να του θυμίσουμε την Αλβανία. Τον καιρό που οι φαντάροι μας πολεμούσαν μες στα χιόνια του αλβανικού μετώπου, μήπως είχαν το νου τους σε γυναίκες; Παρηγοριούνταν με την αλληλογραφία.
Το ίδιο λοιπόν έγινε και με τ’ αντάρτικο. Αν οι πολεμιστές της Αλβανίας άνθεξαν ένα ξάμηνο σε κρύα, πείνες, εγκράτεια, το ίδιο έκαμαν κι οι αντάρτες μας, αλλά για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Εδώ μάλιστα το ζήτημα γίνεται σπουδαιότερο, γιατί ο στρατός ο δικός μας ήταν εθελοντικός, δίχως ταχτικό εφοδιασμό. Κι αν μιλούμε για τους ήρωες της Αλβανίας με σεβασμό μια φορά, πρέπει να…
[Εδώ τελειώνει το χειρόγραφο του Κοτζιούλα. Στην κόλλα αριθ. 39. Η σειρά έχει μείνει ασυμπλήρωτη και μένει μια ακόμα λευκή.]
(1) Θωμαή νοσοκόμα: Η Θωμαή Γκινάκη από την Κέρκυρα.
(2) Το ζήτημα της σεξουαλικότητας του Άρη παρέμενε αμφιλεγόμενο.
(3) Θύελλα: Ψευδώνυμο της Μελπομένης Παπαηλιού.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback