Ο “ατυχής” πόλεμος του 1897: Όταν ο ελληνικός εθνικισμός έσυρε τη χώρα στο καναβάτσο
Η ήττα του 1897, παρότι αποτέλεσε σαφέστατα προσωρινό τροχοπέδη στον αστικό μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους, μεσοπρόθεσμα λειτούργησε αφυπνιστικά για την αστική τάξη ετοιμάζοντας το έδαφος για το κίνημα στο Γουδί το 1909. Η τάση προς τυχοδιωκτικές περιπέτειες όμως, κάθε άλλο παρά είχε αποβληθεί, όπως αποδείχθηκε με τον τραγικότερο τρόπο κατά την εμπλοκή της χώρας στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Σαν σήμερα το 1897 (5 Απρίλη σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) κηρύσσεται επίσημα ο πόλεμος μεταξύ Ελληνικού Βασιλείου και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μια σύρραξη που πέρασε στην καθ’ημάς ιστοριογραφία ως “ατυχής” ή “μαύρος πόλεμος”, ή όπως τον χαρακτήριζε λίγο πριν ξεσπάσει, ο υπό παραίτηση για το λόγο αυτό υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Σμόλενιτς, «κωμωδία τραγική με αιματηρούς χαρακτήρας γεγραμμένη».
Επρόκειτο για τον πρώτο πόλεμο στον οποίο εμπλεκόταν το μικρό ελληνικό κράτος από συστάσεώς του, με μεγάλες ευθύνες του παλατιού και προσωπικά του βασιλέα Γεωργίου Β’, καθώς και της κυβέρνησης Θεόδωρου Δηλιγιάννη, που επηρεάζονταν έντονα από την εθνικιστική “Εθνική Εταιρεία”. Η “Εθνική Εταιρεία” είχε δημιουργηθεί το 1894 από 14 αξιωματικούς, αποκτώντας σύντομα τεράστια επιρροή στο στρατό, τον επιχειρηματικό, πολιτικό και πνευματικό κόσμο της χώρας. Εξέφραζε το τμήμα της άρχουσας τάξης που προσέβλεπε στην πραγμάτωση της “Μεγάλης Ιδέας”, την εδαφική επέκταση δηλαδή του ελληνικού κράτους στη βάση θολών ιστορικών ορίων, ως προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης. Η φαινομενική αποτυχία της προηγούμενης πολιτικής του Χαριλάου Τρικούπη, λόγω πτώχευσης του 1893, πολιτικής εναρμονιζόμενης με το περισσότερο “πραγματιστικό” τμήμα του κεφαλαίου, που έθετε τον αστικό εκσυγχρονισμό ως απαραίτητο όρο πριν την ανάληψη πολεμικών περιπετειών, ενίσχυε τις φωνές που πίεζαν για πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εξάλλου τα δυο αστικά στρατόπεδα κάθε άλλο παρά αυστηρά περιχαρακωμένα ή σταθερά ήταν.
Η νέα όξυνση του Κρητικού ζητήματος ήταν η θρυαλλίδα της σύγκρουσης. Η κυβέρνηση απαντώντας στις αιτιάσεις της Εθνικής Εταιρείας για εγκατάλειψη των εξεγερμένων Κρητικών στις οθωμανικές αγριότητες, απέστειλε στο νησί εκστρατευτικό σώμα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο. Περίπου 2600 άτακτοι, υπό την επιρροή της Εθνικής Εταιρείας, διέσχισαν τα ελληνοοθωμανικά σύνορα λίγες βδομάδες αργότερα, ενώ πυροβολισμοί που αντήλλαξαν στις 17 Απρίλη 1897 με Τούρκους στρατιώτες στο οθωμανικό φυλάκιο “Μπαϊρακτάρης” στη συνοριακή γραμμή της Ελασσόνας, σήμαναν την έναρξη των επιχειρήσεων του πολέμου που κηρύχθηκε επίσημα κι από τις δύο πλευρές μια ημέρα μετά.
Έληξε μετά από 30 μέρες με συντριπτική ήττα του εντελώς απαράσκευου και από κάθε άποψη υποδεέστερου ελληνικού στρατού από τον οθωμανικό υπό τον Εντέμ-πασά, ο οποίος είχε διέλθει από φάση αναδιοργάνωσης με γερμανική βοήθεια, ενώ διέθετε στις τάξεις του τον ικανό Πρώσο στρατηγό von de Goltz. Ιδιαίτερα αρνητικά αποτιμώνται οι επιλογές του διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχηγού του στρατού Θεσσαλίας, βασικού θεάτρου των επιχειρήσεων, όπου μόνο η προσφορά του συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνου Σμολένσκη ξεχώρισε από την γενική εικόνα αποσύνθεσης. Ελαφρώς καλύτερη εικόνα παρουσίασε το -σαφώς δευτερεύον- μέτωπο της Ηπείρου, όπου την αρχηγία είχε ο συνταγματάρχης του πυροβολικού Μάνος, ωστόσο οι όποιες επιτυχίες δεν ήταν αρκετές να μειώσουν την έκταση της συντριβής.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας τήρησαν στάση ισορροπιών, μη θέλοντας σε εκείνη τη φάση να υπονομεύσουν αποφασιστικά την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λειτουργώντας ωστόσο και πυροσβεστικά ώστε η πλήρης ήττα της Ελλάδας να μη συνοδευτεί παρά από αμελητέες εδαφικές απώλειες στη Θεσσαλία, ενώ την επόμενη χρονιά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Χάρη στη δική τους μεσολάβηση εξάλλου επήλθε η συνθηκολόγηση το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς (ως τότε συνεχίζονταν σποραδικές εχθροπραξίες), η οποία είχε βαρύτατο οικονομικό κόστος, καθώς η χώρα υποχρεώθηκε στην καταβολή τεράστιας για την εποχή πολεμικής αποζημίωσης στους νικητές, ύψους 4.000.000 χρυσών λιρών.
Η αποπληρωμή της αποζημίωσης ήταν ένας σημαντικός παράγοντας κατά την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ένα χρόνο αργότερα, από την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη. Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στην Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς, ενώ επισήμως η επιτροπή έπαυσε τις δραστηριότητές της μόλις το 1978.
Έχει διατυπωθεί κατά καιρούς η άποψη ότι ο πόλεμος επιβλήθηκε από τα ανάκτορα και άλλους κύκλους ιθυνόντων με συγγνωστή την επικείμενη ήττα, ώστε τελικά να επιβληθεί ο ΔΟΕ. Άσχετα από τα οφέλη που πράγματι αντλήθηκαν όχι μόνο από τους διεθνείς δανειστές, αλλά και από τμήματα της εγχώριας άρχουσας τάξης από την επιβολή του, το προηγούμενο σχήμα δε στηρίζεται σε υπαρκτά ιστορικά στοιχεία, εντασσόμενο περισσότερο σε μια συνωμοσιολογική θεώρηση της ιστορίας.
Η ήττα του 1897, παρότι αποτέλεσε σαφέστατα προσωρινό τροχοπέδη στον αστικό μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους, μεσοπρόθεσμα λειτούργησε αφυπνιστικά για την αστική τάξη και του -υπό διαμόρφωση εκείνα τα χρόνια-νέου πολιτικού της προσωπικού, ετοιμάζοντας το έδαφος για το κίνημα στο Γουδί το 1909, αλλά και για την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού. Τα οδυνηρά παθήματα του ’97 έγιναν μαθήματα, οδηγώντας στις νίκες και τη συνακόλουθη κρατική επέκταση του βασιλείου την περίοδο 1912-1913 κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Από την άλλη η τάση προς τυχοδιωκτικές περιπέτειες, συνδυασμένη πλέον με τη συνειδητή επιλογή ένταξης στους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς της εποχής (η ενδοαστική σύγκρουση για την επιλογή ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο βρισκόταν εξάλλου στον πυρήνα του Εθνικού Διχασμού), κάθε άλλο παρά είχε αποβληθεί, όπως αποδείχθηκε με τον τραγικότερο τρόπο κατά την εμπλοκή της χώρας στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Αντί κατακλείδας αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στη στάση της ευρωπαϊκής αριστεράς έναντι της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, όπως ειδικότερα αυτή εκφράστηκε με την αντιπαράθεση στους κόλπους της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, της ισχυρότερης στην Ευρώπη. Τη “φιλελληνική” τάση εξέφραζε ο πατέρας του αναθεωρητισμού Έντουαρντ Μπερνστάιν, θεωρώντας ότι η σύγκρουση του μικρού ελληνικού κράτους με την κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία θα λειτουργούσε ως πηγή έμπνευσης για την εργατική τάξη της Δύσης, ώστε να μη φοβάται του υπέρτερους αντιπάλους της. Αντίθετα, ο τότε ακόμα μαρξιστής Καρλ Κάουτσκι, καθώς και η Ελεωνόρα Μαρξ, στηλίτευαν τη συναισθηματική αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τους ομοϊδεάτες τους, κατηγορώντας τους ότι “έχουν ξετρελαθεί με την Κρήτη” κι ότι επηρεάζονταν από τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, χωρίς να αντιμετωπίζουν την πολιτική ουσία του ζητήματος. Έχοντας κληρονομήσει από τους Μαρξ και Ένγκελς την καχυποψία έναντι των βαλκανικών εθνικών κινημάτων στο βαθμό που θεωρούνταν όργανα δυνάμει επέκτασης της τσαρικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο, θεωρούσαν πως η στήριξη στον αγώνα του ελληνικού κράτους δεν έδινε κάποια ώθηση στον ταξικό αγώνα στην Ευρώπη, καλώντας η χάραξη επαναστατικής στρατηγικής να μην καθορίζεται “από ρομαντικές, φολκλορικές και φιλάνθρωπες διαθέσεις”.