«Ο Διαμαντής πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο μαχητής του ΔΣΕ Αποστόλης Κουφάκης έζησε τρία χρόνια κοντά στον δοξασμένο στρατηγό Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου), διοικητή της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ, και θυμάται…

Ο Αποστόλης Κουφάκης γεννήθηκε στα Μάρμαρα Φθιώτιδας, το 1928. Οι γονείς του Χαράλαμπος και Παναγιώτα είχαν πέντε παιδιά. Τον πατέρα του τον σκότωσαν μέλη της συμμορίας του Σούρλα στα Μάρμαρα. Ο Αποστόλης εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια του ΔΣΕ, και πολέμησε στην περιοχή της Ρούμελης για τη λευτεριά και τη λαοκρατία. Μετά την ήττα του ΔΣΕ πέρασε στην Αλβανία με άλλους συναγωνιστές και στη συνέχεια έφτασε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Κιζάκη με την οποία απέκτησε δύο κόρες.

Ο Αποστόλης Κουφάκης ως μαχητής του ΔΣΕ πολέμησε κοντά στον Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου), στρατηγό του ΔΣΕ, διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Ο Διαμαντής σκοτώθηκε σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας στις 21 του Ιούνη 1949.

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο του Αποστόλη Κουφάκη «Θυσίες για μια καλύτερη ζωή, το σοσιαλισμό – Μαρτυρία ενός μαχητή του ΔΣΕ» (εκδ. Α/συνεχεια):

Με έστειλε στον Διαμαντή

Μετά από λίγες μέρες ήρθανε ξανά στο χωριό μας αντάρτες. Ο Διαμαντής, ο Μπελής και μαζί τους ήταν και ο Κώστας. Τον παρακάλεσα να έρθει στο σπίτι μας για φαγητό. «Δεν μπορώ να φύγω από την ομάδα μου», μου είπε. Εγώ επέμενα, τον παρακάλεσα να μιλήσει με τον υπεύθυνό του. Τελικά μίλησε και του δώσανε δύο ώρες προθεσμία. Χάρηκα πάρα πολύ, τον χαιρέτησα και έτρεξα στο σπίτι να πω στη μάνα μου ότι θα έρθει ο Κώστας. «Ε, τότε θα φτιάσω τραχανόπιτα», είπε η μάνα μου. Εγώ όλο χαρά περίμενα να βραδιάσει. «Απόψε πρέπει να πάρω την απόφαση», σκέφτηκα. Άρχισα να κάνω τις δουλειές για να είμαι ελεύθερος όταν έρθει ο Κώστας.

Αργά το απόγευμα ήρθε ο Κώστας, μαζεύτηκε η οικογένεια, φάγαμε. Ο πατέρας μου άρχισε τη συζήτηση για το αντάρτικο. Τον Κώστα τον γνώριζε από μικρό παιδί. Όταν ερχόταν στα Μάρμαρα, στο σπίτι μας κοιμόταν. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από εμένα, πολύ αισιόδοξος, σίγουρος για τη νίκη. Ο πατέρας μου την ίδια γνώμη είχε, όμως έβαζε και ερωτήματα. Και οι Κολοκοτρωναίοι νικήσανε, αλλά πήγανε φυλακή και ήρθαν οι Εγγλέζοι. Ο Άρης νίκησε, αλλά οι Εγγλέζοι ήρθανε, οι φυλακές και τα ξερονήσια είναι γεμάτα, ο Άρης… Ο Κώστας συνέχισε, «τώρα έχουμε τον Μάρκο αρχηγό, όλος ο λαός είναι μαζί μας, θα νικήσουμε».

Τότες, λίγο μουδιασμένα είπα στον πατέρα μου «κι εγώ πρέπει να πάω μαζί τους. Ξέρω ότι έχουμε πολλές δουλειές, αλλά ορκίστηκα όταν σε χτυπήσανε οι Σούρληδες. Πρέπει να πάω μαζί τους». Ο πατέρας μου με κοίταξε, δεν είπε τίποτε, όμως το βλέμμα του ήταν αρνητικό. Ο Κώστας χάρηκε πολύ. «Να έρθει… Όσο περισσότεροι είμαστε τόσο γρηγορότερα θα τελειώσουμε.» Κοίταξε το ρολόι του και σηκώθηκε, μας χαιρέτησε κι έφυγε.

Η μάνα μου από τη στενοχώρια της λέξη δεν μπορούσε να πει, τίποτες. Ο πατέρας μου: «Βρε παιδάκι μου, τι ξέρεις εσύ από πόλεμο;» «Θα με μάθουνε», του απάντησα. «Αποστόλη μ’, κάτσε να περάσει ο χειμώνας.» Εγώ επέμενα.

«Εφόσον το πήρες απόφαση, πήγαινε», μου είπε το πρωί ο πατέρας μου και συνέχισε πολλή ώρα να μου εξηγεί για τις δυσκολίες, ότι το όπλο δεν είναι παιχνίδι, να προσέχω. Του υποσχέθηκα ότι θα ανταποκριθώ σε όλα. «Τώρα πήγαινε στο τάδε σπίτι, εκεί είναι ο Διαμαντής», μου είπε. Έφυγα. Τον Διαμαντή δεν τον γνώριζα, δεν μου άρεσε που με έστελνε εκεί. Νόμιζα ότι ο Διαμαντής θα μου πει να περιμένω ακόμα. Όταν έφτασα, τον χαιρέτησα. Με ρώτησε «είσαι ο Αποστόλης;». Κάπως φοβισμένος του είπα «ναι». Με ρώτησε αν είμαι στην ΕΠΟΝ και μου είπε «το αντάρτικο είναι δύσκολο». Έτσι κατάλαβα ότι σαν να μην γέμισε το μάτι του και άρχισα να επιμένω. Τότες μου είπε «εντάξει, πήγαινε, ετοιμάσου και θα σε φωνάξουμε». Στο σπίτι βρήκα τη μάνα μου πολύ στενοχωρημένη, μόνο που δεν έκλαιγε. «Αχ, παιδάκι μ’, πού πας και πού μας αφήνεις; Μια αβάντα είχαμε σε σένα και τώρα φεύγεις.» Με πήρε κοντά της, «αχ, παιδάκι μ’, δεν θα σε ξαναδώ». Προσπάθησα να την κατασυχάσω, ευτυχώς ήρθε ο πατέρας μου. «Σε ζητάνε, πάρε τα πράγματα και να προσέχεις», μου είπε. Τους χαιρέτησα κι έφυγα.

Τον Νοέμβρη του 1946, στο σχολείο του χωριού μου ήτανε συγκεντρωμένοι οι αντάρτες. Πήγα εκεί και το απόγευμα ξεκινήσαμε. Ο δρόμος περνούσε από το σπίτι μας. Όταν φτάσαμε στο σπίτι μας είδα τον πατέρα μου στο δρόμο. Με ακολούθησε μέχρι το Κεφαλούβρυσο. Μου είπε πάρα πολλά από πείρα που είχε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Αν τραυματιστείς, να ζητήσεις να σου δέσουν την πληγή γρήγορα, να μην χάσεις πολύ αίμα.» Εκεί με φίλησε. «Άιντε, καλές επιτυχίες και να τελειώσετε γρήγορα.»

«Ο Διαμαντής πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο Αποστόλης Κουφάκης στο υπουργείο Εσωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας Ουγγαρίας, το 1962 (η φωτογραφία από το βιβλίο του)

Η φάλαγγα πήρε τη στράτα της Παραθύρας. Ανεβήκαμε την ανηφόρα, φτάσαμε στο Κεφαλάρι, εκεί σταμάτησα. Γύρισα προς τα πίσω και ξεχάστηκα κοιτώντας το χωριό. Άκουσα μια φωνή: «Ε, Αποστόλη, θα έρθεις ή θα γυρίσεις πίσω;» Έτρεξα, τους έφτασα, ανεβήκαμε στην Αγία Παρασκευή, κάναμε στάση. Απέναντι μου έβλεπα το χωράφι Σφοντύλου, ήταν οργωμένο να το σπείρουμε καλαμπόκι την άνοιξη. Η φάλαγγα ξεκίνησε, φτάσαμε στην Ανατολή, άρχισε να σκοτεινιάζει.

Το βράδυ ήμαν σε ένα σπίτι με μια ομάδα στην οποία ήταν και ο Διαμαντής. Ήρθε κοντά μου ένας με μέτριο ανάστημα και μου είπε «εγώ είμαι ο ομαδάρχης, ο Μπαρμπαλιάς. Τη νύχτα μαζί θα πάμε σκοπιά. Τώρα κοιμήσου και θα σε ξυπνήσω». Ξάπλωσα, αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Τα μεσάνυχτα πήγαμε σκοπιά, καθόμασταν όρθιοι δίπλα σε ένα τουφωτό δέντρο ακίνητοι, ήσυχα, μια ώρα. Όταν ήρθε άλλος για αλλαγή ο Μπαρπαλιάς τού φώναξε «αλτ, ποιος είσαι, πες το σύνθημα». Κι έγινε η αλλαγή. Ξαπλώσαμε, εγώ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, όλα, παπούτσια, ρούχα, μου φταίγανε.

Το πρωί σηκωθήκαμε, αρχίσανε να τρώνε, εγώ δεν είχα όρεξη για φαγητό. Ο Διαμαντής με ρώτησε «δεν έχεις τι να φας;». «Έχω, αλλά δεν πεινάω.» Μετά με ρώτησε πώς κοιμήθηκα, πώς αισθάνομαι. Του είπα «δεν κοιμήθηκα, αλλά καλά αισθάνομαι». «Τώρα πρέπει να μάθεις ορισμένα πράγματα που είναι απαραίτητα. Πρώτα-πρώτα, γιατί πολεμάμε, το ξέρεις;» «Ξέρω» του είπα, «για να φύγουν οι Άγγλοι και να φκιάσουμε Λαϊκή Δημοκρατία». «Στην ΕΠΟΝ ποιον είχατε υπεύθυνο;» «Τον Μήτσο Παγώνη.» Μετά άρχισε ο ομαδάρχης μου: «Πρώτα θα μάθεις τα καθήκοντα της σκοπιάς, σε συνέχεια το χειρισμό του όπλου και μετά θα κάνουμε ασκήσεις για να μάθεις πώς πρέπει να πολεμάς.» Κάθε μέρα μάθαινα τα διάφορα όπλα -Μάνλιχερ, αραβίδα ελληνικιά και ιταλικιά, Μάουζερ εγγλέζικο, οπλοπολυβόλο, χειροβομβίδα κ.λπ.-, μια μέρα πώς να σκοπεύω, να υπολογίζω την απόσταση, πώς να προφυλάγομαι, πώς να φτιάχνω ταμπούρι.

Ο καιρός κρύωσε, έριξε χιόνι, συνέχεια κουβαλάγαμε ξύλα για τη φωτιά. Ο συναγωνιστής Τσουκνίδας αρρώστησε, είχε πυρετό, φάρμακα δεν υπήρχαν, μόνο ζεστό τσάι του βουνού. Μια εβδομάδα βάσταξε ο πυρετός. Πέρασαν λίγες μέρες και ξεκινήσαμε, πήγαμε στη Δάφνη. Εκεί κοιμηθήκαμε το βράδυ σε ένα σπίτι που ήταν άδειο. Ανάψαμε φωτιά, ζεσταθήκαμε, εμένα μούσκεψαν οι κάλτσες μου, τις έβαλα να στεγνώσουν.

Την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίσαμε πίσω στην Ανατολή. Γιατί κάναμε αυτό το ταξίδι; Αργότερα έμαθα ότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο πέρα.

Η πρώτη μάχη

Μετά από 2-3 μέρες ξεκινήσαμε, περάσαμε έξω από τα Μάρμαρα, φτάσαμε απέναντι στη Γουλινά και πριν φέξει φτάσαμε έξω από τη Σπερχειάδα, ακριβώς πριν περάσουμε το ρεματάκι. Γνώρισα το μέρος, σταματήσαμε ανάμεσα σε πουρνάρια και μου είπε ο ομαδάρχης ότι θα χτυπήσουμε το φυλάκιο. Σε λίγο μας αντιλήφθηκαν και άρχισε η μάχη.

Εγώ ήμουν άοπλος δίπλα στον ομαδάρχη. Αποκοιμήθηκα. Ο ομαδάρχης με είδε έτσι ακίνητο και νόμισε ότι σκοτώθηκα. Με κούνησε και τότες ξύπνησα. «Είσαι καλά;», με ρώτησε. «Καλά», του απάντησα.

Δεν πέρασε μια ώρα και φύγαμε προς την ίδια κατεύθυνση απ’ όπου είχαμε έρθει. Σε λίγο έφεξε και άρχισαν να μας χτυπάνε με όλμους. Ανεβήκαμε στη Γουλινά προς το νότιο μέρος. Ανάψαμε φωτιές, ξεκουραστήκαμε. Το απόγευμα αργά φτάσαμε στο Νικολίτσι και στη συνέχεια περάσαμε τα χωριά Κυριακοχώρι, Αργύρια, Κολοκυθιά, Ανατολή.

Εκεί κάναμε Χριστούγεννα, περάσαμε πολύ καλά, ωραία φαγητά και από λίγο κρασί. Αργότερα ήρθε η μάνα μου, μάθανε ότι ήμασταν στην Ανατολή. Μου έφερε μια αλλαξιά ρούχα, κρέας ψημένο. Χαρήκαμε και οι δυο μας.

«Ο πατέρας σου μετάνιωσε που σε άφησε να πας αντάρτης, είσαι μικρός», έλεγε. Με ρώτησε αν θέλω να πάω πίσω. «Δεν είναι αργά, έλα στο σπίτι.» Με κλάματα χωρίσαμε, μου έδωσε την ευχή της και σχεδόν κλαίγοντας έφυγε.

Ο Διαμαντής με τον ομαδάρχη μου μας βλέπανε από 20-30 μέτρα πιο πέρα. Βλέπανε τη μάνα μου που σκούπιζε συνέχεια τα μάτια της. Μετά με ρώτησαν «γιατί έκλαιγε η μάνα σου;». Ήμουν σε δύσκολη ώρα, τι να τους έλεγα.

Ο Διαμαντής μου είπε «έπρεπε να τη φέρεις εδώ να μιλάγαμε κι εμείς μαζί της». Εγώ ντράπηκα που δεν το σκέφτηκα, ζήτησα συγνώμη. «Δεν πειράζει, θα ξαναπάμε στα Μάρμαρα», μου είπε.

Ο καιρός μάς έκλεισε, πάρα πολύ χιόνι. Μια μέρα το γιόμα ξεκινήσαμε για τη Δάφνη. Ο δρόμος ήταν πολύ δύσκολος, το παλιό χιόνι πάγωσε και το καινούριο ήταν κάπου 20 εκατοστά. Σε πολλά μέρη έσπαγε η κόρα του παλιού και το πόδι χωνόταν μέχρι τα σκέλια.

Το βράδυ φτάσαμε στη Δάφνη, στο ίδιο κτίριο, ανάψαμε φωτιά, πάλι στέγνωσα τις κάλτσες μου, στέγνωσα και τα παπούτσια μου. Την άλλη μέρα φόρεσα δυο ζευγάρια κάλτσες. Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε.

Ανεβήκαμε ψηλά στην Οίτη. Η πορεία χειρότερη δεν μπορούσε να είναι. Πολύ χιόνι, βουλιάζαμε μέχρι τα γόνατα, δυνατός κρύος αέρας μας έσπρωχνε προς τα πίσω. Εγώ ήμαν σχεδόν ξυπόλητος. Συνεχίσαμε την πορεία, αλλά τώρα είχαμε κατηφόρα. Δεν ήξερα πού βρισκόμασταν, σχεδόν χαράματα φτάσαμε σε ένα εκκλησάκι. Ανάψαμε φωτιά, έβγαλα τις κάλτσες μου, τα δάχτυλά μου δεν τα αισθάνομαν. Εδώ καθίσαμε μέχρι το βράδυ κι έμαθα ότι βρισκόμασταν στο χωριό Παύλιανη.

Το βράδυ κατεβήκαμε στο χωριό, βρήκαμε έτοιμο φαγητό, κρέας με μακαρόνια, φάγαμε πολύ καλά. Ήρθανε πάρα πολλοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Οι καλλίφωνοι τραγουδούσανε επαναστατικά τραγούδια, πάρα πολλοί πολίτες τραγουδούσανε μαζί μας. Αργά το βράδυ η ομάδα μας πήγε σε ένα σπίτι που ήταν στην άκρη του χωριού και με τη σειρά φυλάγαμε σκοπιά. Ο Διαμαντής δεν ήταν μαζί μας εκείνη τη βραδιά. Τα δάχτυλά μου με πονάγανε, δεν μπορούσα να αντέξω τα παπούτσια στα πόδια μου, οι συναγωνιστές μου δεν ξέρανε τίποτες.

Την επόμενη μέρα πήγαμε πάλι στο εκκλησάκι. Το απόγευμα ήρθε ένας πολίτης και τον οδήγησαν στον Διαμαντή που σε λίγο με φώναξε να πάω εκεί. Πήγα, χαιρέτησα.

«Φόρα αυτά τα παπούτσια αν σου έρχονται», μου είπε. Τα φόρεσα και χαιρόμουν. Χαμογέλασε, όμως αμέσως τα έβγαλα. Με πονούσαν πολύ τα δάχτυλα. «Γιατί τα έβγαλες, δικά σου είναι», με ρώτησε.

«Συναγωνιστή αρχηγέ, είναι πρησμένα τα δάχτυλά μου.» Αμέσως ο πολίτης κοίταξε τα πόδια μου, κάτι είπε στον Διαμαντή και έφυγε.

«Πότε γίνανε έτσι τα πόδια σου;» με ρώτησε ο Διαμαντής.

«Στο βουνό, τη νύχτα με το χιόνι. Τα παλιά παπούτσια μου είχανε ανοίξει τόσο πολύ που μόνο με χοντρά πανιά μπορούσα να τα φορέσω. Έτσι δεν σταμάτησα να πηγαίνω σκοπιά», του απάντησα.

«Ο Διαμαντής πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Αποστόλης Κουφάκης: «Ο σύντροφος Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας), διοικητής του Αρχηγείου Ρούμελης 2ης Μεραρχίας, ο σταυραετός της Ρούμελης, σκοτώθηκε στις 21/6/1949 βορειοανατολικά του Αη Γιάννη των Μαρμάρων Φθιώτιδας, απέναντι από την τοποθεσία Παπα τ’ Αλώνια, σε απόσταση 1.500 μέτρων από την εκκλησία.
Τιμή και δόξα στον ατρόμητο αθάνατο στρατηλάτη. Ο αετός της Ρούμελης, λιοντάρι, τον έτρεμαν οι εχθροί και εθνοπροδότες. Από τους πρώτους, 1942-1949, παραδειγματικά μας δίδασκε στον αγώνα για Δημοκρατία, Σοσιαλισμό. Πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Λαϊκός ηγέτης, αφοσιωμένος στον αγώνα και στον άνθρωπο, αγνός, ντόμπρος, απλός, σεμνός, συνεπής, ήρεμος, γελαστός, σωστός κομμουνιστής.
Έζησα τρία χρόνια μαζί του και του χρωστάω, δίχως καμιά υπερβολή, μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε. Αιώνια η μνήμη του.»

Το βράδυ κατεβήκαμε πάλι στο χωριό, φάγαμε πολύ καλά και κοιμηθήκαμε σε ζεστά δωμάτια. Ο πολίτης ήρθε ξανά την επόμενη μέρα.

Εγώ ήμουν σκοπός, ήρθε ο ομαδάρχης μου και με ρώτησε «δεν είδες έναν πολίτη που ήρθε στον αρχηγό;». «Από εδώ δεν πέρασε κανένας», του είπα. Έφυγε και το ανέφερε στο διμοιρίτη. Όπως έμαθα, ο πολίτης εξήγησε στο διμοιρίτη από πού ήρθε και μετά αλλάξαμε μέρος σκοπιάς.

Αυτό ήταν το πρώτο πραχτικό μάθημά μου. Δυο-τρεις μέρες μετά ήρθε μαζί μας μια ομάδα νεοσύλλεκτη. Ο πολίτης μού έφερε δυο αλοιφές για να αλείβω τα πόδια μου. Ένα απόγευμα πριν ξεκινήσουμε, με ρώτησε ο ομαδάρχης μου ο Μπαρμπαλιάς πώς είναι τα πόδια μου. Του είπα «καλύτερα είναι, αλλά ακόμα με πονάνε. Τα παπούτσια που πήρα δώρο, δεν μπορώ να τα φορέσω». Θέλανε να με αφήσουνε στο χωριό, αντέδρασα, μόνο που δεν έκλαιγα. Έφυγε ο Μπαρμπαλιάς και μετά από δυο ώρες ήρθε με τον ίδιο πολίτη και μου δώσανε ένα αδιάβροχο, το κόψαμε κομμάτια. Τύλιξα τα παλιά παπούτσια μου και ξεκινήσαμε. Πριν μπούμε στο χωριό Κουκουβίστα μια ομάδα πήγε για ανίχνευση, δεν υπήρχε στρατός, συνδεθήκαμε με την οργάνωση και κοιμηθήκαμε στο χωριό.

Την άλλη μέρα μου δώσανε ένα ιταλικό μακρύκαννο και 12 σφαίρες. Το καθάρισα και περίμενα πότε θα το χρησιμοποιήσω. Το μεσημέρι φάγαμε φαγητό από καζάνι, φασολάδα, μου φάνηκε πολύ νόστιμη. Ο καιρός κάπως μαλάκωσε, μας μοιράσανε ψωμί, τυρί, ελιές. Την επόμενη μέρα με πήρε ο ομαδάρχης και πήγαμε στον Διαμαντή. Εκεί ο καπετάνιος με ρώτησε πώς πάω με τα πόδια μου. Του είπα ότι είμαι καλύτερα. «Υποσχέθηκα στον πατέρα σου ότι θα σε προσέχω όσο να συνηθίσεις. Θα κάνεις αυτό που θα σου πει ο ομαδάρχης σου, εντάξει;» «Εντάξει» απαντώ. Γρήγορα φαντάστηκα ότι κάπου θέλουν να με αφήσουνε. Τι να έκανα, το βούλωσα.

Το βράδυ με πήρε ένας πολίτης και με πήγε σε ένα σπιτάκι που καθόταν ένα αντρόγυνο, γεροντάκια μού φάνηκαν. Μου δώσανε φαγητό και μετά με κατέβασαν σε ένα σκοτεινό μέρος. Ανάψανε ένα κερί, τι να δω, θα ήτανε 1,2×2,5 μέτρα, χωρίς παράθυρο. Για να πάω εκεί έπρεπε να περάσω από ένα κατώι, παραμέριζα μια ντουλάπα. Έμπαινα μέσα. Εκεί έμεινα μερικές μέρες, ώσπου ξαναήρθε ο πολίτης και με πήρε. Τα πόδια μου δεν με πονούσαν, αλλά στο δεξί ένα και στο αριστερό δύο νύχια μαυρίσανε. Οι αλοιφές τελειώσανε. Φτάσαμε στο τμήμα μας, χαρές, γέλια, και με ρώτησαν πώς τα πέρασα. Την άλλη μέρα αντάμωσα με τον Διαμαντή. «Γέρεψες, καλά είσαι;», με ρώτησε. Του είπα ότι πολύ καλά τα πέρασα και ευχαριστώ, τα πόδια μου δεν με πονάνε.

Το βράδυ φύγαμε, δεν ήξερα πού πάμε, ο δρόμος παρδαλός, χιόνι, λάσπη. Το πρωί φτάσαμε στη Δάφνη. Καθίσαμε δυο-τρεις μέρες. Από τον ομαδάρχη μου έμαθα ότι πήγανε στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπράλλου. Πιάσανε αιχμαλώτους. Τους αφοπλίσανε, πήρανε λάφυρα όπλα, ρούχα, τους αιχμαλώτους τους αφήσανε ελεύθερους.

Ξεκινήσαμε για την Ανατολή, εδώ βάλαμε καζάνι, πλύναμε τα ρούχα μας, ξεκουραστήκαμε, καθαρίσαμε τα όπλα μας και ξεκινήσαμε για Δάφνη. Περάσαμε το Νεοχώρι Οίτης. Το βράδυ φτάσαμε στη Στάγια. Την άλλη μέρα το βράδυ ξεκινήσαμε για την Υπάτη.

Η διμοιρία μας ανέβηκε πάνω στο βράχο και φτάσαμε πάνω από το φυλάκιο, στα ριζά του βράχου. Περιμέναμε λίγο να αρχίσει η μάχη, με την πρώτη τουφεκιά αρχίσαμε να χτυπάμε το φυλάκιο. Αμέσως ακούστηκαν φωνές: «Αδέρφια, μη μας χτυπάτε, παραδινόμαστε!». Και δεν τουφεκίσανε, παραδοθήκανε. Πήγαμε στο φυλάκιο, πήραμε τα όπλα, τους συγκεντρώσαμε σε μια γωνιά. Ο ομαδάρχης τούς είπε ότι δεν θα τους πειράξουμε, να καθίσουν ήσυχα, χωρίς φόβο. Εγώ προχώρησα 15-20 μέτρα και είδα έναν να κάθεται σε μια γωνιά μαζεμένος. «Ψηλά τα χέρια και προχώρα!», του είπα. Δεν αντιστάθηκε, τον πήγα εκεί που ήταν οι άλλοι. Μόλις τον είδαν ορισμένοι φώναζαν «να ’τος, να ’τος» και γέλαγαν. Αυτός ήταν ο διοικητής. Σε λίγο τους πήραμε και ανταμώσαμε με τους άλλους. Θα ήταν κάπου 50 άτομα.

Από τα λάφυρα πήρα ένα εγγλέζικο όπλο και πολλές σφαίρες. Φτάσαμε στα Μάρμαρα, τους αιχμαλώτους τους πήγαμε στο σχολείο. Ζήτησα άδεια να κοιμηθώ στο σπίτι μου το βράδυ, αφού πήρα ρούχα, μέχρι χλαίνη, δίκοχο και άρβυλα.

(…)

Στη Σχολή Αξιωματικών

Μετά από δύο μέρες με στείλανε στο Αρχηγείο. Πήγα στον Διαμαντή. Ο Διαμαντής έκανε σαν να ήταν ο πατέρας μου που έχει καιρό να δει το γιο του. Χαιρέτησα, μου είπε «κάθισε» και με ρώτησε αν καπνίζω. «Όχι.» «Ποτέ να μην το συνηθίσεις», είπε. Με ενημέρωσε για το χωριό μου ότι τους κατεβάσανε όλους στη Λαμία. «Περισσότερα δεν ξέρουμε.» Αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω. Πήραν τον κόσμο από τα σπίτια τους, και τώρα πού κάθονται; Αυτό ούτε οι Γερμανοί δεν το κάνανε. Τότες έμαθα ότι όλα τα χωριά τα αδειάσανε, μικρά παιδιά, άρρωστα, γέρους, όλους, πέταμα στους δρόμους.

Με ρώτησε για το τραύμα μου και μου είπε «αποφασίσαμε να σε στείλουμε στη Σχολή Αξιωματικών». Δεύτερη έκπληξη. Πρώτη φορά άκουσα αυτή τη λέξη στον ΔΣΕ. Καθόμουν σκεπτικός, δεν ήξερα τι να πω. Ο Διαμαντής επέμενε «ο Αυγερίκος και ο Βλαχάβας σε πρότειναν. Εγώ σε γνωρίζω πάνω από ένα χρόνο, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να πας. Θα είναι δύσκολο, αλλά πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρεις. Δεν πας μόνος σου, είναι κι άλλοι». Ανέφερε ορισμένα ονόματα. «Σκέψου και το απόγευμα πες μου.» Έφυγα και δεν μπορούσα να πάρω απόφαση, να πω ΟΧΙ ντρεπόμουν, να πω ΝΑΙ, πώς θα τα καταφέρω; Εφόσον με το ζόρι τελείωσα το δημοτικό σχολείο. Είναι ντροπή, πρέπει να πάω.

Πήγα στον Διαμαντή και του είπα ότι θα πάω. «Χαίρομαι, που θα πας», λέει. Με έστειλε στον Ντίνη (Θανάσης Λαγογιάννης από Αράχοβα Παρνασσού), «θέλει να σε ιδεί, θα τον ευρείς στο τάδε μέρος».

Χάρηκα τόσο όταν άκουσα το όνομα του Ντίνη κι έφυγα τροχάδην. Τον βρήκα, αγκαλιαστήκαμε και δεν αφήναμε ο ένας τον άλλον. Χαιρόμασταν και τον είδα να κουτσαίνει. Δεν ήξερα ότι τραυματίστηκε, το τραύμα γέρεψε, αλλά έμεινε κουτσός. Τώρα οργανώνει την Πολιτοφυλακή. «Είναι ένας χωριανός σου εδώ», μου είπε και τον φώναξε. Είδα τον Γιώργο Τζιντζιλώνη. Πολύ χαρήκαμε. Έμαθα περισσότερα νέα για το χωριό μας, ότι έγινε επιστράτευση και ήταν πάρα πολλοί στον ΔΣΕ, ότι ακριβώς εκείνη τη μέρα θα γινόταν μέλος του ΚΚΕ και με ρώτησε αν είχα γίνει μέλος του ΚΚΕ. Ναι, έγινα το 1947, τον Αύγουστο, στον Ελικώνα. Ήταν πολύ καλά ντυμένος, με ωραία άρβυλα και θα υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή. Ευχηθήκαμε αναμεταξύ μας καλές επιτυχίες και καλή αντάμωση στην Αθήνα. Πολύ λυπήθηκα όταν άκουσα για το θάνατό του. Πώς βρέθηκε στην Εύβοια δεν ξέρω. Ήταν πολύ εξελίξιμος.

Αργά τον Φλεβάρη ξεκινήσαμε για τη Σχολή από τον Παρνασσό. Σταματήσαμε στην Κουκουβίστα. Εδώ ανταμώσαμε και με άλλους, με καλαμπούρια και τραγουδιστά φτάσαμε στην Ανατολή. Εγώ ζήτησα άδεια να περάσω από το χωριό μου και να ανταμώσουμε στα Αργύρια.

Έτσι έγινε, πήγα στα Μάρμαρα, ήταν μεσημέρι. Η πόρτα του σπιτιού ήταν κλειστή με καρφωμένα σανίδια. Το σκυλί με είδε κι έφυγε, άνθρωπος πουθενά, έρημο χωριό. Πολύ θλιβερή εικόνα. Πήγα προς το δρόμο, είδα μια γάτα. Της μίλησα και ήρθε δίπλα μου, ήταν η γάτα μας, η μόνη κάτοικος. Τη χάιδεψα και έκλαψα. Σε λίγο είδα μια γυναίκα στο δρόμο. Ήταν η Ελένη Ανδρίτσου. Εγώ πολύ χάρηκα, η Ελένη δεν με γνώρισε, μόνο όταν τη χαιρέτησα. Πολύ χάρηκε. Φύγανε από την εξορία και γυρίσανε πίσω στα Μάρμαρα με τη μάνα της. Πήγα στο σπίτι τους και έμαθα ότι ήταν ακόμα μια οικογένεια στο χωριό. Ο Στέλιος Σακελλάρης. Κοιμήθηκα στο σπίτι της γιαγιάς Ανδρίτσαινας. Την επόμενη μέρα ήμουνα μουσαφίρης στο σπίτι του Σακελλάρη. Φάγαμε τυρόπιτα. Όσο ζω δεν θα ξεχάσω αυτές τις εικόνες. Το απόγευμα χαιρέτησα τις δύο οικογένειες, πέρασα από το σπίτι. Ήρθε για παρέα η γάτα μας, την πήρα στα χέρια μου. Πήγαμε μαζί καμιά εικοσαριά μέτρα. Την άφησα κάτω, ξεκίνησα και η γάτα ερχόταν μαζί μου νιαουρίζοντας. Στο αλώνι σταμάτησα, τη χάιδεψα κι έφυγα.(…)

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: