Ο “διαβολικά καλός” Χάρυ Σ. Τρούμαν
Η “ελληνική” πτυχή της δράσης του Τρούμαν δεν αποτελεί παρά μόνο κλάσμα των πεπραγμένων του, που ουσιαστικά διαμόρφωσαν το πρόσωπο του μεταπολεμικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού,
Ο Χάρυ Τρούμαν, ο 33ος πρόεδρος των ΗΠΑ, βρέθηκε πρόσφατα ξανά στην επικαιρότητα, λόγω του κοσμαγάπητου αγάλματός του, που συμβολίζει τη δίκαιη ευγνωμοσύνη της εγχώριας αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, ιδίως όταν αυτό έχει “αριστερό” πρόσημο, για την επέμβασή του τον καιρό του εμφυλίου που διασφάλισε την εμπέδωση της εξουσίας των παραπάνω στην Ελλάδα. Η “ελληνική” πτυχή της δράσης του Τρούμαν βέβαια δεν αποτελεί παρά μόνο κλάσμα των πεπραγμένων του, που ουσιαστικά διαμόρφωσαν το πρόσωπο του μεταπολεμικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού, εντός ασφαλώς ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου που τα επέτρεψε να λάβουν χώρα, κι όχι απλώς ως αποτέλεσμα της προσωπικής βούλησης ενός μεμονωμένου ηγέτη.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1884 στο Λαμάρ της πολιτείας του Μιζούρι από αγροτική οικογένεια. Μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε το 1918 με το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα στη Γαλλία, ενώ επιστρέφοντας στην πατρίδα του ακολούθησε νομικές σπουδές. Στη συνέχεια εκλέχθηκε δικαστής της κομητείας του Τζάκσον, ενώ το 1934 ξεκινάει η πολιτική του σταδιοδρομία ως γερουσιαστή με το κομμά των Δημοκρατικών. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα την περίοδο 1941-1944 ήταν επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου των εξοπλισμών, ενώ μέσα στο 1944 εξελέγη από το συνέδριο των Δημοκρατικών ως υποψήφιος αντιπρόεδρος στις επερχόμενες εκλογές του Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, όπου πράγματι ο Ρούζβελτ κέρδισε, αναδεικνύοντας στον Τρούμαν σε νούμερο 2 του κράτους. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Αμερικανού προέδρου στις αρχές του 1945, ο Τρούμαν πήρε τη θέση του, όπως προέβλεπε το αμερικανικό σύνταγμα, και με αυτή του την ιδιότητα παραβρέθηκε στη Διάσκεψη του Πότσνταμ μαζί με τους Τσώρτσιλ και Στάλιν, η οποία ασχολήθηκε κυρίως με το μέλλον της ηττημένης πλέον κι επίσημα Γερμανίας. Το κλίμα μεταξύ των τριών συμμάχων ήταν ήδη αλλαγμένο σε σχέση με προηγούμενες συζητήσεις, καθώς από νωρίς διαφάνηκε ότι ο Τρούμαν ήταν αποφασισμένος να εγκαταλείψει την τακτική μετριοπαθούς ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής στη μεταπολεμική Ευρώπη με μια σαφώς επιθετικότερη πολιτική.
Το σαφέστερο μήνυμα γι’αυτή την αλλαγή δόθηκε σαφώς με την εντολή του Τρούμαν για τη ρίψη των δυο πρώτων και τελευταίων ως σήμερα ατομικών βομβών κατά ανθρώπων, στις 6 και 9 Αυγούστου στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αντίστοιχα, με συνολικά 200.000 ακαριαία ή σε βάθος χρόνου. Παρά τις προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου να παρουσιάσει την κίνηση αυτή ως το “μη χείρον” μπροστά σε μια παράταση του πολέμου με την Ιαπωνία, στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν σοβαροί στρατιωτικοί λόγοι που να υπαγορεύουν αυτή την ενέργεια. Αντιθέτως, διάφανη ήταν η πρόθεση των ΗΠΑ να στείλουν το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως στην ΕΣΣΔ, που σε εκείνη τη φάση δε διέθετε ακόμα το συγκεκριμένο όπλο, πως ήταν διατεθειμένες να προβούν σε κάθε ενέργεια για τη διασφάλιση της ηγεμονικής τους θέσης στο μεταπολεμικό κόσμο, ανεξαρτήτως ανθρώπινου κόστους.
Ο Τρούμαν υπήρξε μαζί με τον Τσώρτσιλ βασικός αρχιτέκτονας του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος επισημοποιήθηκε ουσιαστικά με την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν το Μάρτη του 1947, βάσει του οποίου οι ΗΠΑ δεσμεύονταν να παρέχουν οικονομική βοήθεια σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και όπου αλλού χρειαζόταν για την καταστολή του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Η δυναμική είσοδος των ΗΠΑ στην αναχαίτιση της επιρροής της ΕΣΣΔ και των ΚΚ στην Ευρώπη συνεχίστηκε με την εξαγγελία του Σχεδίου Μάρσαλ, από το όνομα του υπουργού εξωτερικών της κυβέρνησής του, του στρατηγού Τζωρτζ Μάρσαλ. Συνολικά η χώρα διέθεσε 13 δις δολάρια για την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης με αμερικανικούς όρους, διασφαλίζοντας τόσο την πολιτική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, όσο και την τεράστια οικονομική διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στην περιοχή.
Επόμενο ψυχροπολεμικό επεισόδιο ήταν η δημιουργία αερογέφυρας εφοδιασμού του αποκλεισμένου από τους Σοβιετικούς δυτικού τομέα του Βερολίνου το Ιούνη του 1948, ως την άρση του αποκλεισμού το Μάη του 1949 . Η ΕΣΣΔ είχε προχωρήσει στην ενέργεια αυτή κατόπιν της μονομερούς απόφασης των δυτικών συμμάχων Αγγλίας, ΗΠΑ και Γαλλίας να ενοποιήσουν τις ζώνες ελέγχου τους στο Δ. Βερολίνο σε μια ενιαία οικονομική ζώνη, εισάγοντας παράλληλα το δυτικό μάρκο ως νόμισμα, προσπαθώντας προφανώς να εκβιάσουν με τετελεσμένα τη σοβιετική πλευρά. Μέσα στο 1948 ο Τρούμαν παρά τις κατηγορίες διαφθοράς εναντίον του κατόρθωσε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο την πολεμόχαρη πολιτική του. Παρά τις εξαγγελίες του για το λεγόμενο “Fair deal”, που περιλάμβανε μια σειρά μέτρα για παροχή δημόσιας κατοικίας, εθνική ασφάλιση υγείας και αύξηση του κατώτατου μισθού μεταξύ άλλων, στην πραγματικότητα ελάχιστα από αυτά τα μέτρα ψηφίστηκαν-κι αυτά σε πολύ εξασθενημένη εκδοχή- παρά την πλειοψηφία που διέθεταν οι δημοκρατικοί στο Κονγκρέσο. Από τα πρώτα μέτρα της νέας του θητείας ήταν και η προώθηση της δημιουργίας του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), του κατεξοχήν ιμπεριαλιστικού οργανισμού ως τις μέρες μας. που ιδρύθηκε με συμμετοχή 12 αρχικά χωρών στις 4 Απρίλη 1949 στη Ουάσινγκτον.
Η απόφασή του για εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο της κορεατικής χερσονήσου μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας το 1950σηματοδότησε το πρώτο “θερμό” επεισόδιο με άμεση στρατιωτική συμμετοχή των Αμερικανών στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Συνολικά ο πόλεμος κράτησε τρία χρόνια, κοστίζοντας τη ζωή σε 33.000 Αμερικανούς στρατιώτες και 367.000 Βορειοκορεάτες, χωρίς να υπολογιστούν τα θύματα όσων χωρών (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) συμμετείχαν στο εκστρατευτικό σώμα κατά της ΛΔΒΚ. Στη διάρκεια του πολέμου, την άνοιξη του 1952, το συνδικάτο των “Ενωμένων Χαλυβουργών” κήρυξε απεργία στον κρίσιμο για την πολεμική βιομηχανία κλάδο του χάλυβα. Ο Τρούμαν, για να αποτρέψει την απεργία, προχώρησε σε μια πρωτοφανή στα αμερικανικά χρονικά ενέργεια, εθνικοποιώντας τις βιομηχανίες χάλυβα. Η απόφασή του κατέπεσε δυο μήνες μετά στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, μετά από προσφυγή των θιγόμενων βιομηχάνων κι η απεργία πραγματοποιήθηκε κανονικά επί 53 μέρες, οδηγώντας σε απόσπαση κατακτήσεων, μισθολογικού και συνδικαλιστικού χαρακτήρα, αν και όχι στο ύψος των αρχικών απαιτήσεων των εργαζομένων.
Η αδυναμία των ΗΠΑ να επιτύχουν μια αποφασιστική νίκη στην Κορέα, ενίσχυσε τις φωνές γύρω από το διαβόητο γερουσιαστή Μακάρθυ, ότι η διακυβέρνηση Τρούμαν ήταν “ελαστική” προς τους κομμουνιστές, και διαβρωμένη από εκείνους στο εσωτερικό της, περιλαμβανομένου του στρατηγού Μάρσαλ. Παρά τις φραστικές αντεγκλήσεις του προέδρου με τον φανατικό αντικομμουνιστή Μακάρθυ, με τον τελευταίο να χαρακτηρίζεται ως “ο καλύτερος άσσος του Κρεμλίνου” από τον Τρούμαν, ο τελευταίος επί της ουσίας δεν έκανε τίποτε για να σταματήσει το κηνύγι μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο γερουσιαστής του Ουϊσκόνσιν. Αντιθέτως, υπερθεμάτιζε σε αντικομμουνιστική υστερία προκειμένου να απομακρύνει από πάνω του κάθε υπόνοια περί επιείκειας προς τον κομμουνισμό.
Ο Τρούμαν αποφάσισε να αποσυρθεί από την προεδρική κούρσα το 1952, ενώ μετά την εκλογή του Αϊζενχάουερ, που ανήκε στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, αποσύρεται στη γενέτειρά του, όπως θα ασχοληθεί κυρίως με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Δεκέμβρη του 1972 στο Κάνσας Σίτυ.