Ο Λε Κορμπυζιέ στην ΕΣΣΔ – Ένας “προδομένος” έρωτας
Ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του περασμένου αιώνα, ο Λε Κορμπιζιέ εντυπωσιάστηκε βαθιά από τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ, αρχιτεκτονικά και όχι μόνο, μολονότι αργότερα απογοητεύτηκε λόγω της απόρριψης σχεδίων του από τη σοβιετική κυβέρνηση.
Οι πολιτικές διαδρομές του Λε Κορμπυζιέ, που έχει χαρακτηριστεί από κάποιους ως ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας του 20ου αιώνα, έχουν προκαλέσει κατά καιρούς έντονες αντιπαραθέσεις, με άλλους να τον χαρακτηρίζουν αριστερό, άλλους απολίτικο και, με αυξημένη ένταση τα τελευταία χρόνια, ορισμένους μελετητές του να υποστηρίζουν πως υπήρξε για αρκετά χρόνια φιλοφασίστας. Η διάθεση συνεργασίας του με το δοσιλογικό καθεστώς του Βισύ, άσχετα από τα πενιχρά πρακτικά της αποτελέσματα, αποτελεί την ισχυρότερη ένδειξη υπέρ της τρίτης εκδοχής, παρότι έχει ερμηνευθεί και ως απλός καιροσκοπισμός.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας δεν είχε ιδιαίτερους ιδεολογικούς ενδοιασμούς όταν διαισθανόταν πως υπήρχε πεδίο δημιουργίς και προβολής για τον ίδιο. Αυτό αποδεικνύει και η σχέση του με την ΕΣΣΔ, περιλαμβανομένης της παραμονής του εκεί το 1928.
Έναυσμα για το ταξίδι του ήταν η πρόσκληση εκ μέρους των σοβιετικών αρχών το 1928 να συμμετάσχει σε κλειστό διαγωνισμό με τον Πέτερ Μπέρενς, τον Μαξ Τάουτ και τους αδερφούς Βεσνίν, για το σχεδιασμό των γραφείων της Κεντρικής Ένωσης Καταναλωτικών Συνεταιρισμών (Τσεντροσογιούζ) στη Μόσχα. Η πρόσκληση αυτή δεν ήρθε τυχαία, καθώς από τα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ το έργο του Λε Κορμπυζιέ ασκούσε μεγάλη επιρροή στη σοβιετική αρχιτεκτονική, με τα σχέδιά του να παρουσιάζονται συχνά ως παραδείγματα προς μίμηση μεταξύ των νέων αρχιτεκτόνων της χώρας.
Από την πλευρά του, ο αρχιτέκτονας δεν ήταν αδιάφορος για τις εξελίξεις στη μετεπαναστατική Ρωσία, όντας μέλος της λέσχης “Φίλοι του Σπάρτακου”, που πρόβαλε απαγορευμένες τότε σοβιετικές ταινίες, όπως το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” του Αϊζενστάιν, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε προσωπικά στη διάρκεια του ταξιδιού του. Ένα ακόμα κίνητρο για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό ήταν η πρόσφατη απόρριψή του σχεδίου του για την έδρα της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη. Ο ίδιος κέρδισε το σοβιετικό διαγωνισμό και την ίδια χρονιά αναχώρησε για τη Μόσχα, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιώδες πρωτοσέλιδο στην Πράβντα: “Στη Μόσχα ο Λε Κορμπυζιέ, ο πιο ιδιοφυής εκπρόσωπος της της πρωτοπόρας αρχιτεκτονικής σκέψης στην Ευρώπη”. Ο ίδιος σημείωνε ευχαριστημένος στο ημερολόγιό του, πως “Είμαι πολύ γνωστός, πολύ δημοφιλής. Οι διαλέξεις μου γίνονται σε γεμάτα ακροατήρια”. Ο Λε Κορμπυζιέ δεν επέβλεψε μόνο την κατασκευή του “Τσεντροσογιούζ”, αλλά επισκέφτηκε και τη σοβιετική ύπαιθρο, γνωρίζοντας την παραδοσιακή ρωσική αρχιτεκτονική με ξύλο.
Εντυπωσιασμένος με όσα είδε, ο Λε Κορμπυζιέ κράτησε σημειώσεις καθ’οδόν προς το Παρίσι, τις οποίες δημοσίευσε το 1930 στο έργο του “Αρχιτεκτονική και Αστικός σχεδιασμός”. Το πενταετές πλάνο είχε μετατρέψει τη Μόσχα σε εστία σύγχρονης τεχνολογίας, με έντονη συμμετοχή νέων επιστημόνων, σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου ο ακαδημαϊσμός απέτρεπε τη νεανική καινοτομία.
Αναφέρθηκε επίσης με θαυμασμό στα σχέδια μιας “Πράσινης πόλης” που στόχευε να εναρμονιστεί με την πενθήμερη εβδομάδα όπου κάθε ομάδα πληθυσμού θα είχε διαφορετική μέρα ανάπαυσης. Σύμφωνα με τα σχέδια αυτά, η έκταση 12 επί 15 χλμ θα καλυπτόταν με δέντρα και πεδιάδες ανάμεσά τους, ποτάμια και μια λίμνη, με στόχο να λειτουργήσει ως “ξενοδοχείο” για την ημέρα ανάπαυσης κάθε τμήματος των εργαζομένων.
Το 1931 ο Λε Κορμπυζιέ έλαβε νέα πρόσκληση από τη σοβιετική κυβέρνηση να κάνει τις προτάσεις του για τον αστικό σχεδιασμό της Μόσχας. Ο ίδιος προχώρησε σε μια ακόμα πιο ριζοσπαστική εκδοχή της “πράσινης πόλης”. Πρότεινε την κατεδάφιση του ιστορικού κέντρου της Μόσχας, εκτός Κρεμλίνου, Κόκκινης Πλατείας, του θεάτρου Μπολσόι και του Μαυσωλείου του Λένιν, καθώς και την ανέγερση μιας νέας πόλης χωρισμένης σε ζώνες κατοίκησης, εργασίας, εμπορίου και ψυχαγωγίας. Στους χώρους κατοικίας θα ανεγείρονταν τεράστιες πολυκατοικίες περιτριγυρισμένες από πάρκα, ενώ στο κέντρο θα χτίζονταν γιγάντιοι σταυρόμορφοι πύργοι προορισμένοι να στεγάσουν από 500.000 ως 800.000 εργάτες έκαστος.
Όπως φαντάζεται κανείς, τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια είχαν σοβαρά πρακτικά και όχι μόνο προβλήματα υλοποίησης, κι ως εκ τούτου απορρίφθηκαν, Ο ενθουσιασμός του για την ΕΣΣΔ μετατράπηκε σε πικρία όταν απορρίφθηκε και το σχέδιό του για το “Ανάκτορο των Σοβιέτ”, προς όφελους του νεοκλασικιστικού κτιρίου του Μπόρις Ιοφάν. Παρόλαυτα, η σοβιετική του εμπειρία, όπως και η επαφή του με το έργο σπουδαίων σοβιετικών αρχιτεκτόνων, όπως ο Μοϊσέι Γκίντσμπουργκ, ο Μιχαήλ Μπαρς και ο Κονσταντίν Μέλνικοφ, αποτέλεσε τη βάση τόσο για το θεωρητικό του έργο “La ville radieuse” (1933), όσο και πρακτικά όλων των κτιρίων που σχεδίασε τα επόμενα χρόνια, όσο κι αν είχε πια απαλείψει κάθε αναφορά στην ΕΣΣΔ.
Μολαταύτα, στην ίδια τη χώρα, ο σεβασμός για το έργο του παρέμεινε αμείωτος τις επόμενες δεκαετίες, όπως η πιστοποιεί η αναγγελία του θανάτου του στις 27 Αυγούστου 1965, με την Πράβντα να σημειώνει πως “Η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχασε το σπουδαιότερο δημιουργό της”.