Ο Ματωμένος Μάης του Βερολίνου 1929 – Η σοσιαλδημοκρατική αστυνομία δολοφονεί κομμουνιστές διαδηλωτές
Από την 1η ως την 3η Μάη του 1929 η αστυνομία της γερμανικής πρωτεύουσας, υπό τη διοίκηση του σοσιαλδημοκράτη Καρλ Τσέργκιμπελ, έπνιξε στο αίμα απαγορευμένες από το αστικό κράτος πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις του ΚΚΓ, αφήνοντας πίσω της 33 νεκρούς και πολυάριθμους τραυματίες,
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι έχουμε ακούσει για το Ματωμένη της Θεσσαλονίκης του ’36, λιγότερο γνωστός είναι από την άλλ ο Ματωμένος Μάης του Βερολίνου το 1929, συγκεκριμένα τα γεγονότα από την 1η ως την 3η Μάη εκείνης της χρονιάς, όταν η αστυνομία της γερμανικής πρωτεύουσας, υπό τη διοίκηση του σοσιαλδημοκράτη Καρλ Τσέργκιμπελ, έπνιξε στο αίμα απαγορευμένες από το αστικό κράτος πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις του ΚΚΓ, αφήνοντας πίσω της 33 νεκρούς και πολυάριθμους τραυματίες, μεταξύ των οποίων απλοί περαστικοί.
Ο χαρακτηρισμός “Ματωμένος Μάης” (Blutmai) οφείλεται σε φυλλάδιο-κάλεσμα του ΚΚΓ για απεργία στις 2 Μάη, που υπογράμμιζε προφητικά πως: “Ο ματωμένος Μάης του Τσέργκιμπελ-είναι ένα κομμάτι της προετοιμασίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου! Το μακελειό της βερολινέζικης εργατιάς είναι τα προεόρτια της μαζικής ιμπεριαλιστικής σφαγής!”.
Οι πρωτομαγιάτικες υπαίθριες συγκεντρώσεις είχαν ήδη απαγορευτεί από το 1924, χωρίς να σημειωθούν σοβαρά επεισόδια ως και το 1929, λίγους μήνες πριν το παγκόσμιο κραχ του 1929 και εν μέσω έντονα φορτισμένης ατμόσφαιρας στην ίδια τη Γερμανία. Αφορμή για την παραπέρα όξυνση ήταν η άρση της απαγόρευσης ομιλιών στον Αδόλφο Χίτλερ και το κόμμα του, στις 28 Σεπτέμβρη 1928, από τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό εσωτερικών Άλμπερτ Γκρζεσίνσκι, επιτρέποντας στο μελλοντικό δικτάτορα να πραγματοποιήσει την πρώτη του δημόσια ομιλία στο Sportpalast του Βερολίνο τον επόμενο Νοέμβρη.
Οι ναζί αποθρασυμένοι προσπαθούσαν να εξαπλώσουν την επιρροή τους στις εργατογειτονιές προπύργια του ΚΚΓ, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις φασιστών και κομμουνιστών, με τις δεύτερες να είναι κυρίως αμυντικού χαρακτήρα. Ο αστυνομικός διευθυντής του Βερολίνου Τσέργκιμπελ, τηρώντας πολιτική “ίσων αποστάσεων”, επί της ουσίας προστασίας των ναζί, απαγόρευσε όλες τις πολιτικές συγκεντρώσεις στο Βερολίνο, απαγόρευση που ο Γκρζεσίνσκι επεξέτεινε το Μάρτη του 1929 σε όλη την Πρωσία. Ενόψει της πρωτομαγιάς και της πρόθεσης των κομμουνιστών να αψηφήσουν την απαγόρευση, ο σοσιαλδημοκρατικός τύπος επιδόθηκε σε μια καμπάνια μίσους και διασποράς ψευδών ειδήσεων περί δήθεν κυοφορούμενης κομμουνιστικής εξέγερσης, με εξώφυλλα όπως εκείνα του κομματικού οργάνου του SPD, ” Vorwärts”, με τίτλο “200 νεκροί την 1η Μάη;”. Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλδημοκράτες φοβούνταν πως το ΚΚΓ θα μπορούσε να κινητοποιήσει περισσότερο κόσμο από το ίδιο τους το κόμμα και τα προσκείμενα σε αυτό συνδικάτα.
Περίπου 8.000 διαδηλωτές αψήφισαν την απαγόρευση και συγκεντρώθηκαν κυρίως στις εργατοσυνοικίες Βέντιγκ και Νοϊκέλν. Από νωρίς η αστυνομία με χρήση μπαστουνιών και αντλιών νερού προσπάθησε να διασκορπίσει το πληθυσμός, ενώ ακούστηκαν και προειδοποιητικές βολές στον αέρα.
Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας, η βία άρχισε να ξεφεύγει εκτός ορίων όταν επέστρεψε σπίτι του το μέλος του SPD, Μαξ Γκμάινχαρτ, από την κλειστή συγκέντρωση του κόμματος στο Sportpalast. Η άρνηση του να συμμορφωθεί αμέσως με την υπόδειξη της αστυνομίας να κλείσει το παράθυρο του σπιτού του είχε αποτέλεσμα να πυροβοληθεί θανάσιμα. Μέχρι το βράδυ οι διαδηλωτές που δεν έφευγαν από το σημείο άρχισαν να δημιουργούν μικρά οδοφράγματα για παρεμπόδιση των αστυνομικών οχημάτων. Η αστυνομία απάντησε με τη χρήση τεθωρακισμένων οχημάτων και βαρέος οπλισμού, κάτι που κανονικά προβλεπτόαν μόνο σε περιπτώσεις ένοπλων συμπλοκών. Οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν κατά σπιτιών που είχαν κρεμάσει την κόκκινη σημαία στα παράθυρα.
Tην επομένη το ΚΚΓ κάλεσε σε απεργιακές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας. 25.000 εργάτες συμμετείχαν στις νέες κινητοποιήσεις, ενώ η αστυνομία συνέχιζε το όργιο βίας, με έρευνες σπιτιών και πολυάριθμες συλλήψεις. Ο Βίλχελμ Πικ, μετέπειτα πρόεδρος της ΓΛΔ και βουλευτής τότε του ΚΚΓ, κατήγγειλε τον Τσέργκιμπελ ως “φονιά”, ενώ το SPD υπερασπιζόταν της πρακτικές της βερολινέζικης αστυνομίας. Ο ίδιος ο αστυνομικός διευθυντής επισήμως συνιστούσε “αυτοσυγκράτηση”, παράλληλα όμως έθετε με το διάταγμα “απαγόρευσης κυκλοφορίας και συσκοτισμού” τις εργατογειτονιές της πόλης πρακτικά σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, απαγορεύοντας την έξοδο από τις συνοικίες, το φωτισμό των δωματίων και το άνοιγμα παραθύρων που έβλεπαν στο δρόμο. Παράλληλα, απαγορεύτηκε για δυο βδομάδες το κομματικό όργανο του ΚΚΓ, “Η κόκκινη σημαία”. Τα μεσάνυχτα της 3ης Μάη σκοτώθηκε από αστυνομικό ο Νεοζηλανδός δημοσιογράφος Τσαρλς Μακέι, μάλλον επειδή δεν κατάλαβε τη διαταγή του οργάνου να φύγει από το δρόμο. Ήταν το τελευταίο θύμα του πολύνεκρου τριημέρου, ενώ στις 6 Μάη ήρθη και η απαγόρευση κυκλοφορίας.
Σαν να μην έφτανε η ωμή αντικομμουνιστική βία, οι κρατικές και τοπικές αρχές χρησιμοποίησαν το συμβάν ως πρόσχημα νέας καταστολής κατά οργανώσεων του ΚΚΓ, δήθεν λόγω υποκίνησης σε στάση. Τις επόμενες μέρες ο υπουργός εσωτερικών του Ράιχ, Καρλ Σέβερινγκ προχώρησε σε απαγόρευση του Rote Frontkämpferbund , της ένοπλης οργάνωσης του κόμματος, ενώ υπήρχαν και σκέψεις για απαγόρευση του ίδιου του κόμματος που δεν υλοποιήθηκαν σε εκείνη τη φάση.
Συνολικά από αστυνομικά πυρά έπεσαν 33 άοπλοι διαδηλωτές και 198 τραυματίστηκαν, ενώ υπήρξαν και 47 τραυματισμοί αστυνομικών. Δεν έχει αποδειχτεί ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως οι διαδηλωτές απάντησαν με χρήση όπλων. Ο μοναδικός αστυνομικός που έφερε τραύμα πυροβόλου όπλου αποδείχτηκε πως είχε αυτοτραυματιστεί από ατύχημα λίγες μέρες νωρίτερα. Δεν υπήρξε καμία διερεύνηση των περιστατικών από την αστυνομία ή τις κρατικές αρχές, κι ουδείς τιμωρήθηκε. Διαννοούμενοι της εποχής, όπως ο Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο Χάινριχ Μαν και ο Καρλ φον Οσιέτσκι συγκρότησαν την “Επιτροπή διερεύνησης των γεγονότων του Μάη στο Βερολίνο”, υπό την ηγεσία του ποινικολόγου Χανς Λίτεν. Από 1228 συλληφθέντες, μόνο ένας στους δέκα είχε οργανωτική σύνδεση με το ΚΚΓ. Τελικά 43 διαδηλωτές καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις που έφταναν ως τους 9 μήνες.
Στην κηδεία των θυμάτων στις 8 Μάη ο γ.γ του ΚΚΓ Έρνστ Ταίλμαν διακήρυξε: “Το ΚΚΓ εκφράζει την πλήρη αλληλεγγύη του σε όσους στάθηκαν στα οδοφράγματα”. Κομμουνιστές συγγραφείς , συνθέτες και ποιητές δημιούργησαν καλλιτεχνικά έργα σε ανάμνηση της θυσίας των εργατών της πρωτομαγιάς, όπως το μυθιστόρημα “Οδοφράγματα στο Βέντιγκ” του Κλάους Νόικραντς και το τραγούδι “Κόκκινο Βέντιγκ”, σε στίχους του κομμουνιστή ποιητή Έριχ Βάινερτ και μουσική του Χανς Άισλερ.