Ο Μπελογιάννης στην Πολωνία-Μια μαρτυρία
Ο σ. Μπελογιάννης ήταν ένας από τους πιο ανθρώπινους ανθρώπους της πατρίδας μας, του λαού μας, στην απόλυτη κυριολεξία της λέξης αυτής.
Λίγους μήνες πριν την τελευταία του είσοδο στην Ελλάδα και τη σύλληψή του, ο Νίκος Μπελογιάννης, επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, είχε σταλεί για ανάπαυση στη ΛΔ Πολωνίας. Εκεί γνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, με τον πολιτικό πρόσφυγα και δημοσιογράφο-συγγραφέα, Λευτέρη Τσιρμιράκη, ο οποίος μεταφέρει στο βιβλίο του “ο Μπελογιάννης στην Πολωνία, η Πολωνία για τον Μπελογιάννη” τις εντυπώσεις του από τη συνάντησή τους και καταγράφει τη μαρτυρία που μεταγράφουμε στο παρακάτω απόσπασμα. Στο βιβλίο του, αναφέρεται επίσης εκτενώς στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και τις αντιδράσεις μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, από τους απλούς εργάτες μέχρι και τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.
Μετά την υποχώρηση των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας ο σ. Ν. Μπελογιάννης, μαζί με μερικά άλλα τότε ηγετικά στελέχη του κόμματός μας, βρέθηκε στην Πολωνία. Αρχικά έμενε μερικές μέρες στο Ζγκοζέλετς, που βρίσκεται πάνω στον ποταμό Νύσσα, και πέρασε στην ιστορία σαν “Ποτάμι της Ειρήνης”, διότι εδώ υπογράφτηκε εκείνα τα χρόνια το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας της Λαϊκής Πολωνίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που διευθέτησε ανάμεσα στα άλλα μια για πάντα και τα πολωνογερμανικά σύνορα. Ακριβώς στο Ζγκόζελετς, που από τότε είχει γίνει το λίκνο των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Πολωνίας, αναπαύθηκε για λίγες μέρες ο σ. Ν. Μπελογιάννης. Δυστυχώς δε θυμάμαι το σπίτι, όπου έμενε ο σ. Μπελογιάννης αν και ο ίδιος είχα κατεβεί στο Ζγκοζέλετς υπηρεσιακά όταν τον επισκέφτηκαν από μέρους του κόμματός μας ο σ. Νίκος Ζαχαριάδης και από μέρους του Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος Πολωνίας, το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του σ. Όσταπ Ντλούσκι. Από εκεί ήρθε στη Βαρσοβία ο Μπελογιάννης. Έτσι εξηγείται το παραπάνω “από μας”. Το κλιμάκιό μας “έστειλε” λοιπόν για ανάπαυση το σ. Ν. Μπελογιάννη στην Κουντόβα Ζντρούι.
Στην έδρα της αντιπροσωπείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, που βρισκόταν τότε σε ένα διώροφο κτίριο -στο δεύτερο πάτωμα- στην οδό Νορμπούτα 45 της Βαρσοβίας συναντήθηκα κι εγώ για πρώτη και τελευταία φορά με το σ. Ν. Μπελογιάννη. Τι εντύπωση μου έκανε;
Αλλά πριν απαντήσε στο ζήτημα αυτό, δύο λόγια για το πώς συμπεριφέρθηκε ο σ. Μπελογιάννης απέναντι σε εμένα και στο άλλο προσωπικό του κλιμακίου μας. Σε αντίθεση με το σ. Βλαντά, μέλος του τότε Π.Γ της ΚΕ του ΚΚΕ, που είχε καθίσει εκείνη τη μέρα στη θέση του προϊσταμένου μου μουτρωμένος πιάνοντας με τα δυο του χέρια το κατσουφιασμένο πρόσωπό του, και χωρίς να μας πει ούτε ένα απλό “καλημέρα”, ο σ. Μπελογιάννης ήρθε και κάθισε πλάι μου. Εγώ εκείνη την ώρα έγραφα στη γραφομηχανή ένα άρθρο που είχε ετοιμάσει στα γαλλικά ο προϊστάμενος μου, σ. Βάσος Γεωργίου (πάντα στα γαλλικά έγραφε διότι πολωνικά δεν ήξερε κανένας μας ακόμα) για να το δώσουμε το απόγευμα στο πολωνικό πρακτορείο ειδήσεων.
Με ρώτησε λοιπόν ο σ. Μπελογιάννης πρώτα απ’ όλα, πώς με λένε, από πού είμαι, για την οικογένειά μου, για τα αδέλφια μου, που υπηρετούσαν στο ΔΣΕ. Για το αν ξέρω καλά τα γαλλικά κλπ. Παράξενο ήταν. Συζητούσαμε σαν δυο παλιοί καρδιακοί φίλοι. Σε αντίθεση με το πρόσωπο του σ. Βλαντά, όλη την ώρα του πρόσωπο του σ. Μπελογιάννη ήταν πρόσχαρο. “Μπορώ να πιω ένα τσάι;” με ρώτησε μια στιγμή. “Ασφαλώς”, είπα. Φώναξα αμέσως την Πολωνίδα κοπέλα-τη Γενοβέφα, που εργαζόταν σε μας και της είπα να κάνει ένα τσάι.
Μόνος του ο σ. Μπελογιάννης πήγε στην κουζίνα και το πήρε. Κι όλη την ώρα που το έπινε εκεί, εγώ άκουγα πολύ αδρά τα ακαταλαβίστικα λόγια από τη συζήτηση που έκανε -στα ρούσικα φυσικά- με τη Γενοβέφα, που το 1951 έγινε γυναίκα μου.
Και προσπαθώντας τώρα να απαντήσω στο ερώτημα, τι εντύπωση μου έκανε τότε ο σ. Μπελογιάννης απαντώ: “Απλούστατα την εντύπωση ενός πολύ απλού συντρόφου, με τον οποίο αμέσως μπορεί να συνδεθεί κανείς μαζί του, χωρίς καμία συστολή, χωρίς κανέναν ενδοιασμό”.
Και θα ήθελα να μάθουν οι αναγνώστες μου, τι εντύπωση έκανε και στη νεαρή Πολωνίδα Γενοβέφα. Φτάνει μόνο να πω ότι όταν ύστερα από ένα χρόνο πληροφορήθηκε ξαφνικά, πώς στα τέλη του Μάρτη του 1952, εκτελέστηκε απάνθρωπα μαζί με τους συντρόφους του απ΄τα τυφλά όργανα των ντόπιων και ξένων εχθρών του λαού μας, έκλαιγε απαρηγόρητη σα μικρό παιδί.
Όταν φέρνω λοιπόν στη μνήμη μου εκείνη την πρώτη και τελευταία συνάντησή μου με το σ. Μπελογιάννη, όλα τα μεγάλα κοσμητικά επίθετα: εξαίρετος, διάσημος, ξακουστός, επιφανής κλπ μπαίνουν στη μπάντα, χάνουν τη διάστασή τους. Και μένει μόνο ένα. Ο σ. Μπελογιάννης ήταν ένας από τους πιο ανθρώπινους ανθρώπους της πατρίδας μας, του λαού μας, στην απόλυτη κυριολεξία της λέξης αυτής.
Μετά την ανάπαυσή του στην Κουντόβα Ζντρούι, εκτελώντας και πάλι τις εντολές της ηγεσίας του κόμματός μας, γύρισε “παράνομα” στην Ελλάδα, όπου, όπως είναι γνωστό συνελήφθη και μετά από τη γνωστή δίκη-φάρσα εκτελέστηκε μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του.