Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου 1953 στη ΓΛΔ – Μια μεγάλη παρεξήγηση;

Παρά τις αντιφάσεις στις μαρτυρίες και τα γραπτά του Μπρεχτ τις ταραγμένες εκείνες μέρες και μετέπειτα, η εικόνα που φαίνεται να προκύπτει είναι εκείνη της στήριξης στην ανατολικογερμανική κυβέρνηση, παρά τη δυσαρέσκεια για το χειρισμό της κατάστασης και αυτό που αντιλαμβανόταν ως έλλειψη διαλόγου με τους εξεγερμένους.

Μιλώντας για Μπρεχτ και τις ταραχές της 17ης Ιούνη 1953 στη ΓΛΔ, το πρώτο πράγμα που συνήθως έρχεται στο μυαλό είναι το γνωστό ποίημα «Η λύση», που γράφτηκε τις εβδομάδες μετά τα γεγονότα στο εξοχικό του στο Μπούκο, ως μέρος της ποιητικής συλλογής «Ελεγείες του Μπούκο». Από αυτές ο Μπρεχτ επέλεξε όσο ζούσε να δημοσιεύσει μόνο έξι, όχι όμως και τη «Λύση», η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη δυτικογερμανική εφημερίδα Die Welt το 1959, ενώ το 1964 η συλλογή κυκλοφόρησε ολοκληρωμένα στην ΟΔΓ το 1964. Πέντε χρόνια μετά, κατόπιν επιμονής της χήρας του Μπρεχτ, Χελένε Βάιγκελ, το σατιρικό ποίημα περιλήφθηκε στην έκδοση ποιημάτων του συζύγου της από τον ανατολικογερμανικό εκδοτικό οίκο «Aufbau».

Ύστερ΄ απ΄ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,

ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών

έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις

που λέγανε πως ο λαός

έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει

παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια.

Δεν θα΄ ταν τότε

πιο απλό, η κυβέρνηση

να διαλύσει το λαό

και να εκλέξει έναν άλλον; (μτφρ. Μάριος Πλωρίτης)

Το ποίημα δε δημιουργήθηκε στο κενό, αλλά ουσιαστικά αποτελεί απάντηση σε παρέμβαση του Κουρτ Μπάρτελ, α’ γραμματέα του συνδέσμου συγγραφέων της ΓΛΔ, στο κομματικό όργανο «Νέα Γερμανία» στις 20 Ιούνη 1953, όπου καταφέρονταν εναντίον των οικοδόμων, που ήταν η κοινωνική ομάδα από την οποία είχαν ξεκινήσει οι απεργίες και διαδηλώσεις ενάντια στην αύξηση της παραγωγικής νόρμας που επέβαλε το κυβερνών κόμμα SED. Σε πολύ οξύ ύφος, ο συγγραφέας νουθετούσε τους εργάτες ως εξής:

«Ντρέπεστε κι εσείς, όσο ντρέπομαι εγώ; Εδώ θα πρέπει να χτίσετε πολύ και πολύ καλά και στο μέλλον να πράξετε πολύ συνετά, πριν να ξεχαστεί αυτή η ντροπή σας. Είναι εύκολο να φτιάξεις κατεστραμμένα σπίτια. Να οικοδομήσεις την κατεστραμμένη εμπιστοσύνη όμως, είναι πολύ πολύ δύσκολο».

Αν συνδυαστεί το ποίημα με τη μαρτυρία του συνεργάτη του Μάνφρεντ Βέκβερτ, πως το απόγευμα της 16ης Ιούνη, όταν πληροφορήθηκε την απεργία των οικοδόμων του Ανατολικού Βερολίνου, πρότεινε ως λύση τον «εξοπλισμό των εργατών», αποκομίζει κανείς την εντύπωση πως ο Μπρεχτ είχε απολέσει την εμπιστοσύνη του στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι αρκετά περίπλοκη, στο βαθμό βέβαια που δεν υπάρχει κάποια άμεση καταγραφή των προσωπικών σκέψεων του ίδιου του συγγραφέα, πέρα από το ποίημα και μια σιβυλλική φράση στο ημερολόγιό του στις 20 Ιούνη 1953: «Η 17η Ιούνη αποξένωσε όλη την ύπαρξη». Υπάρχουν φυσικά οι δημόσιες παρεμβάσεις του αμέσως μετά τα γεγονότα, αλλά και αντικρουόμενες με εκείνη του Βέκβερτ μαρτυρίες συνεργατών και ομοτέχνων του.

Ας πάρουμε τη μαρτυρία της συνεργάτιδάς του Κέτε Ρίλικε, που κατέγραψε 5 χρόνια μετά τα γεγονότα τις αναμνήσεις της από εκείνη τη μέρα, δίνοντας το χειρόγραφο στον Χανς Μπούνγκε, διευθυντή του αρχείου Μπρεχτ. Η εμπιστευτική αυτή αναφορά έγινε απόρρητη κατόπιν ενεργειών της Βάιγκελ και ήταν μη προσβάσιμη για δεκαετίες. Σύμφωνα λοιπόν με τη Ρίλικε, νωρίς το πρωί της 17ης Ιούνη, εκείνη ο Μπρεχτ και ο Γιάκοπ Βάλχερ, που είχε διαγραφεί το 1951 από το SED, περπατούσαν στους δρόμους του Ανατολικού Βερολίνου, όπου είχε προκηρυχθεί γενική απεργία. Σύμφωνα με τη Ρίλικε ο Μπρεχτ εμφανιζόταν «βαθιά συντετριμμένος», που εργάτες απεργούσαν ενάντια σε μια εργατική κυβέρνηση.

Μη μένοντας απαθής μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις, ο ίδιος έγραψε μια ώρα μετά τρία γράμματα, ένα προς το Σοβιετικό πρέσβη Βλαντιμίρ Σεμιόνοφ, ένα στον πρόεδρο όττο Γκρότεβολ, κι ένα στον ηγέτη του SED και πρακτικά πρωθυπουργό της χώρας, Βάλτερ Ούλμπριχτ. Η επιστολή του προς τον τελευταίο είχε ως εξής:

Άξιε σύντροφε Ούλμπριχτ,

 

Η ιστορία θα αποδώσει στην επαναστατική ανυπομονησία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος το σεβασμό της. Η μεγάλη συζήτηση με τις μάζες για το ρυθμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα οδηγήσει σε μια παρατήρηση και εξασφάλιση των σοσιαλιστικών κατακτήσεων.

Νιώθω την ανάγκη να σας εκφράσω αυτή τη στιγμή τη σύνδεση μου με το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας.

Στην επιστολή αυτή ασκείται μια προσεχτική κριτική στην κυβέρνηση, η οποία ωστόσο κατηγορείται απλώς για «επαναστατική ανυπομονησία», δηλαδή για βιασύνη στα μέτρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κι όχι για ουσιώδη λάθη, ενώ εκλαμβάνεται ως βέβαιη η ιστορική της δικαίωση. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται η στήριξή του στην ηγεσία της χώρας και το SED. Παρόλαυτα, τρεις μέρες μετά, η “Νέα Γερμανία” δημοσίευσε μόνο την τελευταία φράση της επιστολής, κάτι που φαίνεται να εξόργισε το συγγραφέα, ο οποίος απέστειλε και δεύτερο γράμμα, το οποίο αυτή τη φορά δημοσιεύτηκε κανονικά.

Εκεί έκανε λόγο για «δίκαιη δυσαρέσκεια των εργατών» και ζητούσε «επειγόντως μια μεγάλη συζήτηση για τα λάθη που έγιναν από όλες τις πλευρές». Φαίνεται μάλιστα πως ζήτησε συνάντηση με τον Ούλμπριχτ σχετικά με τα γεγονότα, αίτημα που δεν έγινε δεκτό. Επιπλέον, την 1η Ιούλη 1953, ο Μπρεχτ έστειλε γράμμα στο δυτικογερμανό εκδότη του Πέτερ Ζούρκαμπ, όπου επαναλάμβανε την πεποίθησή του περί δίκαιης πικρίας των εργατών, εκείνος όμως δεν το δημοσίευσε, παρά την επίμονη επιθυμία του συγγραφέα.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία του Έρβιν Στρίτματερ, επίσης συγγραφέα και φίλου του Μπρεχτ, ο οποίος στο ημερολόγιό του κατέγραφε πως στις 17 Ιούνη ο Μπρεχτ είχε πρόθεση να μπει στο κόμμα, στέλνοντας μάλιστα το φίλο του να διαμηνύσει την πρόθεσή του στην κομματική ηγεσία. Επιθυμία του Μπρεχτ ήταν με τον τρόπο αυτό να κερδηθεί μια προπαγανδιστική νίκη έναντι των δυτικών. Η αντίδραση φαίνεται να υπήρξε επιφυλακτική και τρεις μέρες μετά, στις οποίες το αίτημά του έμεινε αναπάντητο, ο Μπρεχτ φέρεται να είπε στον Στρίτματερ πως «Τώρα δε θέλω, η επίδραση πέρασε». Ακόμα πιο γλαφυρός ήταν ο Στρίτματερ σε συνέντευξή του το 1992 στο περιοδικό Spiegel, όπου υποστήριξε πως είδε τον Μπρεχτ να βγάζει το σκούφο του και να ζητωκραυγάζει, βλέποντας τα σοβιετικά τανκς να εισέρχονται στην πόλη.

Όσο για το ποίημα η «Λύση», ο Στρίτματερ το χαρακτήριζε «φάρσα» -τρολάρισμα θα λέγαμε με τους σημερινούς όρους – , σαν αυτές που συνήθιζε να κάνει στους μαθητές του που κρέμονταν από τα χείλη του.

Παρά τις αντιφάσεις των διαφόρων μαρτυριών, αλλά και των ίδιων των γραπτών του Μπρεχτ για το ζήτημα, σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να συμπεράνει, όπως προκύπτει κι από τη μετέπειτα πορεία του, ως το θάνατό του το 1956, πως ο ίδιος παρέμενε αφοσιωμένος τόσο στα ιδανικά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όσο και στην κυβέρνηση της ΓΛΔ. Από την άλλη, δεν έκρυβε τη δυσαρέσκεια του για τον τρόπο με τον οποίο η ηγεσία της χώρας αντιμετώπισε την απογοήτευση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης, που έδωσε τροφή στην πρώτη σοβαρή απόπειρα ανατροπής σε σοσιαλιστική χώρα μετά τον πόλεμο, με άμεση εμπλοκή του δυτικογερμανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού στα γεγονότα. Παραμένοντας βέβαιος πως δεν υπήρχε άλλη προοπτική πέρα από τη σοσιαλιστική, προσπαθούσε να “ανακαλέσει στην τάξη” με τον τρόπο που εκείνος το φανταζόταν, την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, που σε εκείνη τη φάση είχε χάσει την επικοινωνία της με τις μάζες. Επίσης, αν δε δεχτεί κανείς την εκδοχή της φάρσας για τη “Λύση”, μπορεί κανείς να τη δει ως μια αντίδραση στον πατερναλισμό και το αφ’ υψηλού ύφος του συναδέλφου του προς τους εργάτες, κι όχι ως υιοθέτηση μιας αντικαθεστωτικής στάσης ή δικαίωσης των αντεπαναστατικών στοιχείων που έδρασαν εκμεταλλευόμενοι τις σοβαρές δυσκολίες αλλά και τα λάθη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που έρχονταν να προστεθούν και στην αμφιλεγόμενη στάση των σοβιετικών αρχών στο Βερολίνο.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: