Ο Παρθενώνας φλέγεται – Ατύχημα ή συνειδητό έγκλημα του Μοροζίνι;
Πώς έφτασαν τα πράγματα ως την καταστροφή ενός από τα διασημότερα μνημεία του δυτικού κόσμου;
Αν κάνει κανείς μια βόλτα στο Βένετο, το νομό δηλαδή στον οποίο ανήκει η Βενετία, θα δει ότι περίπου τα μισά χωριά έχουν μια οδό Μοροζίνι. Είναι ο φόρος τιμής του τόπου το στον «Πελοποννησιακό», όπως τον ονόμασαν οι συμπατριώτες του, για τη νίκη του επί των Οθωμανών και την κατοχύρωση της δεύτερης ενετοκρατίας στο Μωριά (1684-1715). Μια νίκη που μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί πύρρεια για τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, όχι μόνο για τα βραχύβια αποτελέσματά της, αλλά και για το κόστος που είχε. Κόστος βέβαια, που σε σημαντικό βαθμό δεν επωμίστηκε η ίδια, αλλά τα θέατρα του έκτου ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699). Ανάμεσά τους η Αθήνα, μια πόλη περίπου 10.000 κατοίκων, με μεικτό πληθυσμό, μουσουλμανικό και χριστιανικό. Βασικό σημείο αναφοράς της, τότε όπως και τώρα, ήταν ο βράχος της Ακρόπολης, που με διάφορες μεταλλαγές και καταστροφές συνδεδεμένες με τις αλλαγές πολιτικού κυριάρχου διατηρούσε εν μέρει τον “ιερό” του χαρακτήρα, με τη μετασκευή του Παρθενώνα από ναό της Αθηνάς, σε εκκλησίας της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, καθολικό ναό και μετέπειτα σε τζαμί επί οθωμανικής περιόδου.
Η στρατηγική θέση της ακρόπολης και η επιλογή των Οθωμανών να εγκατασταστήσουν εκεί την πυριτιδαποθήκη τους, μην έχοντας πάρει το μάθημά τους από την έκρηξη στα Προπύλαια που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο το 1656, μοιραία την έφερε στο επίκεντρο της πολεμικής σύγκρουσης με το στρατό του Μοροζίνι. Από τα πολλά θύματα, στην ιστορία καλώς ή κακώς γράφτηκε μόνο ένα, ο ναός της Αθηνάς, που καταστράφηκε μετά από αιώνες, όπου, παρά τις διάφροες μετασκευές, είχε διατηρηθεί σχετικά αναλλοίωτος μέσα στο χρόνο. Πώς όμως έφτασαν τα πράγματα ως την καταστροφή ενός από τα διασημότερα μνημεία (έστω και όχι ακριβώς με τη σύγχρονη έννοια του όρου) του δυτικού κόσμου;
Βρισκόμαστε στα τέλη του 17ου αιώνα, την περίοδο που οι Οθωμανοί έχουν πια διαβεί οριστικά την κορυφή της ακμής τους, μετά τη δεύτερη κι ο οριστική αποτυχία τους να κατακτήσουν τη Βιέννη το 1683, 154 χρόνια μετά την πρώτη πολιορκία της πόλης το 1529. Από την άλλη η άλλοτε κραταιά θαλασσοκράτειρα Βενετία, βλέπει τον ανταγωνισμό από τα βασίλεια της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που ήδη είχαν εδραιωθεί στο Νέο Κόσμο, αλλά και τη σταδιακή άνοδο των πρωτοπόρων στον καπιταλιστικό μετασχηματισμό δυνάμεων της Ολλανδίας αρχικά και της Αγγλίας μετέπειτα, να υποβαθμίζει σοβαρά το ρόλο της πόλης – κράτους στη Μεσόγειο.
Ο σχηματισμός τoυ Ιερού Συνασπισμού το 1684, με πρωτοβουλία του πάπα Ιννοκεντίου ΙΑ’ για την ανακοπή της προέλασης των Οθωμανών στην κεντρική Ευρώπη και την εκδίωξή τους από τα Βαλκάνια, εμφανίστηκε ως χρυσή ευκαιρία των Βενετών για «ρεβάνς», τόσο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη εν πολλοίς καταλάβει τα τόσο πολύτιμα για τη Γαληνοτάτη εδάφη της στη σημερινή ελληνική επικράτεια, όσο και κατά των Αψβούργων. Οι Βενετοί με τους Αψβούργους ήταν φυσικά σύμμαχοι στον Ιερό Συνασπισμό, απέναντι στον κοινό οθωμανικό εχθρό, αλλά παρέμεναν άσπονδοι φίλοι σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των διασυνοριακών περιοχών μεταξύ τους.
Για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία των επτά τελικά συνολικά πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Βενετίας, η Γαληνοτάτη κηρύσσει τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη στις 16 Ιούνη 1684. Τρεις μήνες νωρίτερα, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι έχει διοριστεί «capitano generale da mar», αρχιναύαρχος δηλαδή του ενετικού στόλου. Κατόρθωμα διόλου ευκαταφρόνητο, αν αναλογιστεί κανείς πως 15 χρόνια πριν, το 1669, ήταν εκείνος που με τη «Συνθήκη της Κανδίας», παρέδιδε το Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο Κρήτης, στους Οθωμανούς, μετά από 20ετή πολιορκία. Μάλιστα για την αποτυχία του αυτή δικάστηκε στην πόλη, αθωώθηκε ωστόσο και διατήρησε τα υψηλά του αξιώματα.
Ο στρατός της Βενετίας αρχικά αποτελείται από 12000 άνδρες, κατά το ήμισυ Γερμανοί μισθοφόροι. Εκείνα τα χρόνια, πρίγκηπες από τα κρατίδια του Αννόβερου και της Σαξονίας συνηθίζουν να νοικιάζουν στρατεύματα στη Βενετία για να ενισχύσουν τα ταμεία τους. Στη διάρκεια της εκστρατείας όμως, καταφθάνουν ολοένα και περισσότεροι άνδρες, από τα γερμανικά κράτη, το παπικό κράτος, την Τοσκάνη, τους ιππότες της Μάλτας, αλλά και κάθε γωνιά της Ευρώπης, γοητευμένοι από την προοπτική της απόσπασης πλούσιας λείας από τους «άπιστους».
Ο Μοροζίνι πράγματι δείχνει να παίρνει το αίμα του πίσω για την απώλεια της Κρήτης. Ξεκινά από τα ενετοκρατούμενα Ιόνια, για να περάσει το 1685 στο Μωριά, όπου κατακτά την Κόρινθο, την Πάτρα, αλλά και τη Ναύπακτο απέναντι, εκδιώκοντας ένα χρόνο μετά τους Οθωμανούς από την Πελοπόννησο. Εκείνο που του έλειπε ωστόσο ήταν μια εμβληματική νίκη που θα κατοχύρωνε την υστεροφημία του και τον έλεγχο της Βενετίας στη νότια Ελλάδα. Το Νεγρεπόντε (Εύβοια) και η Αθήνα αποτελούν τον επόμενο στόχο «Για το Χριστό και τη Βενετία», όπως αντηχούσαν οι ιαχές των στρατιωτών.
Οι δυνάμεις του Μοροζίνι, με επικεφαλής του μισθοφορικού σώματος τον κόμη Όττο Γουιλιέλμο φον Καίνιγκσμαρκ καταφθάνουν στον Πειραιά στις 21 Σεπτέμβρη 1687. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι συνεννοήσεις με τους χριστιανούς της πόλης και στις 22 του μήνα, ο στρατός των Ευρωπαίων θέτει τελεσίγραφο στους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν την πόλη, με αντάλλαγμα να μεταφέρουν σώοι τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι Οθωμανοί απορρίπτουν την πρόταση, επιλέγοντας να ταμπουρωθούν στον Παρθενώνα, όπου είχαν αποθηκεύσει όλη τους την πυρίτιδα, κι όπου είχαν βρει καταφύγιο όσοι μουσουλμάνοι δεν είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη, πάνω από 2000 ή και 3000 άνθρωποι, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά.
Αν οι Οθωμανοί υπολόγιζαν πως οι Ενετοί κι οι σύμμαχοί τους δε θα χτυπούσαν τον Παρθενώνα, έκαναν μεγάλο λάθος. Ήδη από τις 23 του Σεπτέμβρη, οι πολιορκητές ξεκίνησαν να ρίχνουν πυρά κατά του οθωμανικού οχυρού, τα οποία υπολογίζεται πως ξεπέρασαν τις 2000 βολές. Οι Βενετοί είχα παρατάξει το πυροβολικό τους κυρίως δυτικά της ακρόπολης, ενώ πυροβολαρχία κανονιών υπήρχε στις πλαγιές της Πνύκας, όπως και συστοιχία όλμων στον Άρειο Πάγων. Λίγο αργότερα, τοποθετήθηκε συστοιχία δύο όλμων και ανατολικά του Ιερού Βράχου.
Η κορύφωση του δράματος ήρθε το βράδυ της 26ης προς 27η Σεπτέμβρη, όταν δύο βόμβες διαπέρασαν μέσα από κάποιο άνοιγμα της οροφής που οι Οθωμανοί είχαν αμελήσει να φράξουν τον Παρθενώνα, με αποτέλεσμα οι τεράστιες ποσότητες πυρίτιδας να αναφλέγουν. Ακολούθησε κολοσσιαία έκρηξη, κατά την οποία το κεντρικό τμήμα του ναού, ο σηκός, κατέρρευσε, ενώ ό,τι ακόμα έστεκε άρπαξε φωτιά, που εξαπλώθηκε στον πυκνοκατοικημένο οθωμανικό μαχαλά της ακρόπολης. Οι ισχυρισμοί του ίδιου του Μοροζίνι πως επρόκειτο για “τυχαίο” χτύπημα πολύ δύσκολα μπορούν να πείσουν, αφού φαίνεται πως οι πολιορκητές είχαν νωρίτερα πληροφορηθεί πως φυλάσσονταν πυρίτιδα και τρόφιμα στο ναό.
Η φωτιά συνέχιζε να καίει για μέρες, ενώ στις 29 Σεπτέμβρη οι Οθωμανοί παρέδιδαν την ακρόπολη στο Μοροζίνι. Η Γαληνοτάτη πανηγύρισε το γεγονός με κοπή αναμνηστικών μεταλλίων, σύντομα όμως οι Βενετοί αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υποχωρώντας προς τις πελοποννησιακές τους κτήσεις. Έκτοτε ο Παρθενώνας θα έμενε υπό οθωμανικό έλεγχο ως και τα χρόνια της επανάστασης του 1821.
Οι Οθωμανοί έχτισαν ένα νέο, μικρότερο τζαμί πάνω στο δάπεδο του σηκού, το οποίο κατεδαφίστηκε από το πρώτο νεοελληνικό κράτος το 1842, ενώ νωρίτερα οι Βενετοί, πριν την αποχώρησή τους είχαν δοκιμάσει να αποσπάσουν τμήμα του γλυπτού διακόσμου του δυτικού αετώματος που είχαν διασωθεί από το βομβαρδισμό, με αποτέλεσμα να πέσουν και να σπάσουν. Διασημότερη αρχαιολογική λεία των Ενετών από την πολεμική τους περιπέτεια στην Αττική η υπήρξε ο περίφημος «Λέων του Πειραιώς», ένα μυστηριώδες ως προς τη χρονολόγησή του γλυπτό λιονταριού, που έδωσε ως και την απαγωγή του, το όνομα «Πόρτο Λεόνε» στον Πειραιά και σήμερα το αυθεντικό κοσμεί το ναύσταθμο της Βενετίας.
Όσο για το Μοροζίνι, ανταμείφθηκε το 1688 με τη θέση του δόγη, του ανώτατου δηλαδή αξιώματος της Βενετίας, παιρνώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να διατηρήσει τα κεκτημένα του στο Μωριά. Έφυγε από τη ζωή στο Ναύπλιο λόγω λιθίασης το 1693 και το πτώμα του ταριχεύτηκε και τάφηκε μεγαλοπρεπώς στη γενέτειρά του. Η καταστροφή που προκάλεσε στον Παρθενώνα θα περνούσε πιθανότατα στην ιστορία ως η μεγαλύτερη ως τώρα βεβήλωση του ναού, αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαρπαγή των γλυπτών του από το λόρδο Έλγιν, στο διάστημα 1801-1804.