O πόλεμος των 6 ημερών- Αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη Μέση Ανατολή
Ένας πόλεμος που εδραίωσε την ισραηλινή κατοχή σε βάρος των γειτόνων του και που σηματοδότησε μια νέα οδυνηρή εμπειρία προσφυγιάς, κατοχής κι εποικισμών για τον πολύπαθο παλαιστινιακό λαό ως τις μέρες μας.
Σαν σήμερα ξεκινούσε το 1967 ο πόλεμος των έξι ημερών, που έληξε με επικράτηση του Ισραηλινού στρατού επί των ενωμένων στρατιωτικών δυνάμεων Αιγύπτου, Συρίας και Ιορδανίας στις 10 Ιούνη της ίδιας χρονιάς. Επρόκειτο για τον τρίτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο μέσα σε 19 χρόνια. Ο πρώτος, το 1948, είχε λήξει με επικράτηση του Ισραήλ και ξεριζωμό εκατομμυρίων Αράβων της Παλαιστίνης και της ευρύτερης περιοχής ενώ ο δεύτερος το 1956, όταν το Ισραήλ σε στήριξη των Αγγλογάλλων στην αντιπαράθεσή τους προς το Νάσερ κατέλαβε το όρος Σινά, είχε λήξει με απόσυρση του ισραηλινού στρατού δυο μήνες αργότερα υπό διεθνή πίεση.
Τα επόμενα 11 χρόνια, οι σχέσεις του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη, κανένα από τα οποία τότε δεν αναγνώριζε την ύπαρξη του ως κράτους, παρέμεναν τεταμένες, αλλά χωρίς πολεμικά επεισόδια. Οι αψιμαχίες είχαν αρχίσει εκ νέου από τους πρώτους μήνες του 1967 στις συνοριακές περιοχές. Στις 5 Ιούνη το Ισραήλ εφήρμοσε την αρχή του “προληπτικού πλήγματος” επιτιθέμενο πρώτο στην Αίγυπτο, καταστρέφοντας μέσα σε λίγες ώρες σχεδόν το σύνολο της αιγυπτιακής αεροπορίας, ενώ μεγάλες απώλειες προξένησαν και στην αεροπορία των σύμμαχων χωρών. Σε επίπεδο χερσαίων δυνάμεων, ο ισραηλινός στρατός υπό την ηγεσία του στρατηγού και μετέπειτα πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν (ο δεύτερος ηγέτης που αναδείχτηκε από τη συμμετοχή του στον πόλεμο μετά τον δολοφονημένο το 1995 τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Γιτζάκ Ραμπίν) περικύκλωσε τις αιγυπτιακές δυνάμεις στο Σινά και τη Λωρίδα της Γάζας, που ανήκαν αμφότερα στην Αίγυπτο, καταλαμβάνοντάς τα. Στο δυτικό μέτωπο, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν τη Δυτική Οχθή και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, που ως τότε ανήκαν στο σύμμαχο της Αιγύπτου βασίλειο της Ιορδανίας, ενώ μέσα σε 24 ώρες κατέλαβαν τα δυτικά υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία, δηλαδή περίπου τα 2/3 της έκτασής τους. Με λίγες εκατοντάδες νεκρών, οι Ισραηλινοί προξένησαν 21.000 νεκρούς στις αραβικές δυνάμεις και επεξέτειναν σημαντικά τα εδάφη τους, ενώ η πολιτική ηγεμονίας που ασκούσε ο Νάσερ στον αραβικό κόσμο δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Ένα μεγάλο μέρος των ισραηλινών κατακτήσεων παραμένει υπό την κατοχή του Ισραήλ ως σήμερα, αποτελώντας χαίνουσα πληγή για τη σχέση της με τις γειτονικές χώρες, αλλά και με τον Παλαιστινιακό λαό, τον πραγματικά μεγάλο ηττημένο του πολέμου των έξι ημερών. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι πήραν ξανά το δρόμο της προσφυγιάς από τη Δυτική Όχθη κυρίως προς την Ιορδανία και το Λίβανο, ενώ όσοι έμειναν αντιμετωπίζουν την φονική κατοχή των Ισραηλινών ως σήμερα και την πολιτική εποικισμού της γης τους. Η σημαντικότερη απώλεια για το Ισραήλ ήταν εκείνη της χερσονήσου του Σινά προς την Αίγυπτο μετά τον πόλεμο του Γιομ-Κιπούρ το 1973 (Δ’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος), όπου ναι μεν επικράτησε στρατιωτικά έναντι του συριοαιγυπτιακού συνασπισμού, υποχρεώθηκε όμως στην παραχώρηση του Σινά, που ολοκληρώθηκε τμηματικά ως το 1982. Τα υπόλοιπα εδάφη παραμένουν υπό τον ισραηλινό έλεγχο, παρά την σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων του ΟΗΕ, ειδικότερα μετά την προσάρτηση των υψιπέδων του Γκολάν το 1981, που η Συρία και διεθνής κοινότητα αναγνωρίζουν ως συριακό έδαφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενεργή συμμετοχή στον πόλεμο των 6 ημερών είχε και η ελληνική χούντα, που επιδίωκε να παραμερίσει τους όποιυς δισταγμούς τμήτατος της ηγεσίας των ΗΠΑ σχετικά με την ανοιχτή στήριξη του πραξικοπήματος των συνταγματάρχων. Πράγματι η παραχώρηση βάσεων, εναέριου χώρου για τη διέλευση πολεμικών αεροσκαφών και καταφυγίου σε Αμερικανούς διπλωμάτες και άλλους πολίτες των ΗΠΑ αναβάθμισε τη σημασία της Ελλάδας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, οδηγώντας σε έγκριση ενίσχυσης των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χούντας από την αμερικανική κυβέρνηση. Αντίστροφα, η άρνηση της χούντας να παραχωρήσει τα αεροδρόμια Σούδας κι Ελευσίνας για την προσγείωση αμερικανικών αεροσκαφών στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ στο πλευρό του Ισραήλ, θεωρήθηκε συχνά ως ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην πτώση του Γεωργίου Παπαδόπουλου και την αντικατάσταση του από τον Δημήτρη Ιωαννίδη το Νοέμβρη του 1973.