Ο Σοβιετικός αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου 1948-1949-Μια ατελείωτη πηγή αντικομμουνιστικής προπαγάνδας
Αλήθειες και ψέμματα για ένα παρ’ολίγον θερμό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου.
To βράδυ της 23ης προς 24ης Ιούνη ξεκίνησε ο σοβιετικός αποκλεισμός του δυτικού Βερολίνου, που κράτησε περίπου 11 μήνες και συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια του Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα αξιοποιήθηκε προπαγανδιστικά τόσο στην εποχή του, ιδιαίτερα απέναντι στον πληθυσμό του δυτικού τμήματος της πόλης, όσο και αργότερα στην ΟΔΓ και διεθνώς, ως δείγμα “σοβιετικού επεκτατισμού” και “αποφασιστικότητας” των δυτικών συμμάχων να υπερασπιστούν τον “ελεύθερο κόσμο”. Εκείνο που παραλείπουν βέβαια οι θιασώτες αυτής της αντίληψης να τονίσουν, είναι πως η απόφαση αυτή των σοβιετικών αρχών δεν ελήφθη για να “επεκτείνει” την κυριαρχία της, αλλά επειδή οι δυτικοί, σε παραβίαση των μεταπολεμικών τους δεσμεύσεων προέβαιναν διαρκώς σε μονομερείς ενέργειες με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος της ΕΣΣΔ αλλά και της εκκολαπτόμενης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης στην επικράτεια της μετέπειτα ΓΛΔ.
Το Βερολίνο μετά την απελευθέρωσή του το 1945 είχε διαιρεθεί, όπως και η υπόλοιπη γερμανική επικράτεια, σε τέσσερις ζώνες, μία σοβιετική στο ανατολικό τμήμα και τρεις στα δυτικά μεταξύ Άγγλων, Γάλλων και Αμερικανών. Ανώτατο όργανο ήταν η Συμμαχική διοίκηση της πόλης, ενώ για όλη τη Γερμανία υπεύθυνο ήταν το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου. Οι εντάσεις μεταξύ δυτικών και Σοβιετικών ανέκυψαν νωρίς, ακολουθώντας την επιδείνωση των Αμερικανοσοβιετικών ιδίως σχέσεων. Παρόλαυτα η σοβιετική πλευρά είχε κάνει διάφορες παραχωρήσεις στο θέμα των επικοινωνιών μεταξύ δυτικού και ανατολικού τομέα του Βερολίνου, όπως το 1946, όταν επέτρεψε την με μικρούς περιορισμούς χρήση όλων των υδάτινων οδών μεταξύ του σοβιετικού και δυτικού τμήματος της πόλης, κίνηση που επαφιόταν καθαρά στη σοβιετική καλή θέληση, καθώς οι μεταπολεμικές συμφωνίες για το Βερολίνο δεν προέβλεπαν ρητά πώς θα ρυθμιζόταν η επικοινωνία και οι συγκοινωνίες μεταξύ των συμμαχικών ζωνών.
ΟΙ δυτικοί ωστόσο δεν είχαν σκοπό να εγκαταλείψουν το στόχο της επιβολής του πολιτικοοικονομικού ελέγχου όλης της πόλης, δηλαδή και της Γερμανίας συνολικά. Το καθοριστικό μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση ήταν να συμπεριλάβουν στη νομισματική μεταρρύθμιση που επέβαλαν στη δυτική Γερμανία και στο δυτικό τμήμα του Βερολίνου, αντικαθιστώντας τη Ράιχσμαρκ με το νέο γερμανικό μάρκο (D-Mark). Ο προφανής στόχος ήταν μέσω της δημιουργίας μιας ενιαίας δυτικογερμανικής οικονομικής επικράτειας και της ραγδαίας υποτίμησης του Ράιχσμαρκ στην ανατολική ζώνη να οδηγηθεί η οικονομία του Σοβιετικού τομέα σε πλήρη κατάρρευση. Η αποκοπή των συγκοινωνιών και οι υπόλοιπες κυρώσεις στην τροφοδοσία του δυτικού τμήματος που επιβλήθηκαν σταδιακά και μετά από πολλές προειδοποιήσεις δεν ήταν λοιπόν παρά ένα καθαρά αμυντικό μέτρο υπεράσπισης των συμφωνιών των ίδιων των συμμάχων στο διάστημα 1944-1945. Στις 24 Ιούνη οι Σοβιετικοί ανακοίνωσαν πως δεν αναγνώριζαν ποια την τετραμερή συμμαχική διοίκηση της πόλης, ενώ την επομένη, με πρωτοβουλία του Αμερικανού στρατιωτικού διοικητή του Βερολίνου Λούσιους Κλέι ξεκίνησε ο εφοδιασμός της πόλης μέσω αερογέφυρας. Παράλληλα επιβλήθηκαν από τους δυτικούς μέτρα αποκλεισμού των ανατολικογερμανικών περιοχών, καθώς και εμπάργκο από και προς Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης παρέμενε ανοιχτό, καθώς οι μεν Σοβιετικοί ενίσχυαν την παρουσία του Κόκκινου Στρατού στα όρια της ζώνης ελέγχου τους, οι δε Αμερικανοί εφοδίαζαν με βομβαρδιστικά τις βρετανικές δυνάμεις της πόλης.
Εκείνο που σπανίως επισημαίνεται από αστούς ιστορικούς, είναι πως οι Σοβιετικοί καθόλου δεν είχαν ως στόχο τη “λιμοκτονία” των κατοίκων του δυτικού τομέα, ενώ περίπου 200.000 άτομα συνολικά συνέχισαν να εργάζονται παρότι κάτοικοι δυτικού Βερολίνου στο ανατολικό και αντίστραφα. Η έμπρακτη διάθεση βοήθειας εκφράστηκε με απόφαση του Αυγούστου του 1948, σύμφωνα με την οποία κάθε κάτοικος του Δυτικού Τομέα μπορούσε να εγγραφεί σε κάποια συνοικία του Ανατολικού ώστε να παραλάβει τρόφιμα, μεταξύ των οποίων και γάλα το οποίο ελάχιστα προμηθεύονταν από τη συμμαχική αερογέφυρα, και καύσιμα. Περίπου 100.000 κάτοικοι του δυτικού Βερολίνου έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας, η οποία να σημειωθεί ότι προκάλεσε δυσαρέσκεια σε πολλούς κατοίκους του ανατολικού τομέα, οι οποίοι στις αντίξοες μεταπολεμικές συνθήκες καλούνταν να μοιραστούν τις προμήθειες με τους δυτικοβερολινέζους. Πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή της σοβιετικής βοήθειας λειτουργούσε ως στίγμα στο έντονα αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, ενώ δεν έλειπαν κάθε είδους άμεσες κι έμμεσες απειλές σε όσους το σκέφτονταν, αποτρέποντας μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων σε αυτή. Επίσης δεν επισημαίνεται ή αποδίδεται απλώς σε “δάχτυλο” του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βερολίνου η αντίδραση του βερολινέζικου λαού κατά των φιλοδυτικών δημοτικών αρχών της πόλης, με συνεχείς διαδηλώσεις έξω από το δημαρχείο, εξαναγκάζοντας τις να μεταφέρουν τις συνεδριάσεις τους στο δυτικό Βερολίνο.
Τελικά στις 12 Μάη 1949 η ΕΣΣΔ άρχισε τη σταδιακή άρση του αποκλεισμού, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 30 Σεπτέμβρη του 1949. Συνήθως αυτή η υποχώρηση ερμηνεύεται ως “ήττα” του Στάλιν και της ΕΣΣΔ, στην πραγματικότητα ωστόσο όπως είπαμε ποτέ δεν είχε υπάρξει ο στόχος της άμεσης επέκτασης του σοβιετικού ελέγχου πέραν των προσδιορισμένων μεταπολεμικά ορίων. Υπό αυτό το πρίσμα, ο βασικός στόχος που ήταν η προάσπιση του status quo επιτεύχθηκε από σοβιετικής πλευράς, μολονότι είναι σαφές ότι το κόστος από το “πλήγμα γοήτρου” δεν ήταν ασήμαντο, ούτε το γεγονός πως αντικειμενικά η πλειονότητα των κατοίκων του δυτικού Βερολίνου βρίσκονταν πλέον σε σταθερά αντισοβιετική τροχιά. Ο μύθος περί επεκτατικών τάσεων της ΕΣΣΔ στη Γερμανία κατέρρευσε πλήρως το 1952, άσχετα αν αναπαράγεται μέχρι σήμερα, με την πρόταση του Στάλιν για δημιουργία μιας ενιαίας, αποστρατιωτικοποιημένης και ουδέτερης Γερμανίας, παρότι αυτό θα σήμαινε τη “θυσία” της νεοσύστατης (1949) ΓΛΔ. Οι εικασίες για τη βιωσιμότητα και τις γενικότερες συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης δεν ανήκουν βέβαια στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας, όσο γοητευτικές κι αν παραμένουν.