“Ο Σοβιετικός παράδεισος” – Ο κολοφώνας της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας των Ναζί
Στόχος της έκθεσης ήταν να καταδειχθούν “η φτώχεια, η εξαθλίωση και η ένδεια” της Σοβιετικής Ένωσης, με στόχο φυσικά να νομιμοποιηθεί ηθικά ο βάρβαρος πόλεμος του Γ’ Ράιχ στην ΕΣΣΔ.
O αντικομμουνισμός, ως βασικό συστατικό στοιχείο της ναζιστικής ιδεολογίας και πρακτικής, διαπότιζε με τον έναν ή άλλο τρόπο κάθε επίσημη και ανεπίσημη προπαγανδιστική έκφανση του καθεστώτος, από τις πολιτικές ομιλίες του Χίτλερ και της υπόλοιπης ναζιστικής ηγεσίας, μέχρι τον καθεστωτικό τύπο, τα σχολικά βιβλία, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο κατάκτησης της κοινής γνώμης σε αντικομμουνιστική και αντισοβιετική κατεύθυνση ήταν ωστόσο χωρίς αμφιβολία η έκθεση “Ο Σοβιετικός παράδεισος”, που άνοιξε τις πύλες της σε έκταση 9.000 τ.μ. στο Βερολίνο από τις 8 Μάη ως τις 21 Ιούνη 1942.
Σύμφωνα με τον κατάλογο της έκθεσης, που διοργανώθηκε από το Τμήμα Προπαγάνδας του Ράιχ, στόχος ήταν να καταδειχθούν “η φτώχεια, η εξαθλίωση και η ένδεια” της Σοβιετικής Ένωσης, με στόχο φυσικά να νομιμοποιηθεί ηθικά ο βάρβαρος πόλεμος του Γ’ Ράιχ στην ΕΣΣΔ και να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα η ευθυγράμμιση του γερμανικού πληθυσμού με την ηγεσία του. Η συγκυρία δεν ήταν τυχαία, αλλά ερχόταν σε μια στιγμή που οι ιθύνοντες των ναζί, μετά από το φαινομενικό θρίαμβο των πρώτων χρόνων στα πολεμικά μέτωπα, έβλεπαν τα σύννεφα να πυκνώνουν, ειδικότερα μετά την αποτυχία τους να βάλουν ένα γρήγορο νικηφόρο τέλος στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, έχοντας χάσει οριστικά τη μάχη της Μόσχας ως τις αρχές του ’42.
Στα πολυάριθμα περίπτερα που στήθηκαν μετά από προετοιμασία εβδομάδων, μπορούσε να βρει κανείς φωτογραφίες, γραφήματα, πίνακες, αντικείμενα και όπλα, ενώ κορυφαία “ατραξιόν” αποτελούσαν οι παντελώς επινοημένες αναπαραστάσεις μιας συνοικίας του Μινσκ κι ενός σοβιετικού χωριού, όπου τάχα οι άνθρωποι ζούσαν σε λαγούμια.
Προσπαθώντας να προσδώσουν μια αίσθηση “αυθεντικότητας”, οι διοργανωτές βασίστηκαν κυρίως σε πολεμικά λάφυρα και κλοπιμαία από τις εμπόλεμες ζώνες. Στην είσοδο της έκθεσης υπήρχε ένα μεγάλο διόραμα, δηλαδή τρισδιάστατη μινιατούρα, με τον τίτλο “Τα πλούτη της Ανατολής”, όπου εμφανίζονταν τα χιλιόμετρα της σοβιετικής στέπας, ανεκμετάλλευτα και έτοιμα προς εποικισμό από τους “άριους”.
“Αυτές οι περιοχές υπό γερμανική διοίκηση θα φέρουν σε λίγα χρόνια ένα πλεόνασμα αγροτικών προϊόντων, που θα εξαλείψει όλα τα διατροφικά προβλήματα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.” Αυτή η προπαγανδιστική γραμμή, στενά συνδεδεμένη με την έννοια του “Ζωτικού χώρου” (Lebensraum) την οποία τάχα είχε ανάγκη η γερμανική φυλή, συμπληρωνόταν από σειρά γραφημάτων και χαρτών με τις πρώτες ύλες και την εδαφική σύσταση στη σοβιετική επικράτεια. Οι ναζιστικές διεκδικήσεις στα σοβιετικά εδάφη παρουσιάζονταν ως μοναδική εναλλακτική στη “μπολσεβιστική έλλειψη σχεδίου και κακοδιαχείριση” που οδηγούσε “σε ατελή και ακατάλληλη” αξιοποίηση του αγροτικού πλούτου.
Ακολουθούσε το δεύτερο τμήμα, με τον βαθιά αποικιοκρατικό τίτλο “Η γερμανική διείσδυση προς Ανατολάς”, που αφηγούνταν την ιστορία του γερμανικού εποικισμού της σλαβικής ανατολής από το Μεσαίωνα ως την αυγή της νεώτερης εποχής το 16ο αιώνα, προκειμένου να θεμελιωθούν δήθεν “ιστορικά δίκαια” του γερμανικού έθνους σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση, πάνω στα οποία πατούσε η κατακτητική εκστρατεία στην ΕΣΣΔ. Οι ντόπιοι λαοί εμφανίζονται ως άξεστοι και άγριοι, σε αντίθεση με τους εποικιστές που “δαμάζουν τους κινδύνους αυτού του χώρου και προσπαθούν να τον ενσωματώσουν στην Ευρώπη και τον πολιτισμό της”.
Σε αυτές τις επικίνδυνες μάζες αντιπαραβάλλονταν οι εκπολιτιστές Γερμανοί έποικοι, έμποροι, γιατροί, ιερείς, αγρότες, τεχνίτες και ιππότες, που “ήδη από το Μεσαίωνα έφερναν τάξη και πολιτισμό στο χώρο της Ανατολής”. Μάλιστα, ακόμα και το ίδιο το νεώτερο ρωσικό κράτος παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως αποκλειστικό αποτέλεσμα των Γερμανών ειδικών που έφερε στην αυλή του ο τσάρος Πέτρος ο Μέγας το 17ο αιώνα.
Το προπαγανδιστικό αποκορύφωμα έρχεται στη συνέχεια με την αίθουσα “Μαρξισμός και Μπολσεβικισμός – η εφεύρεση του Ιουδαϊσμού”, όπου όπως γίνεται σαφές κι από τον τίτλο αναπτύσσεται “σε όλο του το μεγαλείο” το ναζιστικό ιδεολόγημα του “εβραιομπολσεβικισμού”. Το αφήγημα εδώ είναι πως η ευταξία και ο εκπολιτισμός των Γερμανών εποίκων στην Ανατολή ανακόπηκε από τον ιουδαϊσμό και το όπλο που αυτός εφηύρε, δηλαδή τον μπολσεβικισμό, που “κατέλαβε τους ανατολικούς υπανθρώπους” για “να γίνει απόλυτος κυρίαρχος μιας περιοχής”. Η ΕΣΣΔ παρουσιάζεται να κυβερνάται από ένα “εβραϊκό ηγετικό στρώμα με τα άβουλα όργανά της”, που στόχο έχει την εξόντωση της Ευρώπης με στρατιωτικά μέσα. Για το λόγο αυτό “όλες οι πρώτες ύλες και όλο το εργατικό δυναμικό” γίνονται αντικείμενα απηνούς εκμετάλλευσης κάτω από την “υποδούλωση του πληθυσμού”, ο οποίος “μετά από 25 χρόνια μπολσεβικικών πολιτιστικών δωρεών είναι εξαναγκασμένος σε μια γκρίζα και άχαρη ζωή”, όπου κυριαρχούν τάχα η πείνα, η έλλειψη στέγης και οι αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες σε βάρος των αναγκών των ανθρώπων.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι ψεύτικες αναπαραστάσεις συνοικιών και χωριών της ΕΣΣΔ, προς επίρρωση των ισχυρισμών για “χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο”, έλλειψη υγιεινής, υποσιτισμό και τεχνολογική οπισθοδρόμηση.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, σε πολλές από τις φωτογραφίες της “σοβιετικής φρίκης” είχαν χρησιμοποιηθεί στην πραγματικότητα κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Το τελικό μήνυμα για τον επισκέπτη, είναι πως “Είτε θα νικήσει το γερμανικό έθνος και θα εξασφαλίσει με αυτόν τον τρόπο τη συνέχιση του κόσμου και του πολιτισμού του, είτε θα βυθιστεί και μαζί του όλοι οι λαοί της γης θα πιεστούν στη βαρβαρότητα που ενδημεί στο σοβιετικό κράτος και υποβιβάζει τις μάζες εκατομμυρίων των ανατολικών λαών σε πεινασμένους σκλάβους χωρίς δικαιώματα”.
Ο υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς ήταν τόσο ενθουσιασμένος από την έκθεση, την οποία χαρακτήρισε ως την “πιο επιτυχημένη πολιτική έκθεση που έγινε ποτέ”, που διέταξε να λάβει χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις του Ράιχ, αλλά και σε κάποιες πόλεις της κατεχόμενης Ευρώπης, όπως την Πράγα, το Όσλο, το Στρασβούργο, το Μιλάνο, το Ντάντσιχ, οι Βρυξέλλες και η Κοπεγχάγη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 1,8 εκ. άνθρωποι πέρασαν από την έκθεση, δηλαδή σχεδόν ο μισός τότε καταγεγραμμένος πληθυσμός της γερμανικής πρωτεύουσας. Είναι δύσκολο να αποτιμήσει κανείς την πραγματική εντύπωση που άφησε στους επισκέπτες, πέρα από τις επίσημες πανηγυρικές αναφορές. Σύμφωνα με αναφορές των μυστικών υπηρεσιών, τη μεγαλύτερη απήχηση φαίνεται να είχε η έκθεση σε στρατιώτες του Ανατολικού Μετώπου, που αντλούσαν τονωτικές ενέσεις στο ηθικό τους για τον “αγαθό σκοπό” της αποστολής τους, αλλά και νομιμοποίηση των αγριοτήτων που κατ’ εντολήν των ανωτέρων τους διέπρατταν κατά αιχμαλώτων και αμάχων. Στον απλό πληθυσμό, υπάρχουν κάποιες αναφορές που δείχνουν ότι το αντικομμουνιστικό μήνυμα έβρισκε το στόχο του, η ερμηνεία του ωστόσο δεν ήταν απαραίτητα αυτή που επιδίωκε το ναζιστικό προπαγανδιστικό επιτελείο, αφού καταγράφονταν αντιδράσεις όπως “μα σε αυτή την τρομαχτική χώρα θέλουν να στείλουν μετά τον πόλεμο Γερμανούς για να την εποικίσουν;” και “ακόμα και να με εξανάγκαζαν, δε θα με έκαναν να πάω εκεί”.
Υπήρχαν σαφώς και Γερμανοί πολίτες που όχι μόνο απεχθάνονταν την έκθεση, αλλά πάλεψαν ενεργά για να τη σαμποτάρουν. Στις 17 Μαΐου, μια ομάδα κομμουνιστών υπό τους Χάρο Σούλτσε-Μπόιζεν και Φριτς Τιλ (αξιωματικός και ασυρματιστής της Λουφτβάφε αντίστοιχα, που εκτελέστηκαν αργότερα για τη συμμετοχή τους στην οργάνωση “Κόκκινη Ορχήστρα” που συνεργαζόταν με τους Σοβιετικούς) γέμισαν την πόλη με προκηρύξεις όπου αναγραφόταν “Διαρκής έκθεση/Ο ναζιστικός παράδεισος/Πόλεμος, πείνα, ψέμα, Γκεστάπο/Για πόσο ακόμα;”. Μια μέρα μετά, μια άλλη ομάδα Εβραιογερμανών κομμουνιστών με επικεφαλής τους Μαριάνε και Χέρμπερτ Μπάουμ επιχείρησε να βάλει φωτιά στο χώρο της έκθεσης. Η πυρκαγιά προκάλεσε μόνο περιορισμένες υλικές ζημιές, ωστόσο 33 αντιστασιακοί πλήρωσαν με τη ζωή τους για την ενέργεια. Λίγες μέρες αργότερα, ως αντίποινα, 500 Εβραίοι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν ως όμηροι στο στρατόπεδο του Ζαξενχάουζεν, όπου εκτελέστηκαν συνολικά 250 Εβραίοι, τόσο από τους νεοεισερχόμενους, όσο και από τους ήδη κρατούμενους.
Σήμερα στο χώρο όπου άλλοτε είχε διοργανωθεί “Ο Σοβιετικός παράδεισος”, μπορεί κανείς να δει το λιτό μνημείο που είναι αφιερωμένο στην αντιστασιακή ενέργεια της ομάδας Μπάουμ. Δημιουργήθηκε το 1981, επί ΓΛΔ, γι’ αυτό και μια από τις πλευρές του μνημειακού κύβου φέρει αφιέρωση στη “γερμανοσοβιετική φιλία”. Μετά τις ανατροπές του ’89/’90 οι αρχές της πόλης δεν τόλμησαν να απομακρύνουν το μνημείο ή την επιγραφή που τιμά “τις γενναίες πράξεις και την αντοχή της καθοδηγούμενης από τον Χέρμπερτ Μπάουμ ομάδας νέων κομμουνιστών”, κάλυψαν ωστόσο με γυάλινες πλάκες τις “ενοχλητικές” πλευρές του κύβου, τάχα για να δοθούν περισσότερα ιστορικά στοιχεία για την ομάδα. Σαν ένα παλίμψηστο της ιστορίας, ο προσεχτικός επισκέπτης του μνημείου μπορεί ακόμα να διακρίνει την αυθεντική επιγραφή πίσω από τα τζάμια, που μπορούν μόνο να θολώσουν, αλλά όχι και να διαγράψουν την αλήθεια.