Ο στρατάρχης Πεταίν και το “Σύνδρομο του Βισύ”
Από ήρωας της αστικής Γαλλίας έγινε κουϊσλινγκ των Γερμανών, εγκαθιδρύοντας ένα αυταρχικό αντιδραστικό καθεστώς που συνεργάστηκε αρμονικά με τους κατακτητές, έχοντας για μεγάλο διάστημα τη στήριξη σημαντικής μερίδας της άρχουσας τάξης και των συντηρητικότερων τμημάτων της γαλλικής κοινωνίας.
Ο στρατηγός Πεταίν υπήρξε μια από τις πλέον πολύκροτες προσωπικότητες στη γαλλική ιστορία του περασμένου αιώνα. Ως στρατιωτικός αναδείχθηκε σε ήρωα της αστικής Γαλλίας στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, για να εξελιχθεί αργότερα σε συνεργάτη των ναζί κατακτητών, εγκαθιστώντας στις περιοχές ελέγχου του το υπερσυντηρητικό καθεστώς του Βισύ. Η επιλογή του αυτή δεν ήταν άσχετη με την πολιτική προσέγγισης της Γερμανίας μεγάλου τμήματος της γαλλικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού προπολεμικά. Όταν ο ίδιος αντιλήφθηκε την αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος της συμμάχου του προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τους ναζί χωρίς επιτυχία, από την άλλη όμως, ως σάρκα από τη σάρκα της άρχουσας τάξης που εξακολουθούσε να έχει την εξουσία στη Γαλλία μεταπολεμικά, αντιμετωπίστηκε με σχετική επιείκια, που θα ήταν ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη αν δεν υπήρχε ο φόβος του πολιτικού κόστους, λόγω της ισχυρής τότε επιρροής του Γαλλικού ΚΚ.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1856 σε αγροτική οικογένεια του Κωσύ-α-λα-Τουρ. Φοίτησε στο ιδιωτικό κολλέγιο του Σαιν-Μπερτάν, όπου έλαβε αυστηρή θρησκευτική και στρατιωτική εκπαίδευση, για να φοιτήσει μετέπειτα στην Εθνική Στρατιωτική Σχολή του Σαιν-Συρ. Ανελίχθηκε γρήγορα στρατιωτικά και έγινε επίσης καθηγητής στην Παρισινή Ακαδημία Πολέμου. Εκεί έγινε γνωστός για την αντίθεσή του στην τακτική της επίθεσης, κάτι που του στέρησε την παραπέρα δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξης, λόγω του ότι ανιστρατευόταν το κυρίαρχο στρατιωτικό δόγμα του Γενικού Επιτελείου εκείνη την εποχή.
Η επιτυχία της τακτικής του αποδεικνύεται ωστόσο κατά τη διάρκεια του Α’ Πολέμου, κάτι που οδηγεί στον προβιβασμό του σε στρατηγό. Κορυφαία στιγμή του η πολύμηνη και πολύνεκρη μάχη στο Βερντέν το 1916, που είχε ως αποτέλεσμα την ανακήρυξή του σε εθνικό ήρωα της Γαλλίας. Το 1917 κατέστειλε με έναν συνδυασμό εκατοντάδων εκτελέσεων στο στρατοδικείο και υποσχέσεων ανάπαυσης και αδειών τις πολυάριθμες εξεγέρσεις που ταλάνιζαν το γαλλικό στρατό μετά από τρία χρόνια ιμπεριαλιστικού πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου λαμβάνει το αξίωμα του στρατάρχη και αναδεικνύεται σε κύριο υπεύθυνο για τη χάραξη της γαλλικής αμυντικής πολιτικής. Σε αντιπαράθεση με τον μετέπειτα βασικό του αντίπαλο στρατηγό Ντε Γκωλ, καταφέρνει τελικά να επιβάλει την κατασκευή της διαβόητης γραμμής Μαζινό, που τόσο αναποτελεσματική αποδείχτηκε στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αποστρατεύεται το 1931 και υπηρετεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως υπουργός στρατιωτικών το 1934.
Το ξέσπασμα του πολέμου τον βρίσκει πρέσβη στην Ισπανία, απ’όπου ανακαλείται το Μάη του 1940 από τον πρωθυπουργό ΡεΪνώ, ενόψει της εύκολης προέλασης των ναζί σε γαλλικό έδαφος στη διάρκεια του λεγόμενου “ψευτοπολέμου” (Drôle de guerre), αποτέλεσμα μεταξύ άλλων της φιλογερμανικής στάσης όπως προείπαμε σημαντικού τμήματος της γαλλικής άρχουσας τάξης. Αν κι ο Ρεϊνώ επέμενε σε συνέχιση του πολέμου, αναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω του ότι δεν τον στήριζαν ούτε οι υπουργοί του. Στις 18 Ιούνη της ίδιας χρονιάς ανατίθεται στο στρατάρχη ο σχηματισμός κυβέρνησης με τον ίδιο επικεφαλής, πρώτο μέλημα της οποίας ήταν η έναρξη διαπραγματεύσεων για ανακωχή με τη Γερμανία. Η ανακωχή βρίσκει τη Γαλλία μοιρασμένη σε ένα βόρειο κομμάτι, κατεχόμενο μαζί με την πρωτεύουσα άμεσα από τους ναζί, και το νότιο τμήμα υπό γαλλική διοίκηση, με πρωτεύουσα το Βισύ. Ο Πεταίν ως “αρχηγός του γαλλικού κράτους” αποκτά πρακτικά απεριόριστες εξουσίες, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια φαινομενικά ψήγματα ανεξαρτησίας από τους Γερμανούς, αρνούμενος την είσοδο της Γαλλίας στον πόλεμο στο πλευρό τους ή απολύοντας (προσωρινά, ως το 1942) τον πρωτεργάτη της γαλλογερμανικής προσέγγισης Πιερ Λαβάλ από τη θέση του πρωθυπουργού την ίδια χρονιά.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς Βισύ υπήρξε στήριγμα των ναζί σε πολλά επίπεδα. Εξάλλου και η ίδια η ιδεολογία του καθεστώτος, που εκφράστηκε με το σύνθημα “Δουλειά, Πατρίδα, Οικογένεια”, την προσκόλληση στον καθολικισμό και τον έντονο αντικομμουνισμό, παρά τον παλαιάς κοπής συντηρητικό της χαρακτήρα, δεν ερχόταν σε επί τους ουσίας σύγκρουση με τις φασιστικές αρχές. Συνεργάστηκε τόσο στην επιχείρηση κατάκτησης της ΕΣΣΔ, συγκροτώντας τάγμα εθελοντών, όσο και στην καταστολή των ανταρτών, ιδιαίτερα με τη δημιουργία της διαβόητης για την αγριότητά της πολιτοφυλακή (Milice) υπό τον Ζοζέφ Νταρνόν. Ιδιαίτερα σκοτεινός υπήρξε ο ρόλος της κυβέρνησης του Βισύ στο Ολοκαύτωμα, καθώς Γάλλοι αξιωματούχοι, εθελοντές και αστυνομικοί πρωτοστάτησαν στον εντοπισμό και την παράδοση στους ναζί 30.000 περίπου Εβραίων στις ζώνες ελέγχου του καθεστώτος.
Από το 1942 ο Πεταίν προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις ανακωχής με τους συμμάχους, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα του Βισύ δεν προέβαλαν σημαντική αντίσταση στη συμμαχική απόβαση στη Βόρειο Αφρική, γεγονός που ώθησε το Χίτλερ να καταλάβει και την υπόλοιπη Γαλλία, μολονότι το καθεστώς κι ο Πεταίν τυπικά παρέμεναν στη θέση τους. Μετά την απόβαση των αγγλοαμερικανών στη Νορμανδία ο Πεταίν συλλαμβάνεται κι οδηγείται στη Γερμανία, για να επιστρέψει στο τέλος του πολέμου στη Γαλλία, όπου συνελήφθη και κατηγορήθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση του ντε Γκωλ για συνεργασία με τον κατακτητή και εσχάτη προδοσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά ο ντε Γκωλ που τον θαύμαζε σε προσωπικό επίπεδο μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Αργότερα, όταν ο ψυχρός πόλεμος κατέστησε πιο αποδεκτό τον ορκισμένο αντικομμουνιστή Πεταίν, έγιναν πολλές παρεμβάσεις υπέρ της απελευθέρωσής του, όπως από τη Βασίλισσα Μαίρη, το δικτάτορα Φράνκο αλλά και τον ίδιο το Χάρυ Τρούμαν, ο φόβος όμως της ενίσχυσης των Γάλλων κομμουνιστών από μια τέτοια κίνηση απέτρεψε την υλοποίησή της. Πάσχοντας από σοβαρά προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων βαριάς μορφής άνοια τα τελευταία χρόνια της ζωής του πέθανε στις 23 Ιούλη 1951 σε ηλικία 95 ετών.
Μεταπολεμικά το εύρος της αποδοχής του Πεταίν και του καθεστώτος του Βισύ από τμήματα της γαλλικής κοινωνίας, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια, αποτέλεσε θέμα-ταμπού. Η δημόσια και μετέπειτα ακαδημαϊκή συζήτηση ξέσπασε έντονα με την προβολή (μετ’εμποδίων) του ντοκιμανταίρ του Μισέλ Οφίλς “Η λύπη και ο οίκτος”, που εξετάζει τα κίνητρα της συνεργασίας με το καθεστώς με βάση μαρτυρίες της περιοχής Κλερμόν-Φεράν. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο γνωστότερες είναι οι συμβολές του Αμερικανού καθηγητή Ρόμπερτ Πάξτον καθώς και του Γάλλου ιστορικού Ανρί Ρουσό, που με το βιβλίο του “Το σύνδρομο του Βισύ” έδωσε όνομα σε ολόκληρο το φαινόμενο της επίπονης αναμέτρησης με την κληρονομιά του καθεστώτος, η οποία βάρυνε μεταξύ άλλων και τον σοσιαλιστή πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν. Ο κεντροδεξιός πρόεδρος Ζακ Σιράκ και διάδοχος του Μιτεράν βρήκε μια εξαιρετική ευκαιρία να χτίσει την υστεροφημία του, όταν σε ομιλία του το 1995 παραδέχτηκε για πρώτη φορά δημόσια την εμπλοκή του γαλλικού κράτους για τη σύσταση και τις εγκληματικές ενέργειες του συγκεκριμένου καθεστώτος.