Ο Τσε Γκεβάρα ενάντια στο Φιντέλ, τους Σοβιετικούς και άλλες ιστορίες…
Η στάση του Τσε ήταν η κριτική ενός κομμουνιστή ενάντια σε όσα αδυνάτιζαν το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το κομμουνιστικό κίνημα, όχι ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και το σοσιαλισμό
Η συνταγή είναι παλιά και δοκιμασμένη, από τον “τσελεμεντέ του μικροαστού”.
Άλλο οι κομμουνιστές κι άλλο το κόμμα τους, η εξουσία τους, ο ένοπλος στρατός τους. Οι πρώτοι μεγαλουργούν, τους θαυμάζουμε και τους οικειοποιούμαστε σαν ηρωικές εμβληματικές μορφές. Τα δεύτερα σφάζουν, καταπιέζουν, προδίδουν τους πρώτους, τους τρώνε όπως ο Κρόνος τα παιδιά του. Πιο κλισέ κι από μπλουζάκι με τον Τσε, κονκάρδα με τον Τσε, μποξεράκι με τον Τσε και όλα τα συμπαρομαρτούντα της εμπορευματοποίησης.
Σιγά μη γλίτωνε ο Ερνέστο Γκεβάρα από αυτήν τη μόδα. Γιατί έφυγε λοιπόν ο Τσε από την Κούβα; Μήπως ήρθε σε ρήξη με το Φιντέλ; Μήπως είχε βαρεθεί να σαπίζει στα γραφεία και τα οφίτσια, για να μη βουλιάξει στη ρουτίνα και γίνει ένα γραφειοκράτης; Μήπως έβλεπε τα χρόνια να περνούν και το στόχο να απομακρύνεται, σαν το βάθος του ορίζοντα όσο τον πλησιάζεις;
Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική και σίγουρα πιο σύνθετη. Οι Κουβανοί όφειλαν να μείνουν στη χώρα τους για να ολοκληρώσουν την επανάστασή τους, το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Ο Τσε ήταν Αργεντίνος και δεν είχε τέτοια δέσμευση. Φεύγοντας από την Κούβα, για να συνεχίσει το αντάρτικο σε άλλες χώρες, της πρόσφερε την καλύτερη υπηρεσία που μπορούσε, ως προέκταση του δικού της αγώνα, και έτσι αντιλαμβανόταν το επαναστατικό του καθήκον.
Είχε ποτέ συγκρούσεις ή διαφορετικές αντιλήψεις με τον Κάστρο; Στρατηγικές διαφωνίες, σίγουρα όχι. Αυτή η ομοψυχία ήταν εξάλλου το θεμέλιο της φιλίας τους, αλλά κυρίως της διαρκούς πορείας της επανάστασης σε πιο ριζοσπαστικά μονοπάτια, με σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Ο Τσε και ο Φιντέλ εξάλλου δε γεννήθηκαν κομμουνιστές. Διαμορφώθηκαν και συνάντησαν στην πορεία το μαρξισμό-λενινισμό, ως φυσική συνέπεια της δικής τους αγωνιστικής συνέπειας.
Αυτό δεν αποκλείει να είχαν διαφορετική αντίληψη για επιμέρους ζητήματα. Συνήθως αναφέρεται ως τέτοιο η στάση τους απέναντι στους Σοβιετικούς, οι εμπορικές σχέσεις και η συνεργασία με την ΕΣΣΔ. Είναι γνωστό πάντως πως αμφότεροι είχαν απογοητευτεί με τη στάση του Χρουτσόφ και την υπαναχώρησή του κατά την “κρίση των πυραύλων” που τους άφησε εκτεθειμένους. Ο Φιντέλ ήταν όμως υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα πράγματα από τη θέση του ως ηγέτης μιας χώρας, να εξασφαλίσει στρατηγικούς συμμάχους κι επέλεξε συνειδητά να είναι στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και στο πλευρό των Σοβιετικών, ακόμα και στα χρόνια της Περεστρόικα. Ο Τσε αντιθέτως είχε μεγαλύτερο περιθώριο κι ελευθερία κριτικής και κινήσεων -θα επιστρέψουμε σε αυτό παρακάτω.
Πώς προκύπτει όμως η ρήξη στη σχέση των δύο ανδρών; Με ποιο κριτήριο διαχωρίζουμε τον ένα από τον άλλον; Ο Τσε έπρεπε να κρυφτεί και να αναχωρήσει μυστικά από τη χώρα, χωρίς επίσημες τελετές αποχαιρετισμού, για λόγους συνωμοτικότητας. Ο Φιντέλ δεν τον άφησε να φύγει σε μια αποστολή αυτοκτονίας χωρίς γυρισμό, αλλά βρισκόταν σε συνεχή επαφή μαζί του, του έδωσε εκλεκτούς συντρόφους και κάθε πιθανή βοήθεια, πιστεύοντας στον αγώνα του και τη δυνατότητα να νικήσει. Και όταν ήρθε το τέλος, έκλαψε ειλικρινά για την απώλειά του και τον ανέφερε ως παράδειγμα: αν με ρωτούν πώς θέλουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, θα έλεγα πως θέλουμε να γίνουν σαν τον Τσε.
Όσοι προσπαθούν να διαχωρίσουν το ηγετικό δίδυμο της κουβανικής επανάστασης -όπου έχει θέση βέβαια και ο Ραούλ και ο Σιενφουέγος και όλος ο κουβανικός λαός- ματαιοπονούν. Πλασάρουν την εικόνα του επαναστάτη που παράτησε τα αξιώματα, ενάντια στον Κάστρο που έμεινε πίσω, γαντζωμένος τάχα στην εξουσία. Στην πραγματικότητα μισούσαν το Φιντέλ και την κουβανική επανάσταση γιατί νίκησε, και τυλίγουν τον Τσε με το “φωτοστέφανο” που βάζουν στους νεκρούς κομμουνιστές, για να θάψουν τους ζωντανούς.
Ποια ήταν όμως η στάση του Τσε απέναντι στους Σοβιετικούς; Τι σημασία είχε ο λόγος του στο Αλγέρι; Ο Τσε έκανε καταρχάς συντροφική κριτική στο “σοβιετικό μοντέλο” εννοώντας βασικά την τότε κυρίαρχη γραμμή της και τη στροφή στα κριτήρια της οικονομίας της αγοράς. Άσκησε κριτική στην προτεραιότητα που δινόταν στα υλικά κίνητρα θεωρώντας τα μοχλό που οδηγεί στον καπιταλισμό και προκρίνοντας στη θέση τους τη χρήση ηθικών κινήτρων που προωθούν τη διαμόρφωση μιας άλλης προσωπικότητας με κομμουνιστικά στοιχεία. Είναι η κριτική ενός κομμουνιστή που δε βάζει απέναντι τη Σοβιετική Ένωση αλλά σημειώνει σχεδόν “προφητικά” εκείνους τους παράγοντες που δυναμιτίζουν τα θεμέλια της σοσιαλιστικής οικονομίας. Είναι, με άλλα λόγια, ακριβώς το είδος της κριτικής που έπρεπε να γίνει αλλά έλειπε σε μια κρίσιμη καμπή για το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς, όταν ακόμα και μια καλοπροαίρετη επισήμανση μπορούσε να θεωρηθεί ως διαφοροποίηση που δίνει πάτημα στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
Οι διαφορές δεν εξαντλούνταν στο “μοντέλο” σοσιαλιστικής οικοδόμησης αλλά αφορούσαν και την επαναστατική στρατηγική-τακτική και σε άλλες χώρες. Όση κριτική κι αν ασκηθεί πχ στη λογική του “φοκισμού”, των πολλών ένοπλων εστιών που θα προωθήσουν τον πολιτικό αγώνα και δεν έρχονται ως επιστέγασμά του, είναι σίγουρα άλλης τάξης από αυτή που μπορεί να γίνει στην πολιτική του ειρηνικού περάσματος και τις αυταπάτες που καλλιέργησε.
Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για την κριτική και τα “λάθη” ενός κομμουνιστή που ήταν ενάντια σε όσα αδυνάτιζαν το σοσιαλισμό, τη Σοβιετική Ένωση και το κομμουνιστικό κίνημα και όχι ενάντια στους κομμουνιστές και τις σοσιαλιστικές χώρες. Κι αυτό δεν μπορεί να αλλοιωθεί και να αλλάξει, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι.