Οι 200 τυφεκισμένοι

Η μέρα σήμερα είν’ όμορφη, σα μικρή νυφούλα. Η φύση δεν κλαίει. Στολίστηκε! Κι η στιγμή του τέλους πλησιάζει. Η Αθήνα στο ποδάρι! Όλα σπαράζουν. Άγριο κύμα είναι το μίσος, ο οδυρμός κι ο βόγγος. Κι όσο πλησιάζει κανείς στον τόπο του μαρτυρίου και της θυσίας. Παγκράτι, Βύρωνα, Καισαριανή, σ’ αυτό το συνοικισμό πιότερο, εδώ σιμά στο Σκοπευτήριο, στο Θυσιαστήριο, τρέμει το χέρι, σαλεύει το μυαλό, χάνεται ο άνθρωπος, εκμηδενίζεται, δεν υπάρχει…

Οι 200 τυφεκισμένοι

Αύριο, στο Πρωτομαγιάτικο γλυκοχάραμα – που η δροσιά του γίνεται νάμα της ψυχής, θέριεμα της πίστης, μια φλόγα θεϊκή ν’ ακτινοβολάει, ίδιο με χλιό ιδρώ, πόθοι κι ελπίδες στο νιο κορμί, αύριο! διακόσια κορμιά στη γραμμή θα σωριαστούν κάτω από φαρμακερά βόλια.

Οι ναζί εκδικούνται! Οι Έλληνες εξαγοράζουν την λευτεριά τους με βαρύ τίμημα. Ένας δικός τους πενήντα δικοί μας. Κι αν ο ένας είν’ απ’ τους τρανούς, αυξάνει η ταρίφα. Όπως τώρα. Στη μια σταγόνα αίμα, διακόσιες των ρωμιών!

1 Μαΐου 1944. Αύριο!

Η Αθήνα αργανασαίνει. Το μήνυμα τρέχει σαν αστραπή κι αναστατώνει τις ψυχές. Οι πολίτες της πολύφημης πόλης  πνίγονται στην αγωνία απ’ την τρομερή είδηση.

Μαζεμένοι δυο – δυο, τρεις – τρεις – τρεις, σε μικρές ομάδες, κουβεντιάζουν, σιγά, μόνον γι’ αυτό. Όλα παραμερίστηκαν. Ξυπνάει μέσα τους κάτι, βαθύτερο, αυτό που λέμε αίσθημα αυτοσυντήρησης. Τόσα παιδιά όμηροι, χωρίς γνώση καν για το λόγο που τιμωρούνται, αποσπώνται ανάμεσ’ από χιλιάδες μαντρωμένους σ’ ένα στρατόπεδο και μαζεμένους εκεί από μια πολιτεία με τόσους δεσμούς μαζί τους…

Ο πόνος είναι δυνατός, βαθύς, καθολικός. Ο κίνδυνος δεν είναι για ένα και για δυο. Ο Γερμανός ναζί σημάδεψε καλά πριν ρίξει το δίχτυ του. Ψαράς μαστορεμένος, χαίρεται το σπαρτάρισμα ολάκερου του κοπαδιού. Και κοπάδι, που χαροπαλεύει στη θάλασσα της οδύνης και του πόνου, είν’ όλη η Αθήνα με τον Πειραιά.

Όσοι έχουν πολυαγαπημένα πρόσωπα ξαμολιώνται ίδιοι με τρελλούς, και παίρνουν το δρόμο για το Χαϊδάρι, το στρατόπεδο. Στράτα πένθιμη που γίνεται απ’ το πλήθος της, γιοφύρι, ανάμεσά του και της Αθήνας, για να τρέξει πάνω του η παρηγοριά και η ελπίδα. Μια σκέψη, μια ψυχή. Ποιοι είναι οι διακόσιοι μελλοθάνατοι;

Το Χαϊδάρι είναι ο τόπος του οδυρμού. Ένας καινούργιος Κήπος του Κλαθμώνα απλώνεται μ’ αδάκρυτο κι αμίλητο πλήθος, μπρος στα πρόσθετα σκληρά μέτρα, που πήραν οι ναζί.

Τα μάτια μοιάζουν αμέτρητους – χιλιάδες προβολείς, που προσπαθούν φως, ελπίδας. μα όλοι το ίδιο παραδέρνουν στο χάος της απελπισίας. Δεν έχει επισκεπτήριο! Κι η απόσταση ενός χιλιομέτρου. Μαύρα, παρδαλά, κινούμενα σημάδια. Τι να δουν! Τι να διακρίνουν! Η υπερένταση πρώτα. Ο κάματος μετά κι απογοήτευση. Μόνον ένα καθήκον! Μόνον μια υποχρέωση!

Έτσι όλα έμοιαζαν εκείνο το απόγεμα. Κι ο ήλιος που γινόταν μάρτυρας σε τέτοιες σκηνές, ντυμένος στη λαμπρότητά του, βούτηξε πίσω, στα βουνά, αδιάφορος, σβύνοντας σιγά – σιγά, κι ένα – ένα, όλα τα φώτα. Κι απλώθηκε σκοτάδι. Στην πεδιάδα. Στα βουνά. Στην Πολιτεία.

Απόψε, παραμονή Πρωτομαγιάς, γιορτή πανανθρώπινη, που οι πόθοι φουντώνουν στο κεφάλι, όπως οι χυμοί των δέντρων στα κλαδιά, μέρα γιορταστική, που τα λουλούδια, ο χλιός αγέρας, τ’ άστρα, το νοτισμένο χώμα, γίνονται όνειρα μεθυστικά καινούργιας ζωής, στο Χαϊδάρι… Αλλοίμονο! Οι Διακόσιοι χωρισμένοι απ’ τις χιλιάδες τους συντρόφους τους, έχουν κλειστεί στους θαλάμους για τους μελλοθάνατους. Ο κόσμος στριφογυρνάει μπρος τους σε εικόνες. Αυτός που έζησαν. Που ξέρανε. Και θέλανε να κάνουνε δικό τους.

Στην Αθήνα και το Πειραιά, όλοι το ίδιο πέρασαν και ξημέρωσαν. Νύκτα ομαδικής φρίκης και αγωνίας.

***

Η μέρα σήμερα είν’ όμορφη, σα μικρή νυφούλα. Η φύση δεν κλαίει. Στολίστηκε! Κι η στιγμή του τέλους πλησιάζει. Η Αθήνα στο ποδάρι! Όλα σπαράζουν. Άγριο κύμα είναι το μίσος, ο οδυρμός κι ο βόγγος. Κι όσο πλησιάζει κανείς στον τόπο του μαρτυρίου και της θυσίας. Παγκράτι, Βύρωνα, Καισαριανή, σ’ αυτό το συνοικισμό πιότερο, εδώ σιμά στο Σκοπευτήριο, στο Θυσιαστήριο, τρέμει το χέρι, σαλεύει το μυαλό, χάνεται ο άνθρωπος, εκμηδενίζεται, δεν υπάρχει…

Ολούθε καρτερούν τα παλληκάρια. Ανεβασμένοι στις ταράτσες, στις στέγες, στα δέντρα, στους γύρω λόφους. Μηρμυγκιά, μιλιούνι, κόσμος, πλήθος, η Αθήνα!…

Στην πένθιμη γαλήνη π’ απλώνεται, κι ενώ οι καμπάνες ηχούν, ντιγκ ντιγκ νταγκ, η μια’ πο δω κι η άλλη’ πο κει, πολλές – πολλές, όλες οι γύρω καμπάνες, συναυλία ήχων νεκροπομπής. Φαίνεται το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο, με τα νια παιδιά π’ οδηγούνται στο σφαγείο. Μπρος – πίσω, γύρω του, άλλα αυτοκίνητα – κούρσες γεμάτα ναζί οπλισμένους μ’ αυτόματα. Όλα ριγούν στο διάβα τους. Όλα σιωπούν και μόνο το τραγούδι ηχά δυνατό, σταθερό, είκοσι – τριάντα μαζί, ύμνος στη λευτεριά και ύστατο χαίρε, στη ζωή, στη νιότη. Ένα δυο, τρία….Τρέχουν τ’ αυτοκίνητα γρήγορα, γίνονται καπνός και περνούν στον τόπο της θυσίας.

*

Έν’ αυτοκίνητο αργεί, δεν ήρθε. Οι ναζί είν’ ανήσυχοι συζητούν. Μετρούν και ξαναμετρούν. Τριάντα απουσιάζουν απ’ το επιθανάτιο προσκλητήριο. Τι να συμβαίνει; Όλοι αναρωτιούνται. Και οι λεβέντες μας, στον τόπο της εκτέλεσης, κατέβασαν τον τόνο της φωνής τους, σιγοτραγουδάνε, άλλοι σωπάνε. «Μήπως κι ημέρεψαν τα κτήνη…». «Μήπως…».

Τίποτα, τίποτ’ απ’ όλα αυτά! Η σκληρότητα βρίσκεται πάντα στο κορύφωμά της.

Το αυτοκίνητο χάλασε στην είσοδο της πλατείας του Θησείου. Σε μια στιγμή, λίγο μετά, ένα παιδί απ’ τους μελλοθάνατους, δίνει ένα πήδημα – «έτσι κι αλλοιώς, θα σκέφτηκε, στο θάνατο πηγαίνω» – πατάει στο δρόμο και τρέχει στον κατήφορο. Οι ναζί πυρά ομαδόν! Λίγα μέτρα πιο κάτω στάθηκε το παιδί, έκανε μερικές κινήσεις πέρα – δώθε, μπρος – πίσω, στο πεζοδρόμιο που βρέθηκε τρέχοντας πάνω ‘πο μια υπόγεια σκάλα, λύγισε, έγειρε μπρος πέφτοντας μέσα με το κεφάλι. Εκεί είχε χωθεί κι ένας περαστικός διαβάτης που ζήτησε καταφύγιο, σαν άναψε το κακό. Και σβουρωμένος καθώς ήταν στην υπόγεια σκάλα, ένοιωσε πάνω του ζεστό, καυτό, όλο άχνα, αίμα και μυαλά, χυμένα απ’ το καύκαλο του παιδιού που τώχαν κεντήσει οι σφαίρες.

Οι ναζί όλο λύσσα και μανία πήραν τ’ άψυχο, ίδιο ράκος κορμί με χέρια π’ έσταζαν από αίμα και το ξανάφεραν στο μέρος απ’ όπου είχε πηδήξει. Έσμιξαν τη ζωή με το θάνατο!

Το αυτοκίνητο λίγο μετά είχε φτιάξει. Κι αμέσως ολοταχώς. Είκοσι εννηά για εκτέλεση κι ένας εκτελεσμένος. Το καθήκον πρότρεξε!

Όταν έφτασε στους δρόμους της Καισαριανής, το συναγμένο πλήθος άρχισε να γέρνει απ’ το βάρος της αγωνίας. Οι καμπάνες που σαν κουρασμένες, σήμαιναν απίθανα, συρτά, το ντιγκ ντιγκ – νταγκ, περιμένοντας το κάποιο θάμα, ξαναζωήρεψαν το μοιρολόι τους.

Τώρα πια όλα τέλειωσαν. Κι αρχίζει ο κλονισμός. Όλα σειούνται. Ο πόνος αγγίζει τη ρίζα. Όλα γονατίζουν. Η στιγμή της θυσίας!

Τα παλληκάρια, η πρώτη σειρά απ’ τους τριάντα, αραδιάζονται με την πλάτη προς τον τοίχο, μέσα σ’ ένα χαντάκι, τα στήθια μπρος στα πολυβόλα, υπέροχα, εμπαιχτικά, προκλητικά, αλύγιστα, σε φανταχτερή μεγαλοπρέπεια, στην επιθανάτια αυτή δοκιμασία. Τραγουδάνε, μεθυσμένα απ’ το δυνατό πιοτό της λευτεριάς. Άλλοι ζητωκραυγάζουν και μερικοί αραιώνουν τα δάκτυλα κι απ’ τα δυο χέρια κατάμουτρα στους δήμιους τους. Ο θάνατος δε φοβάται το θάνατο!

Πρώτα κάτι ακατάληπτες, δυνατές γερμανικές φωνές, σαν προσταγή, που πνίγονται στο τραγούδι που ηχά και σ’ άλλες φωνές, η ύστατη λαλιά του μελλοθάνατου, διαθήκη εκδίκησης και μίσους, στη βία και στο ναζισμό. Και μετά, ένα συνεχές ΚΡΡ…ΚΡΡ…ΚΡΡ…το πολυβόλο σα δρεπάνι, που θερίζει, πνίγει τη φωνή, σκορπάει τη σιωπή, φέρνει το θάνατο. Οι ναζί καγχάζουν τώρα. Είν’ η σειρά τους. Τιμώρησαν τον κομπασμό και την έπαρση! Μαζί και την αντρεία.

Η σκηνή στην τραγικότητά της έχει κάτι και το κωμικό. Τ’ αλύγιστα κι ακλόνητα κορμιά απότομα λυγούν και κλονίζονται, ακυβέρνητα απ’ την ψυχή πούταν πριν θάρρος και θέληση. Χορεύουν περίεργα σαν αντρείκελα πούσπασαν οι σπάγγοι τους. Στριφογυρνούν, παραδέρνουν, πηγαίνουν πίσω, μπρος, δεξιά, αριστερά σαν ζαλισμένοι απ’ ασυνήθιστο πιοτό, λυγούν τα γόνατά τους, σωριάζονται και φιλούν το άγιο χώμα, που σε λίγο θε να τους δεχτεί. Μερικοί γκρεμίστηκαν σαν κεραυνός να τους έπληξε. Άλλοι αγωνίζονται να μείνουνε ακόμα όρθιοι, ωραίοι, όπως πρώτα, γενναίοι και υπερήφανοι, σα να μη θέλουν να ντροπιαστούν.

Το ρίγος ίδιο μ’ αγέρι, που κυματίζει τη θάλασσα, διατρέχει το πλήθος. Όσο κοντύτερα σκεπάζουν το πρόσωπο από φρίκη. Πολλοί αγκαλιάζονται μεταξύ τους γιατί δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος τέτοιας συμφοράς. Κι αρκετοί, πιότερο γυναίκες, κυλιούνται κάτω λιπόθυμοι. Μια αλλαφροσύνη κυριαρχεί παντού.

Η σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Έτσι εκτελέστηκαν και οι εκατόν ενενήντα εννέα. Κι έτρεξε πολύ αίμα. Όσοι πήγαν ευθύς μετά να δουν λένε, πως ήταν σωστή λίμνη στο χαντάκι, που έγιναν οι εκτελέσεις, σε μάκρος οκτώ έως δέκα μέτρα και ανάλογο πλάτος.

Τα κορμιά, μετά την εκτέλεση, φορτώθηκαν σαν σφαγμένα αρνιά, σε κλειστά μεγάλα αυτοκίνητα. Και μεταφερθήκανε στο νεκροταφείο.

Σ’ όλη τη διαδρομή, απ’ όπου πέρασαν, το αίμα αχνό και κόκκινο έσταζε στους δρόμους, χαράζοντας οδοντωτές γραμμές.

Το πλήθος στέναζε. Όλο το πλήθος. Το πένθος βαρύ, αβάστακτο, τυραννικό, μαζί με τους ανθρώπους, που σκορπούσαν απλώνονταν προς τα κάτω στην πολιτεία και θέριευε το μίσος για εκδίκηση.

 

Χρύσανθου Γάιου, Αίμα και Τάφοι, Χαϊδάρι, Ηλέκτρα, Οι 200 τυφεκισμένοι, εκδ. Αλφειός, 1982

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: