«Οι Γερμανοί δούλευαν με το πολυβόλο και οι Οχρανίτες με το μαχαίρι…» – Η σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς στις 6 Απρίλη 1944
Η αγριότητα και ο τρόπος που διαπράχθηκε η σφαγή δεν μπορεί να περιγραφεί…Έσφαξαν ακριβώς διακόσιους τριάντα τρεις όλους γυναίκες και παιδιά μεταξύ δε αυτών και κάποιους γέροντες…Αργά το απόγευμα της 6ης Απριλίου, η σφαγή είχε ολοκληρωθεί. Τίποτε δε θύμιζε το μικρό όμορφο χωριό της Κλεισούρας…
Στις 6 του Απρίλη 1944 Γερμανοί και άνδρες του συνταγματάρχη Πούλου φορτωμένοι σε γερμανικά αυτοκίνητα, μπήκαν στο χωριό Κλεισούρα Καστοριάς. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία, εκτέλεσαν 233 (σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, 258) Κλεισουριώτες άνδρες και γυναικόπαιδα. Στη σφαγή αυτή πήραν μέρος και ένοπλοι των Ραβάλι και Κάλτσεφ. Όλοι τους υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές Γερμανών αξιωματικών.
Για το πώς έγινε το ολοκαύτωμα δίνουμε αποσπάσματα από σημείωμα του ιστορικού Ιάκωβου Περ. Χορνδροματίδη στην εφημερίδα «Ο Πέρδικας και η Εορδαία» της 5-7-1995, με πολύ συνταραχτικές σκηνές:
«…Ψυχή και πρωτεργάτης της βουλγαρικής προπαγάνδας ο ταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού Κάλτσεφ, επικεφαλής της ΟΧΡΑΝΑ, της οργάνωσης βουλγαριζόντων της περιοχής.
Εξοπλίζει και κινητοποιεί βουλγαρόφρονες κατοίκους της Δυτ. Μακεδονίας κυρίως κατοίκους της Φλώρινας, Καστοριάς, Αριδαίας και Εορδαίας.
Τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου, βρίσκεται στην Καστοριά, εκπαιδεύει τους Οχρανίτες των χωριών Κεφαλάρι και Βασιλειάδα, 143 το σύνολο ενώ παρίσταται στην ορκωμοσία στο Αμύνταιο άλλων Οχρανιτών και Βουλγάρων εποίκων που ήρθαν από τη Βουλγαρία παρουσία μάλιστα Γερμανών αξιωματούχων.
Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 15 Φεβρουάριου του 1944, ο Κάλτσεφ επισκέφθηκε την Κλεισούρα μαζί με ένα συνεργάτη του και άνθρωπο των Γερμανών, κάποιον καπετάν Ανδρέα της ομάδας του Πούλου που δρούσε στην περιοχή Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών. Πήγε εκεί ο ίδιος βαδίζοντας με τα πόδια μέσα στα χιόνια, για να εγκαταστήσει φυλάκιο με 30 Οχρανίτες και υποχρέωσε τους κατοίκους να φέρουν στρώματα για τους Κομιτατζήδες ενώ άφησε στο χωριό τον Πουλικό καπετάν -Ανδρέα με την εντολή να κρατάει 20 Κλεισουριώτες κάθε νύχτα σαν ομήρους για να μη χτυπήσουν τους Οχρανίτες οι αντάρτες της περιοχής.
Το ίδιο βράδυ μίλησε και στους κατοίκους της Κλεισούρας προειδοποιώντας μάλιστα πως «σε περίπτωση που εμφανιστεί έστω κι ένας αντάρτης μέσα ή έξω από το χωριό, θα κάνει την Κλεισούρα στάχτη».
Τα θυμούνται τα λόγια του οι Κλεισουριώτες. Τα θυμούνται, καλά ακόμη κυρίως οι άνδρες που επέζησαν της σφαγής και κάποιες γυναίκες που γλύτωσαν σαν τραυματίες από το ολοκαύτωμα.
Τη νύχτα της 5ης Απριλίου ’44 πέρασαν δύο γερμανικά αυτοκίνητα έξω από την Κλεισούρα γεμάτα στρατιώτες. Στη Γέφυρα Ντούλι δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες. Οι Γερμανοί αναπτύσσοντας ταχύτητα απέφυγαν τη σύγκρουση και κατέφυγαν στην Καστοριά. Το πρωί όμως έφθασε πάλι στην περιοχή μεγάλη γερμανική δύναμη ενισχυμένη και με Κομιτατζήδες Βουλγαρόφρονες της Βασιλειάδας, Βέργας και Λιθιάς. Στην πολύωρη μάχη που ακολούθησε υπήρχαν αμοιβαίες απώλειες Ελλήνων και οκτώ Γερμανών στρατιωτών.
Κατά τη διάρκεια της μάχης μερικοί Οχρανίτες διαφεύγοντας της προσοχής των Γερμανών κατ’ εντολή του Κάλτσεφ, γύμνωσαν τους νεκρούς στρατιώτες και αφού έκοψαν τα γεννητικά τους όργανα τα έβαλαν στο στόμα των νεκρών και τους παρέταξαν σε στάση προσοχής στη Γέφυρα Νταούλι, έξω από το χωριό, για να τους δούνε οι Γερμανοί που θα περνούσαν σε λίγο από εκεί.
Αυτό κι έγινε.
Αφού εν τω μεταξύ, οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει καταφεύγοντας στα γύρω βουνά, φθάνουν με αστραπιαία ταχύτητα στην περιοχή 45-50 αυτοκίνητα από την Κοζάνη και Πτολεμαΐδα γεμάτα στρατιώτες των SS και Οχρανιτών. Κύκλωσαν το χωριό. Όλοι οι άνδρες όμως εκτός από τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα πρόφθασαν και μέσα από τα χιόνια έφυγαν. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ποτέ ότι οι Γερμανοβούλγαροι θα ξεσπούσαν πάνω σε αθώα θύματα. Στη Γέφυρα ήδη ήσαν συγκεντρωμένοι από το πρωί οι Κομιτατζήδες της Βέργας, Λιθιάς Κορυσσού και της Βασιλειάδας της γνωστής τότε «μικρής Σόφιας» όπως αποκαλούνταν στην περιοχή. Παρόντες ακόμη και οι διοικητές της Καστοριάς Γερμανοί αξιωματικοί Ράιτσελ και Χίλντερμπραντ. Σ’ αυτούς απευθύνθηκε τότε ο Κάλτσεφ λέγοντάς τους πως «το έργο αυτό είναι των Ελλήνων και πρέπει οπωσδήποτε να καθαριστεί το χωριό..». Το καταθέτουν αυτό οι άνθρωποι του Κάλτσεφ όταν καταδικάστηκαν αργότερα από τα δικαστήρια για τη συνεργασία τους με τον κατακτητή και τις εγκληματικές τους ενέργειες.
Οι Γερμανοί και οι Οχρανίτες, οδηγούμενοι από βουλγαρίζοντες που γνώριζαν τον τόπο, μπήκαν στο χωριό. Το κρύο ήταν τσουχτερό και οι γέροντες με τις γυναίκες ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Μερικοί από τους Κομιτατζήδες οδηγούς φορούσαν μάσκες για να μην αναγνωριστούν. Κάποιες γυναίκες όμως που έζησαν, είδαν γνωστούς βουλγαρόφρονες από τα πάνω χωριά να οδηγούν τους εκτελεστές τους.
Ο Κλεισουριώτης Σαρίφας, ενώ έβγαινε από το χωριό, πρόλαβε και αναγνώρισε έναν γνωστό του Οχρανίτη Κλεισουριώτη, κάτοικο Βέργας, τον Κων/νο Καλλίτσα ή Καλλίτσεφ, ο οποίος πήγαινε τακτικά στη γενέτειρά του και τους λήστευε σαν άνθρωπος του Κάλτσεφ. Άλλοι οδηγοί κουκουλοφόροι ήταν ο Δούκας από το Σκλήθρο, κάποιος Βούντης από τη Βέργα, οι Θανάσης Δούκας και Σωτήριος Λιοτίκας από τη Βασιλειάδα, ο Σπύρος Βασιλέφ από το ίδιο χωριό, ο γνωστός Ντάνεφ πρωτοπαλίκαρο του Κάλτσεφ και άλλοι.
Αμέσως άρχισαν τις εκτελέσεις. Άρπαζαν τις γυναίκες και τα παιδιά σπάζοντας τις πόρτες και αφού τους έστηναν στη σειρά τους θέριζαν με τα πολυβόλα.
Κάποιοι μεταχειρίστηκαν και πονηριά – συνηθισμένοι στους Κομιτατζήδες -για ν’ ανοίξουν τις σφαλισμένες πόρτες.
«Άνοιξε Ουρανία, εγώ είμαι ο Κώστας» φώναξε ο Καλλίτσας σε μια γνωστή του Κλεισουριώτισσα. Άνοιξε για να σε σώσω. Κι αντί να τη σώσει, όπως υποσχέθηκε στην άτυχη Ελληνίδα, την παρέδωσε στους γερμανοβούλγαρους για να την εκτελέσουν. Μια από τις γυναίκες που επέζησαν αφηγήθηκε το δράμα. Σ’ ένα άλλο σπίτι ο Καλλίτσας υπήρξε ακόμη σκληρότερος. «Σώσε μας Κώστα» του φώναζε η σύζυγος του Ν. Τσόγου κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να σώσω κανένα» απάντησε ο Οχρανίτης και αφού έβαλε τις γυναίκες του σπιτιού στη σειρά έδωσε το σύνθημα στους Γερμανούς να τις θερίσουν με το πολυβόλο. Κάποιο άλλο σπίτι, ενός γέροντα, του γερο-Δαμπάση 95 ετών που δεν άνοιξε να μπουν μέσα, το έκαψαν και μαζί μ’ αυτόν κάηκαν και πολλές γυναίκες και παιδιά. Σε μια μόνο αυλή βρέθηκαν σφαγμένες 48 γυναίκες και παιδιά. Στο σπίτι του Σίμου Νώντα από 35 κατακρεουργημένους επέζησαν δύο παιδιά. Η αγριότητα και ο τρόπος που διαπράχθηκε η σφαγή δεν μπορεί να περιγράφει. Έσφαξαν ακριβώς διακόσιους τριάντα τρεις όλους γυναίκες και παιδιά μεταξύ δε αυτών και κάποιους γέροντες.
Ένα 13χρονο κορίτσι που κατόρθωσε να επιζήσει, η Άννα Λούπα κατέθεσε αργότερα στο δικαστήριο δοσιλόγων που δικαζόταν ο Κάλτσεφ, πως η θεία της Σίμνα Λούπα παρακαλούσε επί 10 λεπτά τον Οχρανίτη Βούντη, από τη Βέργα να τη σώσει. Κι αυτός αφού την άφησε λίγο να ελπίσει, έβγαλε το μαχαίρι του και την έσφαξε. Φρικιαστικά πράγματα ανέφεραν και οι άλλοι μάρτυρες.
Η σύζυγος του γιατρού Αργυροπούλου κραύγαζε μισολιποθυμισμένη από τους πόνους να της ράψουν την κοιλιά, αφού τα έντερά της κρεμόντουσαν έξω από τις αλλεπάλληλες μαχαιριές των Βουλγάρων. Και αυτοί της έκαναν τη χάρη καίγοντάς την ζωντανή. Κάποιοι που προσπαθούσαν να ξεφύγουν, εκτελούντο επιτόπου από τους Γερμανούς. Ακόμη και τα ζώα του χωριού δεν ξέφυγαν της μανίας των SS. Οι Γερμανοί δούλευαν με το πολυβόλο και οι Οχρανίτες με το μαχαίρι. Κάποιες έγκυες γυναίκες οι Βούλγαροι της ξεκοίλιασαν σκυλεύοντας μάλιστα τα πτώματα. Αργά το απόγευμα της 6ης Απριλίου, η σφαγή είχε ολοκληρωθεί. Τίποτε δε θύμιζε το μικρό όμορφο χωριό της Κλεισούρας.
Μόνο ερείπια, καμένα σπίτια και κατακρεουργημένα πτώματα, μια συνθηματική πράσινη φωτοβολίδα έδωσε το τέλος της σφαγής. Οι γερμανοβούλγαροι, κυρίως οι δεύτεροι – πλιατσικολογώντας, αναχώρησαν για την Κοζάνη και Καστοριά.
Ο Κάλτσεφ είχε ολοκληρώσει το έργο αλλά και την υπόσχεσή του… Να κάνει στάχτη το χωριό.
Κάποιοι Κλεισουριώτες που ήταν κρυμμένοι αναγνώρισαν τους κουκουλοφόρους και τους άλλους Κομιτατζήδες που έφευγαν με τα γερμανικά αυτοκίνητα.
Τον Κώστα Γκόγκη από το Σκλήθρο, τον Πασχάλη Καλιμμάνη πρώην συνεργάτη των Ιταλών, τον Γκέσωφ από το Αμύνταιο και άλλους από τα γύρω χωριά.
Οι Κλεισουριώτες που διεσώθησαν, όχι περισσότεροι από 50-60 δεν τολμούσαν να επιστρέψουν στον κατεστραμμένο τόπο τους. Άλλοι κρύφτηκαν στο δάσος, άλλοι στα μαντριά σε σπηλιές και κάποιοι, οι περισσότεροι, στο διπλανό χωριό Βαρικό. Πέρασε όμως από εκεί ο Κάλτσεφ με την ομάδα του και απείλησε τους κατοίκους του χωριού, να διώξουν τους Κλεισουριώτες που φιλοξενούσαν γιατί θα πάθαιναν τα ίδια και χειρότερα τους προέτρεψε μάλιστα και να οπλιστούν από την ΟΧΡΑΝΑ και τους Γερμανούς, για να χτυπήσουν τους αντάρτες. Και αναγκάστηκαν οι άτυχοι άνθρωποι, να φύγουν πάλι κυνηγημένοι και να γυρίσουν στη ρημαγμένη πια Κλεισούρα.
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην περιοχή, αλλά κι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη η γερμανική διοίκηση προσπάθησε ν’ ανασκευάσει τα γεγονότα και κυρίως στις ουδέτερες χώρες, μιας και το γεγονός μεταδόθηκε αμέσως από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του Λονδίνου και του Καΐρου. Δόθηκε και μια απάντηση στην προφορική διαμαρτυρία της εγκάθετης τότε κυβέρνησης Ράλλη από τον Γερμανό πρεσβευτή Άλτενμπρουκ αλλά φυσικά δεν ικανοποίησε κανέναν.
Γεγονός όμως είναι πως ο ηθικός τουλάχιστον αυτουργός και αρχιεκτελεστής της Κλεισούρας δικάστηκε και τιμωρήθηκε για τα εγκλήματά του. Ο Κάλτσεφ στο δικαστήριο προσπάθησε ν ’αποφύγει τις ευθύνες του. Ανέφερε ψευδώς πως την ημέρα του ολοκαυτώματος βρισκόταν στην Καστοριά άρρωστος, νοσηλευόμενος από τον γιατρό Ρουσούλη. Ο Ρουσούλης όμως βεβαίωσε με όρκο πως δεν τον νοσήλευσε…
Το αν τώρα ο Κάλτσεφ ήταν στην γέφυρα Νταούλι, το βεβαίωσε ο Χίλντεμπραντ στο δήμαρχο Καστοριάς Τσαμίση. Το βεβαίωσε ακόμη και ο Οχρανίτης κ. Τσούλης στον Κλεισουριώτη Σαλαγιάννη, και αργότερα οι σφαγείς Θ. Ντάνεφ και Κων. Στάγκας, που ομολόγησαν ότι εξετέλεσαν απλά τις διαταγές του Κάλτσεφ. Το ίδιο ομολόγησε και ο Δούκας που πήρε μέρος στο ολοκαύτωμα.
Το ίδιο διαλαλούσαν υπερήφανοι και οι Κομιτατζήδες της περιφέρειας, οι οποίοι είχαν τόση αφοσίωση στον Κάλτσεφ, ώστε λέγανε πως «ο βασιλιάς τους ο Βόρις δεν έπιανε παράδες εμπρός σ’ αυτόν».
Και το αστείο είναι πως στη δίκη του δικαιολόγησε την παρουσία σε γερμανοβουλγαρικές επιχειρήσεις λέγοντας, πως πήγαινε για να μη γίνονταν ζημιές σε βουλγαρικά σπίτια!».
Στη δίκη ο γιατρός Λ. Τσαμίσης κατέθεσε ότι: «Οι Γερμανοί μαζί με τις συμμορίες του Κάλτσεφ περικύκλωσαν το χωριό και έβαλαν φωτιά. Καθέναν που επιχειρούσε να βγει έξω από το σπίτι του τον πυροβολούσαν. Τη γυναίκα του γιατρού Αργυροπούλου Μαρία την έκαψαν ολοζώντανη μέσα στο σπίτι της. Από τότε ο γιατρός τρελάθηκε. Ένα παιδάκι σφάχτηκε σαν αρνί από έναν κομιτατζή. Τα θύματα είναι πολλά που δεν τα χώρεσε το Νεκροταφείο και τα έθαψαν στις αυλές των σπιτιών.
Ο Κάλτσεφ που παρενέβηκε δήλωσε πως την Κλεισούρα την έκαψαν οι Γερμανοί με τους ΠΑΟτζήδες και όχι με τους κομιτατζήδες. Και εξήγησε πως οι ΠΑΟτζήδες ήταν μισθοφόροι Έλληνες, εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς.
Ο Επίτροπος παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο και λέει: «οι Γιουγκοσλάβοι έπιασαν τον Κάλτσεφ και τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ και ο ΕΛΑΣ μετά τη Βάρκιζα στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα.
Αργότερα τον Κάλτσεφ παρέδωσαν στις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων.
Οι Άγγλοι τον έστειλαν στη Βουλγαρία για σαμποταριστική δράση. Εκεί πιάστηκε από τα όργανα της ΛΔ Βουλγαρίας. Σύμφωνα με μια πληροφορία καταδικάστηκε σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου και κρεμάστηκε στη φυλακή.