Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου στις σοσιαλιστικές χώρες και η παραχάραξη της ζωής τους σε αυτές
Με αφορμή τα βιβλία των Δορδανά Στ. Ν. – Καλογρηά Β. “«Οι ζωές των άλλων». Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)”, και Δορδανά Στρ. Ν. – Καλογρηά Β. – Μαραντζίδη Ν. (επιμέλεια) “«Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)»”, που γνώρισαν ιδιαίτερης προβολής από τα αστικά ΜΜΕ…
Μετά τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση και την εγκαθίδρυση Σοβιετικής Εξουσίας στη Ρωσία παρατηρήθηκαν μεγάλες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Τη χώρα εγκατέλειπαν η αστική τάξη, όλες οι παλαιές εχθρικές ταξικές δυνάμεις (γαιοκτήμονες, αριστοκράτες, ενταγμένοι στον τσαρικό κρατικό μηχανισμό και τον στρατό).
Από την άλλη, στη χώρα παρέμειναν Γερμανοί και Αυστριακοί αιχμάλωτοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ασπάζονταν τις ιδέες της παγκόσμιας επανάστασης. Παράλληλα, υπό την επίδραση των σφαγών του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης, επαναστάσεις ξέσπασαν στη Γερμανία και την Ουγγαρία, οι οποίες παρά τις ηρωικές μάχες των επαναστατών δεν ευοδώθηκαν. Ως συνέπεια, στη Ρωσία συνέρρεαν αγωνιστές και επαναστάτες ηγέτες που ήταν υπό άμεσο διωγμό (απειλή θανάτου, μακροχρόνιας φυλάκισης), αλλά και αγωνιστές από διάφορες χώρες, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την καταπίεση και την καταστολή των καπιταλιστικών κρατών.
Ταυτόχρονα, στη νεαρή σοσιαλιστική χώρα, πριν ακόμα αναγνωριστεί από την παγκόσμια κοινότητα, συνέρρεαν αγρότες, εργάτες, μηχανικοί και επιστήμονες που ήθελαν να συνδράμουν έμπρακτα στο πρωτόγνωρο κοινωνικό – ιστορικό γεγονός θεμελίωσης μιας άλλης κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν η μεγάλη συγχρονισμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση έπληξε τον κόσμο, πολλοί Φινλανδοί αλλά και Αμερικάνοι προσπάθησαν να ξεφύγουν από την πείνα και την ανεργία περνώντας τα σοβιετικά σύνορα. Αναφέρεται πως τότε περίπου χίλιοι Αμερικανοί έφταναν στη Μόσχα κάθε βδομάδα.1
Θα πρέπει να σημειωθεί πως με βάση την απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1922) δημιουργήθηκε και λειτουργούσε ο Διεθνής Οργανισμός Βοήθειας στους Επαναστάτες Αγωνιστές (ΜΟΠΡ 1922-1948) με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τη βία, την παροχή υλικής, νομικής και ηθικής υποστήριξης σε πολιτικούς κρατούμενους, πολιτικούς μετανάστες και τις οικογένειές τους, και την παροχή βοήθειας σε οικογένειες νεκρών επαναστατών.
Μεγάλο κύμα προσφύγων ακολούθησε και την άνοδο των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, η χώρα των Σοβιέτ δέχτηκε μαζικά κύματα προσφύγων του Ισπανικού Εμφυλίου, του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) από την Ελλάδα, αλλά και αγωνιστών απελευθερωτικών – επαναστατικών κινημάτων άλλων χωρών (π.χ. Χιλιανοί, Ιρανοί, Κούρδοι).
Στα διάφορα «Ιντερντόμ» (Διεθνές Σπίτι του Παιδιού) φιλοξενούνταν χιλιάδες παιδιά πολιτικών κρατουμένων καπιταλιστικών χωρών.
Σε όλους αυτούς θα πρέπει να προστεθούν εκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη που σπούδασαν δωρεάν σε πρωτοπόρα πανεπιστημιακά ιδρύματα2 καθώς και όσοι δέχτηκαν δωρεάν ιατρική περίθαλψη.
Ολα τα προηγούμενα αποδεικνύουν ότι η σοβιετική κοινωνία ήταν ορθάνοιχτη για όσους αντιτάσσονταν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και πολύ περισσότερο ότι η Σοβιετική Ενωση από την ίδρυσή της στις 30 Δεκεμβρίου 1922 και στο μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής της στάθηκε ο φάρος και το αποκούμπι όλων των κατατρεγμένων του πλανήτη.
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ύπαρξη των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου απέκτησαν και άλλους σταθερούς συμμάχους στην πάλη τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό και χώρες πρόθυμες να τους παρέχουν αλληλεγγύη. Στις Λαϊκές Δημοκρατίες ψηφίστηκαν νόμοι, υιοθετήθηκαν διατάγματα και δημιουργήθηκε πλέγμα προγραμμάτων για την προσαρμογή των προσφύγων στη νέα ζωή, τους δόθηκαν όλα τα εφόδια στα πλαίσια των δυνατοτήτων της κάθε χώρας, ενώ εντάχθηκαν στην παραγωγή και την κοινωνία ισότιμα με τους πολίτες αυτών των χωρών.
Σήμερα που οι πρόσφυγες, θύματα ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, έχουν ανάγκη από ανθρώπινη φιλοξενία και δικαιώματα, η εμπειρία της ζωής των προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου έχει βαρύνουσα σημασία.Για αυτό άλλωστε και το όψιμο ενδιαφέρον της αστικής τάξης και των αστών ιστορικών για τη ζωή των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού Εμφυλίου, που πέρα από τους προφανείς λόγους της παραχάραξης της ιστορίας του σοσιαλισμού και των αγωνιστών του ΔΣΕ, στοχεύει και στην άφεση αμαρτιών των «δημοκρατικών» αστικών κοινωνιών, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ως προς την αντιμετώπιση των σημερινών τεράστιων προσφυγικών ροών.
Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα βιβλία: Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι ζωές των άλλων». Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), «επίκεντρο», Θεσσαλονίκη 2020 και Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος – Μαραντζίδης Νίκος (επιμέλεια) «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2024, που γνώρισαν ιδιαίτερης προβολής από τα αστικά ΜΜΕ. Οι συγγραφείς τους μέσα από έναν αχταρμά ασυνάρτητων στοιχείων και «πρακτορολογίας» προσπαθούν με πλάγιο τρόπο να οδηγήσουν τον αναγνώστη στα συμπεράσματα που επιθυμούν και παράλληλα επιδιώκουν να μείνει στο απυρόβλητο το σκοτεινό, πολύπλοκο νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ που επιτρέπει τη «νόμιμη» παρακολούθηση των κομμάτων, των πολιτών, κάθε διαφορετικής φωνής.
Μικρή ιστορική αναδρομή
Τον Αύγουστο του 1949, ο άνισος και σκληρός πόλεμος μεταξύ της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της και του ΔΣΕ έληξε. Οι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ μετά από τρία ολόκληρα χρόνια μαχών υποχώρησαν ζητώντας πολιτικό άσυλο στις σοσιαλιστικές χώρες. Στην πολιτική προσφυγιά πέρασε η Κεντρική Επιτροπή, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, καθώς το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου από το ελληνικό αστικό κράτος.
Οι πρώτοι τους σταθμοί ήταν η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία και μέσω αυτών των χωρών περνούσαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες.3Τους πολιτικούς πρόσφυγες και τα παιδιά τους υποδέχτηκαν η ΕΣΣΔ, η Ρουμανία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Γερμανία (η μετέπειτα ΓΛΔ). Ο συνολικός αριθμός των πολιτικών προσφύγων ήταν 55.881 άτομα, από τα οποία 23.028 άνδρες, 14.956 γυναίκες και 17.529 παιδιά.4Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους λόγω πολεμικών συγκρούσεων, όπως και ο μικρός αριθμός αιχμαλώτων του Εθνικού Στρατού που τους ακολούθησε.5
Αυτό το πολυάριθμο τμήμα του ελληνικού λαού παρέμεινε στην αναγκαστική προσφυγιά έως τη μεταπολίτευση, γιατί οι κυβερνήσεις της Ελλάδας φρόντιζαν με διάφορες ενέργειες να αποκλεισθεί στο εξωτερικό σημαντικός αριθμός πολιτικών και ιδεολογικών τους αντιπάλων.
Στην αρχή με 136 Βασιλικά διατάγματα αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια από 22.266 άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με το αιτιολογικό της δήθεν «αντεθνικής δράσεως εις το εξωτερικόν».6Ενώ το 1962, δεκατρία χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, το νομοθετικό διάταγμα 4234/62 της τότε κυβέρνησης Καραμανλή έκλεινε τον δρόμο του επαναπατρισμού και στους πολιτικούς πρόσφυγες που δεν στερήθηκαν την ιθαγένεια, καθώς όριζε πως οι Ελληνες που βγήκαν έξω από τα σύνορα της χώρας χωρίς διαβατήριο δεν είχαν δικαίωμα επιστροφής στην πατρίδα. Το διάταγμα είχε εφαρμογή στις γυναίκες και τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων.7
Σε όλα τα χρόνια παραμονής τους στις χώρες του εκπατρισμού τους, το ελληνικό αστικό κράτος φρόντισε με κατάλληλο μηχανισμό προπαγάνδας περί αφελληνισμού των πολιτικών προσφύγων να δημιουργήσει συνθήκες ασφυκτικής απομόνωσής τους από την πατρίδα.
Μετά την πτώση της χούντας και παρότι το ΚΚΕ και το εργατικό – λαϊκό κίνημα είχαν πάρει θέση, διεκδικώντας: Ελεύθερο επαναπατρισμό χωρίς όρους, ταυτόχρονη απόδοση ιθαγένειας, υλική και ηθική αποκατάσταση, οι κυβερνήσεις προφασίζονταν πως ο ελεύθερος επαναπατρισμός θα δημιουργούσε κοινωνικό πρόβλημα. Ετσι, έως και το 1982 συνεχιζόταν η τακτική μεμονωμένου με αίτηση επαναπατρισμού.
Το 1982, ψηφίστηκε τελικά ο νόμος για τον επαναπατρισμό, αλλά όχι για όλους, καθώς με τον όρο «Ελληνες το γένος» αποκλείστηκαν οι σλαβομακεδονικής καταγωγής πολιτικοί πρόσφυγες.8
Η ιστορία των προσφύγων μέσα από την «πρακτορολογία»
Οταν έφτασαν οι πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ και τις νέες Λαϊκές Δημοκρατίες, οι ιμπεριαλιστικές χώρες, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, είχαν ξεκινήσει τον «Ψυχρό Πόλεμο». Σε αυτό το πλαίσιο, τον Δεκέμβρη του 1949 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν ενέκρινε την «Πολιτική των ΗΠΑ έναντι των Σοβιετικών Δορυφόρων Κρατών στην Ανατολική Ευρώπη… την έναρξη μιας σειράς φανερών και μυστικών “επιθετικών επιχειρήσεων” με σκοπό την απομόνωση των αληθινών κομμουνιστών στο Ανατολικό Μπλοκ».9 Ενώ οι σκοποί της CIA προέβλεπαν «εντατικοποίηση ενεργητικών και μακροχρόνιων μέτρων και μυστικών επιχειρήσεων στα πεδία του οικονομικού ψυχολογικού πολέμου με σκοπό την υποκίνηση αναταραχών και υποστήριξη εξεγέρσεων σε επιλεγμένες στρατηγικές χώρες δορυφόρους».10
Είναι αυτονόητο πως η ΕΣΣΔ και οι νέες Λαϊκές Δημοκρατίες περικυκλωμένες από καπιταλιστικά κράτη που συσσώρευαν το μίσος των καπιταλιστών του πλανήτη, δεν σταύρωσαν τα χέρια απέναντι στον εχθρό, ούτε κατέφυγαν στην προσευχή για να ξορκίσουν το «κακό πνεύμα» των εξωτερικών εχθρών τους, που συνεχώς προσπαθούσαν με όλους τους τρόπους να ενεργοποιήσουν τις εγχώριες αντεπαναστατικές δυνάμεις και να αποτρέψουν την πορεία προς τον σοσιαλισμό (Ανατολική Γερμανία το 1953, Ουγγαρία το 1956, Τσεχοσλοβακία το 1968). Τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δημιούργησαν τα δικά τους όργανα κρατικής ασφάλειας και αστυνομίας με κύριες λειτουργίες: πληροφορίες αντικατασκοπείας, προστασία των κρατικών συνόρων, καταπολέμηση του εθνικισμού, του εγκλήματος και των αντικοινωνικών δραστηριοτήτων, υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας. Τα όργανα αυτά προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στις σοσιαλιστικές χώρες και το κομμουνιστικό κίνημα, αποκαλύπτοντας σχέδια και κατασκοπευτικά δίκτυα των καπιταλιστικών κρατών.
Οι υπηρεσίες αυτές βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο του λαού και των εργατών και όχι το αντίθετο. Ο στίχος του ποιητή της Επανάστασης Β. Μαγιακόφσκι «η δική μου αστυνομία με προσέχει», ήταν το θετικό βίωμα του κάθε πολίτη της ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως η ασφάλεια της χώρας και των πολιτών μόνο μισητή δεν ήταν.11
Σήμερα, σε καιρούς υποχώρησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και επικράτησης της αντεπανάστασης, οι αστοί και οπορτουνιστές ιστορικοί, έχοντας πρόσβαση στα αρχεία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, τα αξιοποιούν και τα επεξεργάζονται κατά το δοκούν με έναν και μοναδικό στόχο: την καταδίκη όσων αμφισβήτησαν και ανέτρεψαν την αστική εξουσία και τον ηθικό στιγματισμό αγωνιστών και ανθρώπων που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τα δύο προαναφερόμενα βιβλία, που έτυχαν ευρείας προβολής από τα αστικά μέσα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σε αυτά οι συγγραφείς, διόλου τυχαία, προσπερνούν τη συγκεκριμένη χρονική ιστορική περίοδο και τις συνθήκες παρουσίας των πολιτικών προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Αναδεικνύουν δευτερεύοντα στοιχεία και αποσιωπούν τα κύρια, διαμορφώνουν και προβάλλουν γενικά συμπεράσματα από «μεμονωμένες περιπτώσεις», και «ασήμαντο αριθμό ερευνών», όπως οι ίδιοι άλλωστε αναφέρουν.12
Ενδεικτικά, ο υπότιτλος του ενός βιβλίου αναφέρει «Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες», στο κείμενο όμως ο αναγνώστης αντικρίζει μόλις δώδεκα περιπτώσεις Ελλήνων και οι μισές από αυτές δεν ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, αλλά μετανάστες από την Ελλάδα ή Ελληνες από το Δυτικό Βερολίνο ή Ελληνες προπολεμικών ελληνικών κοινοτήτων.13
Γενικότερα, οι συγγραφείς ανασκευάζουν τα δεδομένα μπλέκοντας στοιχεία – φακέλους μαυραγοριτών, κοινών παραβατών νομοθεσίας, και πρακτόρων από την Ελλάδα με τα στοιχεία των κομματικών διαδικασιών που υπήρξαν στο ΚΚΕ (π.χ. ανακαταγραφή των κομματικών μελών) και τη συλλογή δημογραφικών πληροφοριών τυπικών στοιχείων που έχουν όλα τα κράτη του κόσμου για τους κατοίκους τους. Θεωρούν επιλήψιμη την επαγρύπνηση (που την βαφτίζουν «πρακτορολογία»), που υπήρξε το κύριο μέλημα κάθε κομμουνιστή που ζούσε στις σοσιαλιστικές χώρες, πόσο μάλλον αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο το 1961, τον τελευταίο μήνα πριν την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου.14
Μέσα από τη διαστρέβλωση και τη γενίκευση μεμονωμένων στοιχείων, οι συγγραφείς συμπεραίνουν πως το εμπόδιο για τον επαναπατρισμό των προσφύγων ήταν το ΚΚΕ και οι χώρες της υποδοχής τους και όχι οι διατάξεις του ελληνικού αστικού κράτους, όπως τεκμηριώνεται από τα στοιχεία που προαναφέραμε.
Και παρότι αναφέρουν πως «η πρακτορολογία ουδόλως ενδιαφέρει τον ιστορικό»15προσεγγίζουν τη ζωή των προσφύγων μόνο από αυτή τη σκοπιά, θεωρώντας μάλιστα το έργο τους «ένα αμιγώς επιστημονικό πόνημα».
Στρουθοκαμηλίζουν καθώς παραβλέπουν τα όσα έπρατταν την ίδια περίοδο σε υπερθετικό βαθμό όλες οι μυστικές υπηρεσίες των καπιταλιστικών κρατών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα γραφόμενά τους, τα ογκώδη αρχεία της ΣΤΑΖΙ περιέχουν στοιχεία για περίπου 5 εκατομμύρια πολίτες της ΓΛΔ (από τα οποία μόλις 100 φάκελοι αφορούν Ελληνες)16και ξεχνούν πως το 1989 στην Ελλάδα στη Χαλυβουργική παραδόθηκαν στην πυρά περίπου 17,5 εκατομμύρια φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων των Ελλήνων (εκτός του αγνώστου αριθμού φακέλων που διατηρείται έως σήμερα). Στα καθαρά μαθηματικά αυτό σημαίνει: Ενας φάκελος για κάθε τρίτο πολίτη στη ΓΛΔ, τρεις φάκελοι για κάθε έναν πολίτη στην Ελλάδα.17
Αποκρύπτουν ότι η κανονικότητα στην Ελλάδα την ίδια εποχή ήταν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που εκδίδονταν από την Αστυνομία ή την Χωροφυλακή για διορισμό στο Δημόσιο, εγγραφή στα πανεπιστήμια, ακόμα και για έκδοση άδειας οδήγησης ή άδεια νεκροθάφτη. Επιπλέον, το συνδικαλιστικό και το σπουδαστικό της Ασφάλειας διέθετε ένα πλήθος από χαφιέδες, προβοκάτορες, απεργοσπάστες και άλλα καλόπαιδα που συνεργάζονταν σε μόνιμη βάση με την αστυνομία, με το αζημίωτο βέβαια.
Οσο για την υποκριτική έγνοια τους για τα στελέχη του ΚΚΕ που υπέστησαν άδικες κατηγορίες, τα σχόλια περιττεύουν. Ασφαλώς οι μεμονωμένες περιπτώσεις, η ζωή του κάθε Ελληνα πολιτικού πρόσφυγα και μέλους του ΚΚΕ με άδικες κατηγορίες δεν είναι καθόλου αδιάφορες, πολύ περισσότερο που σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κορυφαία ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Οι πραγματικά άδικες κατηγορίες εναντίον τους από το δικό τους Κόμμα, αλλά και από τα αδελφά κόμματα και τα επακόλουθα δεινά τους χρήζουν πραγματικής διερεύνησης. Ωστόσο, αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις ακόμα και εάν αφορούν τη ζωή του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, δεν μπορούν να γενικεύονται και να αντιστρέφουν την πραγματικότητα για τη ζωή στην προσφυγιά.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στο «αμιγώς επιστημονικό πόνημα» των δύο βιβλίων.18
«…Η άφιξη των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων υπήρξε από πολλές πλευρές ταραχοποιό γεγονός»,19
«…το ζήτημα της διαχείρισης και εγκατάστασης των προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες γεννούσε έντονη ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις κρατικές οντότητες του “Σιδηρού παραπετάσματος…“»,20
«…Εγκατέστησαν τους πρόσφυγες σε περιοχές αγροτικές και απομονωμένες, ώστε οι Ελληνες …να τυγχάνουν ευκολότερης επιτήρησης»,21
«Για να επιβιώσουν οι πολιτικοί πρόσφυγες, απαιτούνταν η ιδεολογική τους υποταγή, η καλλιέργεια μύθων και η αποδοχή πλαστογραφήσεων και παραποιήσεων των γεγονότων»,22
«…το πρόβλημα του ελέγχου και της ασφάλειας αντιμετωπίστηκε καταρχήν με την τοποθέτηση των πρώην ανταρτών στο μακρινό Ουζμπεκιστάν, ώστε να τους κρατήσουν όσο το δυνατόν πιο μακρά από την Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες επιτήρησης ήταν πιο αποτελεσματικές».23
Αν τα πράγματα όντως ήταν έτσι, τότε γιατί οι χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών δέχτηκαν τους πρόσφυγες και δεν τους επαναπροώθησαν, δεν έστησαν φράγματα για να μην μπορούν να περάσουν, δεν τους έπνιξαν στη θάλασσα κατά τη μεταφορά τους, δεν τους παρέδωσαν στους διώκτες τους, δεν τους έκλεισαν σε δομές όπως γίνεται σήμερα στις «δημοκρατικές κοινωνίες»;
Αντιθέτως τα σύνορα των Λαϊκών Δημοκρατιών ήταν ανοικτά για τον ΔΣΕ κατά τον ηρωικό του αγώνα, παρέχοντάς του παράλληλα υλική και ιατρική βοήθεια. Μετά τη λήξη του οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και η ΕΣΣΔ οργάνωσαν τη συγκροτημένη αποχώρηση του κύριου όγκου του Δημοκρατικού Στρατού, κάτω από τη μύτη των ταξικών αντιπάλων του ΔΣΕ και διακινδύνευαν την κρατική τους υπόσταση. Προηγήθηκε κατά τον ίδιο υποδειγματικό τρόπο η μεταφορά των παιδιών.
Η πραγματικότητα της ζωής των πολιτικών προσφύγων
Παρότι οι χώρες υποδοχής δεν πρόλαβαν να επουλώσουν τις δικές τους πληγές, η υποδοχή των προσφύγων ήταν θερμή και καλά οργανωμένη. Αμεσα και απλόχερα τους παρείχαν ό,τι παρείχαν στους κατοίκους τους (εργασία, τροφή, ένδυση, στέγη, παροχές υγείας, σπουδές).24Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα χτίστηκαν για τους πρόσφυγες ολόκληρα χωριά, πολιτείες, σπίτια. Οργανώθηκαν λέσχες, έκδοση Τύπου και βιβλίων στα Ελληνικά, λειτούργησαν ραδιοφωνικοί σταθμοί και εντάχθηκε η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στα σχολικά προγράμματα. Ταυτόχρονα έγιναν αποδέκτες των αγαθών της προηγμένης τεχνολογίας, επιστήμης, του πολιτισμού, του αθλητισμού. Με την πάροδο των χρόνων οι Ελληνες πρόσφυγες ταυτίστηκαν με την Ιστορία και τους ανθρώπους αυτών των χωρών, συμμετείχαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες εκπατρισμού τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι αιχμάλωτοι στρατιώτες από τον ΔΣΕ που βρέθηκαν μαζί με τους μαχητές του ΔΣΕ στις σοσιαλιστικές χώρες έζησαν και σταδιοδρόμησαν χωρίς καμιά διάκριση, ισότιμα, όπως όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες.25
Ωστόσο, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες ζωής οι πολιτικοί πρόσφυγες της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα δεν επεδίωκαν να παραμείνουν στις φιλόξενες χώρες όπου έκτισαν τη ζωή τους. Πάσχιζαν για την επιστροφή στη χώρα τους.
Με τον επαναπατρισμό τους αντιμετώπισαν ατελείωτα εμπόδια (αργός ρυθμός απονομής ιθαγένειας, μη απόδοση περιουσίας, μη αναγνώριση πτυχίων, κωλυσιεργία στην απόδοση συντάξεών τους από τις σοσιαλιστικές χώρες, ιατρική περίθαλψη μόνο με βεβαίωση από τη Γενική Ασφάλεια ή τη Διεύθυνση της Χωροφυλακής). Η στέρηση της ιθαγένειας σήμαινε πρακτικά εμπόδια. Στη θέση της ταυτότητας τους χορηγήθηκε έγγραφο με ένδειξη «άνευ δικαιώματος για εργασία».
Μόλις το 1982, όταν ψηφίστηκε τελικά ο νόμος για τον επαναπατρισμό, άνοιξε η χαραμάδα για τις αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις (ιθαγένειας, περίθαλψης, εργασίας, συντάξεων), που όμως σε πολλές περιπτώσεις έφθασε πρακτικά και τη δεκαετία. Ωστόσο, χάρη στα μορφωτικά και επαγγελματικά εφόδια που απέκτησαν στον σοσιαλισμό, οι πρόσφυγες υπερκέρασαν τα εμπόδια και επανεντάχθηκαν γρηγορότερα από κάθε άλλη ομάδα εκπατρισμένων.
Αντί επιλόγου
Οι πολιτικοί πρόσφυγες και τα παιδιά τους, που επαναπατρίσθηκαν έχοντας την εμπειρία από τη ζωή τους στις σοσιαλιστικές χώρες και το «μέτρο σύγκρισης των δύο συστημάτων», υπερασπίζονται τον σοσιαλισμό που γνώρισαν και τον ηρωικό αγώνα των γονιών τους στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Αρκεί να βρεθεί κανείς στα σπίτια τους, στις παρέες τους, στα γλέντια τους, στους καημούς τους, να επισκεφτεί τις ιστοσελίδες τους26και θα αντιληφθεί την πραγματική αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον και ειδικά για τις χώρες που γεννήθηκαν και έζησαν. Ολοι τους νοσταλγούν και προβάλλουν τα «πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής τους στις σοσιαλιστικές χώρες».
Σήμερα η ζωή των πολιτικών προσφύγων του ΔΣΕ στις σοσιαλιστικές χώρες είναι στο στόχαστρο των «παραχαρακτών». Η πλήρης διαστροφή της ιστορικής αλήθειας για τη ζωή τους στις σοσιαλιστικές χώρες είναι συνειδητή προσπάθεια χάλκευσής της, γιατί δεν είναι απλά βίωμα.
Είναι παράδειγμα και οδηγός στη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνεισφορά στα επαναστατικά και στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των λαών, στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, στην πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και υπέρ της φιλίας των λαών για έναν κόσμο απαλλαγμένο από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Παραπομπές:
1. https://47news.ru/articles/240081/
2. Για τους Ελληνες που σπούδασαν στις σοσιαλιστικές χώρες βλέπε την ιστοσελίδα Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό» https://studofsoc.wordpress.com/
3. Χότζα Ενβέρ, Με τον Στάλιν. Αναμνήσεις, «Πορεία», Αθήνα 1980, σ. 94.
4. Μπαρτζιώτας Βασίλης, «Εισήγηση (πάνω στο 2ο θέμα της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ) – Η κατάσταση και τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες», στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ. 10-14 Οκτώβρη 1950. Εισηγήσεις – Λόγοι – Αποφάσεις, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010, σ.329. Ο αριθμός αφορά τους πολιτικούς πρόσφυγες, που βρίσκονταν σε όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ, πλην της Γιουγκοσλαβίας.
5. Υπολογίζεται πως τον δρόμο της προσφυγιάς πήραν συνολικά 130.000 άτομα. Βλ. Σουλτανιά Κατερίνα Χ., Η αποκατάσταση των Ελλήνων επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων, Πρόγραμμα ερευνών αποδημίας – παλιννόστησης του ελληνικού πληθυσμού, Ομάδα Επεξεργασίας θεμάτων κοινωνικής πολιτικής, Γ.Γ.Α.Ε, Αθήνα Νοέμβριος 1984-1985, σ. 10.
6. Σουλτανιά Κατερίνα Χ., Η αποκατάσταση των Ελλήνων επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων, Πρόγραμμα ερευνών αποδημίας – παλιννόστησης του ελληνικού πληθυσμού, ό.π, σ. 69-77.
7. Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδας (ΚΕΠΠΕ), Απαγορευμένη Πατρίδα, 30 χρόνια, Βουδαπέστη 1979, σ.33.
8. Σουλτανιά Κατερίνα Χ., Η αποκατάσταση των Ελλήνων επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων, Πρόγραμμα ερευνών αποδημίας – παλιννόστησης του ελληνικού πληθυσμού, ό.π, σ. 1. Σύμφωνα με τον νόμο «Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες – οι Ελληνες του γένους (ομογενείς ή υπήκοοι) που κατά την διάρκεια εμφυλίου πολέμου από 1-1-1946 έως 31-12-1949 και εξ αιτίας του κατέφευγαν στην αλλοδαπή ως πολιτικοί πρόσφυγες έστω και εάν αποστερήθηκαν ελληνικής ιθαγένειας».
9. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1976, Γ1 τόμος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2021, σ.31.
10. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1976, Γ1 τόμος, ό.π., σ.31-32.
11. https://www.culture.ru/poems/21383/khorosho
12. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)», «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη 2020 και Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος – Μαραντζίδης Νίκος (επιμέλεια), «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2024.
13. Ο.π.
14. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1976, Γ1 τόμος, ό.π., σ.437.
15. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)», ό.π., σ.10, 15.
16. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)», ό.π., σ. 111. και Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι Ελληνες της Ανατολικής Γερμανίας και η Στάζι», στο Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος – Μαραντζίδης Νίκος (επιμέλεια), «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», ό.π., σ. 204.
17. https://www.protothema.gr/stories/article/1514648/
18. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος, «Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)», ό.π., σ.10.15.
19. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος – Μαραντζίδης Νίκος (επιμέλεια), «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», ό.π., σ. 14.
20. Δορδανάς Στράτος Ν. – Καλογρηάς Βάιος – Μαραντζίδης Νίκος (επιμέλεια), «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», ό.π., σ. 18.
21. Ο.π., σ. 19.
22. Μποντίλα Μαρία, «Η πολιτική του ΚΚΕ στην αναγκαστική του υπερορία: Πρακτικές ελέγχου και επιβολής», στο «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας. Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες και οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1945-1989)», ό.π., σ. 30.
23. Ο.π., σ. 19.
24. «Μαίρη Ζιώγα», «Ριζοσπάστης», Τετάρτη 28 Οκτώβρη 1998.
25. Κόκκορη Γεωργία Π., «Αιχμάλωτοι αξιωματικοί και οπλίτες του Κυβερνητικού Στρατού στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ, 1949-1956», Διπλωματική Εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία», Αθήνα τ.χ.
26. https://www.facebook.com/politikoi.prosfigoi/?locale=el_GR
Φιλιώ Τόλια
Διδάκτορας σύγχρονης και νεότερης Ιστορίας, συνεργάτης στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
[Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη Σάββατο 3 Αυγούστου 2024 – Κυριακή 4 Αυγούστου 2024]