Οι σκακιστικές περιπέτειες του Καρλ Μαρξ
Οι αναμνήσεις του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ για τις …σκακιστικές περιπέτειες του Μαρξ σκιαγραφούν με απολαυστικό τρόπο τον πολύπλευρο και μαχητικό χαρακτήρα του, που με αφορμή το σκάκι και χωρίς ίχνος ανεκδοτολογικής ελαφρότητας παρουσιάζεται με ξεχωριστή ευγλωττία και ζωντάνια.
Το σκάκι γοήτευε πάντα τους ανθρώπους που αγαπούν τη μόρφωση, τον πολιτισμό και γενικότερα τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.
Εδώ και πολλές δεκαετίες και κυρίως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οπότε το σκάκι απέκτησε περίοπτη θέση, τόσο ως πολύτιμο εκπαιδευτικό εργαλείο, όσο και ως οργανικό στοιχείο του μαζικού λαϊκού αθλητισμού στην ΕΣΣΔ, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο περνούν με ευχαρίστηση τις ελεύθερες ώρες τους πάνω από τα 64 μαγικά τετράγωνα. Ανάμεσά τους, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και ορισμένες από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες όλων των εποχών.
Πράγματι, η σχέση των μεγάλων προσωπικοτήτων με το σκάκι υπήρξε πάντα ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο έρευνας, που αποκάλυπτε απροσδόκητες και πολύ συχνά διασκεδαστικές βιογραφικές λεπτομέρειες.
Αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένους από αυτούς τους «διάσημους πλην ερασιτέχνες» σκακιστές: Οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού Ντενίς Ντιντερό και Ζαν Ζακ Ρουσό, οι μεγάλοι ρομαντικοί λογοτέχνες Βόλφγκανγκ Γκαίτε και Ερικ Σίλερ, οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της προεπαναστατικής ρωσικής λογοτεχνίας Ιβάν Τουργκένιεφ, Λέων Τολστόι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, οι κορυφαίοι μουσουργοί Φρεντερίκ Σοπέν, Ρίτσαρντ Στράους και Σεργκέι Προκόφιεφ, αλλά και οι πρωτοπόροι επιστήμονες Νίκολα Τέσλα, Ντιμίτρι Μεντελέγιεφ και Αλμπερτ Αϊνστάιν είναι μόνο λίγες από τις μεγάλες καλλιτεχνικές ή επιστημονικές μορφές που αγάπησαν το σκάκι με ιδιαίτερη θέρμη, αφιερώνοντάς του πολύ συχνά τις ώρες της ανάπαυσής τους.
Σ’ αυτό το φύλλο θα μιλήσουμε για τον σκακιστή …Καρλ Μαρξ! Ο θεμελιωτής του επιστημονικού σοσιαλισμού υπήρξε μεγάλος λάτρης του σκακιού ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια και πολύ συχνά του διέθετε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο του, δείχνοντας μάλιστα αξιοσημείωτες επιδόσεις.
Στα χρόνια της συγγραφής του «Κεφαλαίου», όταν ο Μαρξ είχε προ πολλού εγκατασταθεί στο Λονδίνο, οι σκακιστικές μάχες ήταν πολύ συχνές. Ένας από τους τακτικότερους αντιπάλους του ήταν ο ηγέτης του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, πατέρας του μεγάλου επαναστάτη Καρλ Λίμπκνεχτ, που ίδρυσε μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και δολοφονήθηκε από το αστικό κράτος στην Επανάσταση του 1918.
Οι αναμνήσεις του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ για τις …σκακιστικές περιπέτειες του Μαρξ σκιαγραφούν με απολαυστικό τρόπο τόσο το κλίμα συντροφικότητας που επικρατούσε ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες της εποχής, όσο – και κυρίως – τον πολύπλευρο και μαχητικό χαρακτήρα του, που με αφορμή το σκάκι και χωρίς ίχνος ανεκδοτολογικής ελαφρότητας παρουσιάζεται με ξεχωριστή ευγλωττία και ζωντάνια.
Στη θέση της στρεβλής εικόνας που τόσο συστηματικά φιλοτέχνησαν για τον Μαρξ οι αντίπαλοι – αυτής του βλοσυρού και απρόσιτου μελετητή, που εξαντλεί όλη του την ενεργητικότητα στην καταδίωξη των πολιτικών του αντιπάλων – βρίσκουμε έναν εύθυμο και ενθουσιώδη χαρακτήρα, που προσπαθεί να διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής με τον αυθορμητισμό και τη δημιουργική περιέργεια μικρού παιδιού.
Περιγράφει λοιπόν ο Λίμπκνεχτ: «(…) Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, στις προσφυγικές συντροφιές μας παιζόταν πολύ σκάκι. Είχαμε πιο πολύ καιρό διαθέσιμο και μ’ όλο που time is money – οπωσδήποτε είχαμε λιγότερο χρήμα – ο ελεύθερος χρόνος μας ήτανε πολύ περισσότερος απ’ ό,τι το θέλαμε. Ετσι, με την καθοδήγηση του Κόκκινου Λύκου1, που στο Παρίσι είχε βρεθεί στους καλύτερους κύκλους του σκακιού κι είχε μάθει κάτι, ασκούμαστε γερά σ’ αυτό το “παιχνίδι των σοφών” (…)
Όποιος έχανε, δεν μπορούσε να κλαφτεί για πειράγματα και ειρωνείες. Ακόμα και την ώρα που η παρτίδα παιζόταν, πάντα υπήρχε κέφι και κάπου κάπου δυνατές φωνές. Όταν ο Μαρξ ερχόταν σε δύσκολη θέση, θύμωνε, κι αν έχανε μια παρτίδα φουρκιζόταν φοβερά. Στο Model Lodging House της Old Compton street, όπου αρκετοί από μας μείναμε ένα διάστημα για τρία σελίνια κι έξι πένες τη βδομάδα, υπήρχε πάντα γύρω μας ένας κύκλος από Άγγλους – στην Αγγλία το σκάκι παίζεται πολύ, και ιδιαίτερα σ’ εργατικούς κύκλους – που παρακολουθούσαν το παιχνίδι μας μ’ έντονη προσοχή και διασκέδαζαν με την εύθυμη, θορυβώδη συντροφιά μας. Γιατί οι Γερμανοί κάνουν πιο πολλή φασαρία από έξι ντουζίνες Άγγλους!
Μια μέρα ο Μαρξ ανακοίνωσε θριαμβευτικά ότι ανακάλυψε μια καινούρια κίνηση που μ’ αυτή θα μας κατατρόπωνε όλους. Η πρόσκληση έγινε αποδεκτή και πραγματικά μας “κοπάνισε” όλους με τη σειρά. Σιγά σιγά όμως διδαχτήκαμε απ’ την ήττα κι εγώ κατάφερα να βγάλω τον Μαρξ ματ. Η ώρα είχε περάσει κι ο Μαρξ, θυμωμένος, ζήτησε ρεβάνς για τ’ άλλο πρωί και συγκεκριμένα στο σπίτι του.
Στις 11 ακριβώς – πολύ πρωί για το Λονδίνο – ήμουν εκεί. Ο Μαρξ δεν ήταν ακόμα στο δωμάτιο, θα ‘ρχόταν όμως σε λίγο. Η κυρία Μαρξ ήταν αθέατη ενώ η Λένχεν2 είχε ένα όχι και τόσο φιλικό πρόσωπο. Πριν προφτάσω να ρωτήσω αν συνέβη τίποτα, μπήκε μέσα ο Μαύρος3, μου ‘δωσε το χέρι κι έφερε αμέσως τη σκακιέρα. Η μάχη άρχισε.
Τη νύχτα, ο Μαρξ είχε σκεφτεί μια βελτίωση της κίνησής του, κι έτσι δεν άργησα πολύ να βρεθώ σ’ αμηχανία, από την οποία και δεν ξαναβγήκα. Βγήκα ματ κι ο Μαρξ πανηγύριζε – ξαναβρήκε μεμιάς το κέφι του, παρήγγειλε κάτι να πιούμε και μερικά σάντουιτς. Νέα μάχη άρχισε – και τούτη τη φορά κέρδισα εγώ. Κι έτσι παλέψαμε, με εναλλασσόμενη τύχη και μ’ ένα εναλλασσόμενο χιούμορ, χωρίς να ‘χουμε καιρό ούτε να φάμε. Κατασιγάζουμε μόνο την πείνα μας, τσιμπώντας από ένα πιάτο με κρέας, τυρί και ψωμί, που μας είχε φέρει η Λένχεν. Η γυναίκα του Μαρξ έμενε ακόμα αθέατη, ενώ κανένα από τα παιδιά δεν τόλμησε να μπει μέσα – κι έτσι η μάχη μαινόταν, κερδίζοντας και χάνοντας με σφοδρότητα, ώσπου έβγαλα δύο φορές συνέχεια ματ τον Μαρξ κι ήτανε πια μεσάνυχτα. Επέμενε να συνεχίσουμε, μα η Λένχεν – η “δικτατόρισσα” του σπιτιού υπό την εποπτεία της κυρίας Μαρξ – δήλωσε κατηγορηματικά: “Τώρα τέρμα!”. Χαιρέτησα κι έφυγα.
Τ’ άλλο πρωί, μόλις είχα σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα μου και μπήκε μέσα η Λένχεν.
– “Library4– έτσι μ’ έλεγαν τα παιδιά, κι η Λένχεν είχε αποδεχτεί τον τίτλο, κανένας από μας δεν προσφωνούνταν Mister ή Herr – Library, η κυρία Μαρξ σάς παρακαλεί να μην ξαναπαίξετε το βράδυ σκάκι με τον Μαύρο – όταν χάνει την παρτίδα γίνεται ανυπόφορος”.
Και μου διηγήθηκε πως ο Μαρξ είχε τόσο κακά κέφια, που η γυναίκα του έχασε την υπομονή της. Από κείνο το βράδυ, δεν ξανάπαιξα σκάκι με τον Μαρξ. Γενικά, όσο ξαναρχίζαμε να ‘χουμε κανονική απασχόληση, το σκάκι εγκαταλειπόταν. Εγώ ο ίδιος, που στο μικρό μας κύκλο είχα αποκτήσει πια ορισμένη φήμη, έπειτα από λίγο καιρό πείσθηκα πως ήταν σωστή η γνώμη του Λέσινγκ για το σκάκι. Ότι δηλαδή: “Για παιχνίδι, είναι πολύ σοβαρό, και για τους σοβαρούς, είναι πολύ παιχνίδι”»…5
Είναι κρίμα που οι δύο αντίπαλοι, συνεπαρμένοι κατά πάσα πιθανότητα από το πάθος τους, δεν φρόντισαν να καταγράψουν κάποια από αυτές τις «φοβερές» συγκρούσεις! Παρ’ όλα αυτά, η σκακιστική κληρονομιά του Μαρξ φαίνεται ότι δεν περιορίζεται στις αναμνήσεις του Λίμπκνεχτ, αφού έχει σωθεί μια καταγεγραμμένη παρτίδα του εναντίον ενός Γερμανού μετρ της εποχής, με την οποία θα δώσουμε συνέχεια σ’ αυτό το μικρό αφιέρωμά μας την επόμενη Κυριακή.
Παραπομπές
1. Παρατσούκλι ενός Γερμανού πολιτικού πρόσφυγα που σύχναζε στη συντροφιά του Μαρξ.
2. Πρόκειται για τη Helen (Lenchen) Demuth που συντρόφευσε την οικογένεια του Μαρξ ως οικιακή βοηθός και περισσότερο ως έμπιστη φίλη από το 1845 έως το τέλος της ζωής της.
3. Το παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστός ο Μαρξ ήδη από την εφηβεία του εξαιτίας της ιδιαίτερα μελαψής του επιδερμίδας και των κατάμαυρων μαλλιών του.
4. Παρατσούκλι που είχαν αποδώσει ο Μαρξ και η οικογένειά του στον Β. Λίμπκνεχτ.
5. «Ο “Μαύρος”, Αναμνήσεις για τον Καρλ Μαρξ», Αθήνα, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Το απόφθεγμα που παραθέτει ο Λίμπκνεχτ στο τέλος, αποδίδεται στον Γερμανό λογοτέχνη του Διαφωτισμού Gotthold Ephraim Lessing.
Ριζοσπάστης