Όλα από χέρι καμένα και τα σπίρτα μας βρεγμένα – Οι εκλογές του 07′
Η περίοδος που ακολουθούσε θα οδηγούσε το πολιτικό σύστημα σε βαθιά αναμόρφωση, που θα πυροδοτούνταν από την κρίση και τη θύελλα των μνημονίων.
Οι εκλογές του 07′ ήταν πρόωρες κι εσπευσμένες από κάθε άποψη. Ορίστηκαν αιφνιδιαστικά σχεδόν μέσα στο 15αύγουστο -που τώρα μας φαίνεται λογικό γιατί μέχρι και μνημόνια έχουν ψηφιστεί με τη “δύναμη της Παναγίας”- στα 3,5 χρόνια μετά το “πάρτι-πάρτι στις επτά του Μάρτη” που έφερε την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή. Οι κάλπες ορίστηκαν για τις 16 Σεπτέμβρη και συνέπεσαν χρονικά με τον τελικό του Ευρωμπάσκετ εκείνης της χρονιάς, αλλά η Εθνική αποκλείστηκε στον ημιτελικό από τους Ισπανούς κι έτσι γλίτωσε ένα σοβαρό πλήγμα η τηλεθέαση των εκλογικών μαραθωνίων και το εύθραυστο κύρος των εκλογών.
Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε ουσιαστικά με τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία και τη Μεσσηνία το καλοκαίρι το 07′. Οι ομοιότητες με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Αττική είναι αρκετές, περισσότερο όμως εντυπωσιάζουν αρνητικά οι ομοιότητες στο διψήφιο αριθμό των θυμάτων, την ελλιπή προετοιμασία και την τραγική ανετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού, που στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους.
Η Νέα Δημοκρατία έπαιξε το χαρτί του “Στρατηγού Άνεμου” και της “ασύμμετρης απειλής” που στοχοποιούσε υποτίθεται την κυβέρνηση, δένοντας στη συνέχεια με θεωρίες συνωμοσίας και ξένα κέντρα που την επιβουλεύονταν, για να φτιάξει ένα ωραίο βολικό αφήγημα. Ενώ παράλληλα, χρησιμοποίησε τα τριχίλιαρα των αποζημιώσεων, που δόθηκαν μάλλον με σχετικά χαλαρά κριτήρια, για να αντιστρέψει το εις βάρος της κλίμα και να πάρει τις εκλογές, πάνω στις στάχτες. Τα ποσοστά της έπεσαν μεν, κρατήθηκαν όμως πάνω από το 40%, δίνοντάς της τη νίκη. Επτά χρόνια πριν είχε συγκεντρώσει σχεδόν τον ίδιο αριθμό ψήφων και ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό, αλλά είχε περιοριστεί στη δεύτερη θέση και το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ είχε επίσης πτωτική πορεία και μπήκε σε (αυτό που τα δημοσιογραφικά κλισέ βαφτίζουν) “πορεία εσωστρέφειας…” ή με απλά λόγια, κρίση. Ο Βενιζέλος δεν περίμενε καν να κρυώσει το πτώμα των εκλογικών ελπίδων του ΠΑΣΟΚ, για να κάνει μια αρχηγική -δήθεν- εμφάνιση στο Ζάππειο, με δηλώσεις όπου έθετε ταπεινά τον εαυτό του στην υπηρεσία της παράταξης, για να την οδηγήσει στη νίκη. Τελικά ανέλαβε τις τύχες της τέσσερα χρόνια αργότερα και την οδήγησε στη συρρίκνωση. Στο ενδιάμεσο προηγήθηκαν οι εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ, το επεισόδιο με τον καφέ στον Μπένι -που έβγαλε στη φόρα όλη την αλαζονεία του- και η προκλητική στήριξή του από τα ΜΜΕ, που γύρισε τελικά μπούμερανγκ -σε μια πρόβα τζενεράλε για όσα θα βλέπαμε και τα επόμενα χρόνια.
Τους επόμενους μήνες θα είχαμε μια ακόμα πρόβα τζενεράλε, δημοσκοπική αυτή τη φορά, για την αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ, πριν τα βρει τελικά ο ΓΑΠ με τους καναλάρχες, για να ακολουθήσει το περιβόητο “λεφτά υπάρχουν” στη ΔΕΘ και η επεισοδιακή διακυβέρνησή του, που εγκαινίασε την εποχή των μνημονίων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ακόμα πρόεδρο τον Αλαβάνο και κατόρθωνε για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και πλέον να γλιτώσει από το άγχος της οριακής κοινοβουλευτικής επιβίωσης γύρω από το 3%. Το πείραμα της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ως μετωπικής συμμαχίας με μικρότερες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις (πχ ΚΟΕ) φαινόταν εκ του αποτελέσματος να πιάνει τόπο, σε συνδυασμό με τη μεθοδευμένη καπήλευση του φοιτητικού κινήματος ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και το συστηματικό χτίσιμο της εικόνας του “κόμματος της νεολαίας”, που αγκάλιαζε μέχρι και το… κίνημα των blogger (;!).
Ακόμα όμως, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια, με την εκλογική εκτόξευση που θα ακολουθούσε μετά από μια πενταετία, με την αντικατάσταση της σταθεράς του ΠΑΣΟΚ στο δικομματικό σύστημα. Κάποια ΜΜΕ άρχισαν να μιλούν δειλά για την “Άνοιξη της Αριστεράς” που έπιανε αθροιστικά το 13%, αν τσουβάλιαζες σε αυτήν και το ποσοστό του ΚΚΕ. Αυτό ήταν ουσιαστικά το ποσοστό που είχε πιάσει το 89′ ο Ενιαίος Συνασπισμός, δημιουργώντας συνειρμούς και σενάρια για μια διαφορετική δυναμική, που ενδιαφέρονταν προφανώς και για την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού, που έδειχνε κάποια σημάδια κόπωσης. Ελάχιστοι όμως μπορούσαν να προβλέψουν έστω και ένα γενικό περίγραμμα των ραγδαίων εξελίξεων του επόμενου διαστήματος.
Η Βουλή ήταν πεντακομματική και συμπληρωνόταν από το ΛΑΟΣ, που τσίμπησε κάτι από την πτώση της Νέας Δημοκρατίας και πέρασε το 3%, στρώνοντας το έδαφος για την επέλαση της ακροδεξιάς και του φασισμού. Εκτός Βουλής έμεινε το προσωποπαγές κόμμα του Παπαθεμελή, που διαφήμιζε απλώς την ανελλιπή παρουσία του στη Βουλή στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χωρίς να έχει κάποιο σοβαρό επιχείρημα, πέραν αυτού.
Στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα είχε προβάδισμα το “μ-λ” ρεύμα, με το ΚΚΕ (μ-λ) να συγκεντρώνει περισσότερες ψήφους από την ΕΝΑΝΤΙΑ και το ΜΕΡΑ. Η προσέγγιση των δύο τελευταίων και η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα άλλαζε οριστικά τους συσχετισμούς σε αυτό το χώρο, παρά τη μεταγενέστερη -και μάλλον αργοπορημένη- συσπείρωση των δύο μ-λ κομμάτων.
Το ΚΚΕ έφτασε το 8,15%, πετυχαίνοντας για πρώτη φορά μετά από τη δεκαετία του 80′ τόσο υψηλό ποσοστό σε εθνικές εκλογές. Είχαν προηγηθεί ως τροχιοδεικτικές βολές τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 99′ -στον απόηχο των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία- και του 04′, με το 9,48%. Η μοναδική φορά που κατάφερε στη συνέχεια να υπερβεί το ΚΚΕ το ποσοστό αυτών των εθνικών εκλογών ήταν το Μάη του 12′, όπου όμως το αποτέλεσμα ήταν αφενός προσωρινό κι αφετέρου πολύ κατώτερο των προσδοκιών.
Είναι χαρακτηριστικό πως τότε στην καταμέτρηση ενσωματώνονταν πολύ αργά τα αποτελέσματα των μεγάλων αστικών κέντρων και πιο ειδικά της Β’ Αθήνας, στην οποία το ΚΚΕ είχε παραδοσιακά προπύργια, σημείωνε καλύτερα αποτελέσματα και ανέβαζε το γενικό ποσοστό του. Έτσι πολλοί σύντροφοι ξενύχτησαν μέχρι να δουν το ψηφίο 8 να μπαίνει μπροστά και να κοιμηθούν χαρούμενοι.
Το ΚΚΕ ξεκολλούσε επιτέλους από μια εκλογική στασιμότητα μιας 10 ετίας και πλέον, προκαλώντας ένα γενικό ενθουσιασμό στη βάση του, αλλά και κάποιες αναπόφευκτες αυταπάτες για τη σημασία και τα όρια των εκλογών σε μια μερίδα ψηφοφόρων -και όχι μόνο- οι οποίες θα φαίνονταν καλύτερα τα επόμενα χρόνια.
Η περίοδος που ακολουθούσε θα οδηγούσε το πολιτικό σύστημα σε βαθιά αναμόρφωση, που θα πυροδοτούνταν από την κρίση και τη θύελλα των μνημονίων. Ήδη από τότε όμως, διαμορφώνονταν οι γενικές τάσεις που θα κυριαρχούσαν και μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από τους προσεκτικούς παρατηρητές, που μπορούσαν να δουν πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων.