«Ολόκληρη η γερμανική φρουρά και οι ταγματασφαλίτες εξοντώθηκαν» – Συγκλονιστική περιγραφή της μάχης της Αμφιλοχίας (12-13 Ιούλη 1944)
“Οι αντάρτες μας ορμούν ακάθεκτοι, εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση, ξεχύνονται στα σπίτια, στους διαδρόμους από δωμάτιο σε δωμάτιο. Κάθε παράθυρο, κάθε μάντρα είναι και μια φωλιά πολυβόλου που ξερνάει με μανία τη γερμανική λύσσα. Τίποτα όμως δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ορμή των μαχητών μας.”
– Ενα ιστορικό κείμενο γραμμένο μέσα στη φυλακή από τον αξέχαστο ίλαρχο ΒΑΣΙΛΗ ΣΚΙΑΔΑ – ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΤΑ.Η μάχη της Αμφιλοχίας, που έγινε τη νύχτα στις 12 προς 13 Ιούλη 1944, είναι μια από τις πιο μεγάλες μάχες που έδοσε ο ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών κατακτητών. Η ιδιαίτερη σημασία της βρίσκεται όχι τόσο στα αναμφισβήτητα υλικά της αποτελέσματα (λάφυρα, απώλειες εχθρού κ.λπ.), αλλά κυρίως στο ότι απόδειξε το ανώτερο ηθικό του ΕΛΑΣ και την ικανότητά του να δίνει πλέον και να κερδίζει μάχες εκ παρατάξεως και μέσα σε κατοικημένο χώρο εναντίον των Γερμανών, ενώ παράλληλα απόδειξε ότι το ηθικό των εχθρικών στρατευμάτων είναι πολύ χαμηλό και η ήττα τους πλησιάζει.
Δίνουμε πιο κάτω την περιγραφή αυτής της μάχης όπως την έγραψε μέσα από τη φυλακή του Αγρινίου ο Επαμεινώντας, διοικητής του ΙΙΙ τάγματος του 2/39 Συντάγματος [του ΕΛΑΣ] το 1946.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Στην Αμφιλοχία βρίσκονται 150-180 Γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους άγνωστης δύναμης. Επίσης σύνδεσμοι της γερμανικής διοίκησης με το τάγμα ασφαλείας Αγρινίου…
ΙΔΕΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ: Να επιτεθούν και καταλάβουν αιφνιδιαστικά την Αμφιλοχία και Μοναστηράκι, να προσβάλουν και εξουδετερώσουν τα φυλάκια Ρίβιου και Κρίκελου, να φράξουν τους δρόμους Αγρινίου – Αμφιλοχίας, Βόνιτσας – Αμφιλοχίας και Αρτας – Αμφιλοχίας…
ΑΠΟΣΤΟΛΑΙ – ΕΝΤΟΛΑΙ: Το ΙΙΙ τάγμα ενισχυμένο με λόχο Ι τάγματος να επιτεθεί και καταλάβει την Αμφιλοχία…
ΣΥΝΘΗΜΑ – ΠΑΡΑΣΥΝΘΗΜΑ: Φσέκι στους φασίστες.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΙΣ: με όλα τα μέσα, δρομείς, έφιπποι ποδηλατιστές, εξ όψεως.
Ανεφοδιασμός εις πυρομαχικά: εκ του εχθρού.
Ωρα έναρξης μάχης: 24 ώρα της 12 προς 13 Ιούλη. Και η διαταγή επιχείρησης έκλεινε:
Συναγωνιστές, αξιωματικοί, καπεταναίοι, αντάρτες, η επιθυμία σας να πολεμήσετε και να λευτερώσετε πόλεις γίνεται πραγματικότης. (…)
Εμπρός για τη νίκη, για την απελευθέρωση της πατρίδας και την επικράτηση των λαϊκών ελευθεριών.
Σαρδίνινα, 11 Ιούλη 1944. Το ΙΙΙ/2/39 τάγμα. Επαμεινώντας, Ιλαρχος.
Η περιγραφή της μάχης
Ωρα 24 παρά. Ο καθένας απέναντι του αντικειμενικού του στόχου. Η πόλη βυθισμένη στο σκοτάδι ησυχάζει. (…)
Ωρα 24: Η αγωνία μας μεγαλώνει. Αργεί να περάσει κι ένα λεπτό. 24 και – τρομερός κρότος δονεί την ατμόσφαιρα, η διμοιρία καταστροφών χάλασε τον δρόμο. Ταυτόχρονα αρχίζει η μάχη στην πόλη. Με τις πρώτες τουφεκιές πιάστηκαν οι σκοποί, οι γερμανικές ομάδες απομονώθηκαν, αιφνιδιάστηκαν. Η διοίκηση τους δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο συναγερμού και συνεπώς ούτε το σχέδιο πυρός. Οι αντάρτες άρχισαν συστηματικά να εξοντώνουν τις αντιστάσεις τη μια κατόπιν της άλλης. Οι Γερμανοί με φωνές, με φωτοβολίδες, με σφυρίγματα προσπαθούν να συνδεθούν με τη διοίκηση, είναι όμως αργά. Οι αντάρτες μας ορμούν ακάθεκτοι, εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση, ξεχύνονται στα σπίτια, στους διαδρόμους από δωμάτιο σε δωμάτιο. Κάθε παράθυρο, κάθε μάντρα είναι και μια φωλιά πολυβόλου που ξερνάει με μανία τη γερμανική λύσσα. Τίποτα όμως δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ορμή των μαχητών μας.
Ωρα 3.30: Καίγεται το σπίτι ενός προδότη.
Αρχίζει ψιχάλα, προμηνύεται θύελλα. Η μάχη μαίνεται, ένα σωστό πανδαιμόνιο από αστραπές και βροντές, φωτιά και σίδερο, μουγγρητά κανονιών, κακαρίσματα πολυβόλων ανακατεμένα με άναρθρες κραυγές τρόμου και θριαμβευτικές ιαχές νίκης απλώνονται σ’ όλη την πόλη.
Αποβραδίς είχαν φτάσει στην Αμφιλοχία από Αγρίνιο 7 αυτοκίνητα φορτηγά γιομάτα στρατό. Καταυλίστηκαν και δεν είχαν κανένα σχέδιο συναγερμού. Τη νύχτα δεν τόλμησαν να κινηθούν.
Από το πρωί αρχίζει νέα φάση αγώνα. Η τακτική αλλάζει. Μόνο η πρωτοβουλία των λοχαγών και η παλληκαριά των ανταρτών έχει το λόγο.
Ωρα 6. Ο ήλιος είναι ψηλά, ελπίδες για νίκη πολλές παρ’ ότι η τακτική κατάσταση έχει αλλάξει. Οι Λευκαδίτες και Κεφαλλονίτες συναγωνίζονται σε ηρωισμό τους Ξηρομερίτες και τους Βαλτινούς και τους τρεις μαζί οι Τριχωνιώτες κι όλους μαζί οι ομάδες της ΕΠΟΝ.
Ωρα 7. Η μάχη φτάνει στην πιο κρίσιμη στιγμή. Τ’ αυτόματα, τα ολμάκια, οι όλμοι και γενικά όλα τα όπλα βάζουν μ’ όλο τους το δυνατό όριο αντοχής.
Οι διοικήσεις των λόχων Κατσαρός, Γκαραβέλος, Μυλωνάς, Γιαννούλης, Στάικος, Παπαζέκος συνδυάζουν τον ενθουσιασμό του μαχητή με την πείρα του αξιωματικού. Οι καπεταναίοι περιφρονούν το θάνατο, είναι η αντανάκλαση των πόθων και της λαχτάρας ενός λαού που ζητάει τη λευτεριά του. Οι λοχαγοί… διατηρούνε με κάθε θυσία την ηθική υπεροχή, συγκεντρώνουν στην κρίσιμη, στην αποφασιστική στιγμή του αγώνα δυνάμεις ανώτερες. Οι καπεταναίοι με σιδερένεια πειθαρχία ορμούν επικεφαλής των λόχων.
Οι απώλειες είναι πολλές, ο ηρωισμός και η πίστη μεγαλύτερη. Ο αντάρτης Αναστασίου (Οδυσσέας) σε μια έφοδο βρίσκει τον αδελφό του σκοτωμένο. Σκύβει, τον τακτοποιεί, τον χαϊδεύει, του φιλεί τα κρύα χείλη, του σταυρώνει τα χέρια, κάτι του ψιθυρίζει κι εξακολουθεί με φωνές: πάντα μπροστά παιδιά!
Η στρατηγική διεύθυνση συνίσταται στη λογική χρησιμοποίηση των εφεδρειών. Στη συγκέντρωσή τους στο πιο τρωτό σημείο του εχθρού για το αποφασιστικό χτύπημα και στην εκλογή της στιγμής κατά την ώρα της μάχης. Η πιο κατάλληλη στιγμή είναι όταν τα αντιμαχόμενα μέρη εξαντλήσουν όλη τη δύναμή τους. Ρίχνονται στη μάχη δυο ομάδες του 9ου λόχου, δίνουν καιρό στον καπετάνιο Παπαζέκο που με μια ομάδα προχωρεί και βάνει φωτιά στο σπίτι του Γερογιάννη, που ήταν αποθήκη πυρομαχικών και εκρηκτικών υλών.
Αυτό έκρινε τη μάχη
Αυτό έκρινε τη μάχη. Ολόκληρη η περιοχή σείεται από τους δυναμίτες της αποθήκης. Το ηθικό των Γερμανών απ’ αυτή τη στιγμή έπεσε σημαντικά. Απέναντι από την αποθήκη είναι το σπίτι του Παπαζέκου γιομάτο Γερμανούς, φοβερή φωλιά φωτιάς. Γίνεται λυσσώδικη μάχη μέσα κι έξω από το σπίτι. Αυτό μετάβαλε την κατάσταση. Γιατί αυτό το σπίτι δεσπόζει στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Η νίκη είναι δική μας. Αμέσως γίνεται επίθεση και καταλαμβάνεται ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης το οποίο ελέγχει τον κεντρικό δρόμο.
Αυτή την ώρα μου αφαιρεί τη διοίκηση του τάγματος μια σφαίρα κατάστηθα.
Τη διοίκηση του τάγματος αναλαμβάνει ο επιτελής Τάσος Μακρής. Μετά βίας κατορθώνω μετά από την πρώτη λιποθυμία να γράψω με δυο λέξεις τις σκέψεις μου. Δεν είναι δυνατό να μιλήσω, το στόμα μου γιομίζει αίμα.
Από δω και πέρα δεν είμαι αυτόπτης μάρτυρας της μάχης. Για να μη διακόψω την αφήγηση, σας παραθέτω ένα γράμμα του επιτελή:
«Συναγωνιστή ταγματάρχη, πρώτα απ’ όλα εκφράζω εκ μέρους όλων των ανταρτών τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου και παράλληλα τη λύπη για το μεγάλο κενό που μας άφησες. Πήραμε την παρακάτω ημερήσια διαταγή από την Ταξιαρχία: “Ταγματάρχης σας Επαμεινώντας πολεμώντας στην πρώτη γραμμή τραυματίστηκε, κατάσταση του σοβαρά, εκδικηθείτε το αίμα του και το αίμα των άλλων ηρώων”. Η διαταγή αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σ’ ολόκληρο το τάγμα, ύστερα απ’ αυτό το μίσος των ανταρτών κορυφώθηκε, κανείς δεν υπολογίζει το θάνατο.
Κατά τις 17 η ώρα η πόλη απελευθερώθηκε. Εμειναν μόνο τρεις αντιστάσεις κι απ’ αυτές η μια έπεσε. Η κυκλοφορία στην πόλη είναι λεύτερη: δειλά – δειλά οι κάτοικοι βγαίνουν από τα σπίτια τους. Κατά τις 18.30, ενώ ο 10ος Λόχος προσπαθούσε να αναρτήσει τη γαλανόλευκη στο διοικητήριο ακούστηκε βόμβος αυτοκινήτων και φάνηκαν στο βάθος του Αμβρακικού τρία πλοιάρια και τα γερμανικά τανκς έφτασαν στη Ν. παρυφή της πόλης. Από την κατάσταση που δημιουργήθηκε δεν απόμεινε άλλο παρά η σύμπτυξη, οικτρό το θέαμα των κατοίκων που εγκαταλείπουν την πόλη αποφεύγοντας τη μανία των Γερμανών και των Ταγματασφαλιτών. Τάσος Μακρής».
Αποτελέσματα μάχης: Νεκροί Γερμανοί στην πόλη 270 εκτός εκείνων που αποτεφρώθηκαν. Αιχμάλωτοι 57.
Λάφυρα: 300 όπλα μάουζερ και πολλά βαριά και ελαφρά αυτόματα, 65 μεταγωγικά και 1 αυτοκίνητο φορτηγό γιομάτο τρόφιμα και πυρομαχικά, αρκετό τηλεφωνικό υλικό, είδη ιματισμού κ.λπ.
Απώλειες δικές μας: Δέκα έξη από τα καλύτερα παλληκάρια του τάγματος έπεσαν για τη λευτεριά της πατρίδας και του λαού στους δρόμους της Αμφιλοχίας και 42 τραυματίστηκαν. (…)
***
Το παραπάνω κείμενο, που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 12.7.1975, εντυπωσιάζει από κάθε άποψη. Παρότι γραμμένο μέσα στη φυλακή, δεν στερείται ακρίβειας αλλά και παραστατικότητας, λόγου στρωτού και ζωντανού – που βάζει τον αναγνώστη μέσα στη φωτιά της μάχης.
Ο Βασίλης Σκιαδάς (Επαμεινώνδας), που έγραψε το παραπάνω χρονικό, γεννήθηκε το 1912 στον Αη Βλάση Τριχωνίδας. Τελείωσε τη Σχολή Ιππικού Χαλκίδας και πολέμησε στα βουνά της Πίνδου. Στην Κατοχή βγήκε απ’ τους πρώτους αντάρτες στον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και είχε μεγάλη συμβολή στην κατάληψη της Αμφιλοχίας. Δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1946.
Οι σημαντικές επιτυχίες των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην περιοχή εκείνη τη μέρα αποτυπώθηκαν και σε ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που υπέγραφε ο Στέφανος Σαράφης:
«Τη νύκτα της 12-13 Ιούλη 1944 τμήματα μας χτύπησαν αιφνιδιαστικά τις γερμανικές φρουρές της Αμφιλοχίας, Κρίκελου, Ρίβιου, Μοναστηρακίου. Στις 6 το απόγευμα, ύστερα από σκληρότατο αγώνα, από σπίτι σε σπίτι, η Αμφιλοχία είχε καταληφθεί. Ολόκληρη η γερμανική φρουρά και οι ταγματασφαλίτες εξοντώθηκαν. Απώλειες του εχθρού 170 Γερμανοί και 40 σκοτωμένοι. Στο Κρίκελο τμήμα μας διέλυσε 150 Γερμανούς με 2 πυροβόλα. Απώλειες Γερμανών 30. Δικοί μας 16. Στο Ρίβιο, έγινε ταυτόχρονα 5ωρη μάχη με φάλαγγα Γερμανών που πήγαινε για ενίσχυση. Καταστράφηκαν 10 αυτοκίνητα και σκοτώθηκαν πάνω από 120 Γερμανοί. Την ιδία μέρα στον Αμβρακικό, εξοπλισμένο πλοιάριο του ΕΛΑΝ αιχμαλώτισε γερμανικό βενζινόπλοιο με 5.000 νάρκες ξηράς».
Βέβαια, όπως αποδείχθηκε αργότερα, οι επιτυχίες του ΕΛΑΣ στα πεδία των μαχών δεν αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την πραγματική νίκη του λαού, αλλά ήταν απαραίτητη και η διαμόρφωση μιας επαναστατικής στρατηγικής για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Η ιστορία της δεκαετίας του 1940, όπου ο λαός μας ύψωσε το ανάστημά του και μεγαλούργησε, μας τροφοδοτεί με πλούσια πείρα και συμπεράσματα για τον αγώνα ανατροπής του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, που γεννά φτώχεια, πολέμους και προσφυγιά.
- Βλ. περισσότερα: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, τόμ. Β1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2018, σελ. 257-268, 311-321, 486-492.
Από το Αρχείο του Ριζοσπάστη