«Όσο ζω θα αγωνίζομαι. Αυτή είναι η παραγγελία των παιδιών μου. Αυτή είναι και η δική μου θέληση!» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Θυμήθηκα το τελευταίο γράμμα των κοριτσιών μου, που μου ’γραφαν: «Μητέρα να κυτάξεις το μωρό μας. Να του μάθεις τα παραμύθια και τα τραγούδια τα επαναστατικά, που μάθαινες κάποτε και σε μας όταν είμασταν μικρά. Εμείς θα πολεμήσουμε για να ελευθερωθεί γρήγορα ο παππούλης του να ’ρθει να το χαρεί…»
Η Μίνα Καλαϊτζίδου απ’ τη Φλώρινα, είναι μια μάνα απ’ τις χιλιάδες χαροκαμένες μάνες της Ελλάδας. Η μάνα που έπνιξε βαθιά μέσα της τον πόνο, που πολέμησε τον εχθρό με το μίσος, την περιφρόνηση και με το όπλο, που παλεύει σήμερα για την ειρήνη, μιλάει η ίδια για τη ζωή της (η αφήγηση έγινε τον Γενάρη του 1951):
«Όλη μου η ζωή ήταν ένα φαρμάκι. Δύο φορές μονάχα χάρηκα. Στην Επανάσταση στη Ρωσία και 3 μήνες στο Στρατό μας στο Βίτσι. Τρία παιδιά μου πέθαναν απ’ την πείνα. Στο Κιλκίς θάψαμε και την πεθερά μου. Στα 1926, γέννησα την Αθανασία μου. Ο άντρας μου τότε με πατερίτσες, σερνόταν εξορία μακριά, σ’ άλλο χωριό γιατί ήταν κομμουνιστής. Εγώ, μονάχη μου, με αίμα και με βάσανα κυλούσα τις μέρες. Δούλευα σε χωράφια ξένα.
Μέρα νύχτα να κουβαλάω στο κεφάλι μου τα καπνά, στην αγκαλιά μου να κρατάω το μωρό και πίσω μου να τρέχουν τα μικρά μου πεινασμένα, ξυπόλητα και να με τραβάνε. Πολλές φορές, ετούτα τα μάτια μου σκοτείνιαζαν απ ’ την πείνα. Εκείνο το μωρό μου, μου βύζαινε το αίμα.
Η Αθανασία από μικρή ήταν έξυπνη. Θυμάμαι, ήταν 9 χρόνων, που έγραψε στο σχολείο μια έκθεση «Ο θάνατος της ακακίας», κι έλεγε: «Πού είναι η ομορφιά σου, γιατί δεν κελαηδούνε τα πουλιά στα φύλλα σου; Έχεις όμως ρίζες βαθιές και στη θέση σου μια μέρα καινούργιο δένδρο θα φυτρώσει…» Έγραφε έτσι κι άλλα εννοούσε…
Όταν μεγάλωσαν τα τρία κορίτσια μου τα ’στειλα στο Γυμνάσιο, στη Φλώρινα. Στην κατοχή και οι τρεις ήταν πιστές και αφοσιωμένες ΕΠΟΝίτισσες. Η Αθανασία μου καθοδηγούσε το Γυμνάσιο τότε. Όμως την κυνήγησαν οι Γερμανοί και βγήκε στο Βουνό. Ήταν ψύχραιμη. Πολλές φορές ξέφευγε απ’ τα χέρια τους. Η Λυδία μου δούλευε στο χωριό παράνομα. Και το μικρό μου η Ταμαρούλα ήταν σύνδεσμος. Στα καλαμποκόφυλλα μέσα, τύλιγα τις σφαίρες, τα πιστόλια, τις εφημερίδες και εκείνη τα κουβαλούσε στο Βουνό. Εκεί ήταν ο άντρας μου και τα παιδιά μου.
Πιάσαν την Αθανασία μου το 1945. Την βασάνισαν, την κάμανε φυματική. Πήγα μια μέρα να τη δω στη φυλακή και δεν το γνώρισα το κορίτσι μου. Χλωμή και παραμορφωμένη ήταν. Χαιρετηθήκαμε με την γροθιά ψηλά.
«Πρόσεξε γριά», μου φώναξαν οι χαφιέδες, «και να αφήσεις τα κομμουνιστικά…»
«Το βλαστάρι μου είναι μέσα και θυσιάζεται για το Κόμμα», τους είπα, «κι εγώ θα φοβηθώ τα σκυλιά;» Χάρηκε η Αθανασία μου που τα είπα ψύχραιμα.
«Μη φοβάσαι μητέρα εσύ είσαι μαθημένη από φυλακές. Να ’ρχεσαι και πάντα έτσι να με χαιρετάς», μου φώναξε μέσα απ’ τα σίδερα της φυλακής.
Μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή αμέσως έφυγε για το Βουνό. Από τότε δεν την ξαναείδα.
Το 1947, 1.000 ΜΑΥδες μαζί με το Στρατό και τους χωροφύλακες μας κύκλωσαν. Δεν πρόφθασα να φύγω και ένα «σκυλί» με μαχαίρωσε στην πλάτη και μπροστά. Τα κορίτσια μου να σπαράζουν στο κλάμα και τα «σκυλιά» εκείνα, να ρημάζουν και να ληστεύουν το βιο μας. Μετά, ολόκληρο το σπίτι μας, τέσσερες γυναίκες και το μωρό μαζί, μας κουβάλησαν στη φυλακή. Ως και με τα πηρούνια μας τρυπούσαν. Κι όταν γλυτώσαμε πια απ’ τα χέρια τους, βγήκαμε όλοι στο Βουνό. Επτά όπλα κρατούσαμε. Τρία κορίτσια μου, η νύφη μου, εγώ και δύο παιδιά μου.
Τότε δοκίμασα τη μεγαλύτερη χαρά. Τη Λυδία μου την αντάμωσα για τελευταία φορά στο Βίτσι. Ήταν αξιωματικός, γερή και κατακόκκινη!
«Μητέρα», με είπε, «χαίρομαι που είσαι πάντα πρωτοπόρα. Μην σταματήσεις ποτέ τον αγώνα».
Από τότε δεν το ξανάιδα το κορίτσι μου.
Το 1948, στις επιχειρήσεις του Γράμμου, τότε που η γης έβγαζε φωτιά, εγώ μακριά σ’ ένα νοσοκομείο, πάλευα να σώσω το μωρό μας, το εγγονάκι μου που ήταν ετοιμοθάνατο. Μια βραδιά ήταν πολύ άσχημα. Κι όπως το κράταγα στην αγκαλιά μου, ακούω στο ραδιόφωνο, την είδηση: «Την ίδια μέρα έπεσαν ηρωικά στο χαράκωμα της λευτεριάς οι δύο αδελφές Αθανασία και Λυδία Καλαϊτζίδου. Η θυσία τους μας οδηγεί στο δρόμο για την Νίκη».
Έπνιξα βαθιά μέσα μου τον πόνο και είπα: Τα παιδιά μου έπεσαν περήφανα για το Κόμμα και δεν έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Το μικρό, ώρες έμεινε μισοπεθαμένο στα χέρια μου. Έπρεπε να το σώσω. Θυμήθηκα το τελευταίο γράμμα των κοριτσιών μου, που μου ’γραφαν: «Μητέρα να κυτάξεις το μωρό μας. Να του μάθεις τα παραμύθια και τα τραγούδια τα επαναστατικά, που μάθαινες κάποτε και σε μας όταν είμασταν μικρά. Εμείς θα πολεμήσουμε για να ελευθερωθεί γρήγορα ο παππούλης του να ’ρθει να το χαρεί…»
Μου φαίνεται πως βλέπω κίτρινη κι αδύνατη την Αθανασία μου, να μου φωνάζει μέσα απ’ τη φυλακή: «Μη φοβάσαι μητέρα…»
Θαρρώ πως ακούω τη φωνή της Λυδίας μου στην τελευταία μας συνάντηση: «Μητέρα μη σταματήσεις τον αγώνα».
Όσο ζω θα αγωνίζομαι. Αυτή είναι η παραγγελία των παιδιών μου. Αυτή είναι και η δική μου θέληση!».
(Μαρτυρία από το βιβλίο του Δημήτρη Σέρβου “Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.