Όταν η χούντα “καταργούσε” τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων
Λίγους μήνες αργότερα δόθηκε στους Έλληνες η ευκαιρία να μάθουν πόση αξία είχε ο «λόγος τιμής» του δικτάτορα.
Αν πιστέψει κανείς τους νοσταλγούς της χούντας απ’όπου κι αν προέρχονται, οι συνταγματάρχες όχι μόνο έφτιαξαν δρόμους, χάρισαν χρέη, έφεραν ρεύμα, και φρόντισαν να είναι πάντα ευάερα τα σπίτια μας, αλλά ανάμεσα στα αναρίθμητα καλά τους κατήργησαν και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Θεσπισμένα για πρώτη φορά το Σεπτέμβρη του 1938 από τη δικτατορία του Μεταξά για τους υποψήφιους προς εισαγωγή στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, από τον εμφύλιο κι έπειτα έγιναν απαραίτητα για εργασία στο δημόσιο και αρκετές ιδιωτικές επιχειρήσεις, εγγραφή στα ΑΕΙ, ακόμα και για έκδοση άδειας κυνηγιού. Το καλοκαίρι του 1971 ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ανήγγειλε πανηγυρικά σε ομιλία του την κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων σε όλους τους τομείς πλην Στρατού και Σωμάτων Ασφαλείας. Το τι ακριβώς εννοούσε η χούντα ως “κατάργηση” μας περιγράφει σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του “Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα” (Αθήνα 1974), ο Γιάννης Κάτρης ως εξής:
Το πόσο καταθλιπτικά βάραιναν — και βαραίνουν — τα πιστοποιητικά στην ελληνική ζωή προκύπτει από την έκταση των τομέων στους οποίους είχε επιβληθεί η διαδικασία του «πιστοποιητικού». Δεν είναι υπερβολή ότι σχεδόν οι μισοί Έλληνες — και όχι μια φορά ο καθένας — έχουν υποβληθεί στη διαδικασία της αποκτήσεως του πιστοποιητικού. Σημειώνουμε σε ποιες περιπτώσεις ήταν απαραίτητο: Κατάληψη θέσεως δημοσίου ή δημοτικού υπαλλήλου, σε τράπεζες, σε οργανισμούς κρατικούς ή κοινής ωφελείας» ιδρύματα κ.λπ. Με τον καιρό η υποχρέωση του πιστοποιητικού επεκτάθηκε σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις και έφθασε ως τις καθαρίστριες ή τους νεκροθάφτες… Τέλος, η εγγραφή στα πανεπιστήμια, η έκδοση αδείας οδηγού αυτοκινήτου, η άδεια κυνηγίου, η έκδοση διαβατηρίου, η άδεια μεταναστεύσεως, ακόμη δε και η άδεια πλανόδιου μικροπωλητή απαιτούσε την πιστοποίηση ότι ο ενδιαφερόμενος εμφορείται από γνήσια εθνικά φρονήματα (κατά τις εκτιμήσεις βέβαια της αστυνομίας) και ότι ουδέποτε είχε μολυνθεί από το μίασμα του κομμουνισμού ή των «συνοδοιπόρων» του. Η διατύπωση αυτή διευκόλυνε την επέκταση των διώξεων στους οπαδούς του κέντρου, οι οποίοι — κατά την αστυνομία — ήσαν εθνικώς ύποπτοι
Για να αποκτήσει ένας πολίτης πιστοποιητικό δεν αρκούσε ότι ο ίδιος δεν είχε καμιά πολιτική ανάμιξη κατά το παρελθόν και το παρόν. Υπείχε ευθύνες και για τα φρονήματα των γονέων του, των αδελφών του, ακόμη και μακρινών συγγενών του. Έτσι, βάσει της αρχής της οικογενειακής ευθύνης, πολλοί νέοι δεν μπόρεσαν να εγγραφούν σε πανεπιστήμιο ή να εργασθούν σε μια τράπεζα, επειδή κάποιος συγγενής τους στα χρόνια της κατοχής (τότε που ο ενδιαφερόμενος νέος δεν είχε γεννηθεί ακόμη) είχε διαπράξει το έγκλημα να πολεμήσει εναντίον των ναζί.
Στα μαύρα χρόνια της Τυραννίας η ιεροεξεταστική αυτή κατάσταση έγινε στυγνότερη, με προέκταση και προς την κατεύθυνση της δεξιάς. Γνήσιοι — άλλοτε — εθνικόφρονες, με αντικομμουνιστικά εύσημα, αξιωματικοί που είχαν «διακριθεί» στον εμφύλιο πόλεμο, όλη η αφρόκρεμα του προχουντικού κατεστημένου μπήκε στο ίδιο τσουβάλι με τους «εχθρούς του έθνους». Ακόμη και απόστρατοι στρατηγοί, παρασημοφορημένοι από το NATO, υποχρεώνονταν να περιμένουν ατέλειωτες ώρες όρθιοι στον προθάλαμο κάποιου αγριωπού υπαστυνόμου, να διώχνονται με τα «ξαναέλα αύριο…», ώσπου να πάρουν, αν το έπαιρναν, το περίφημο «πιστοποιητικό».
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι ο Παπαδόπουλος σ’ ένα λόγο που εξεφώνησε τον Αύγουστο του 1971 ανήγγειλε κατηγορηματικά τη γενική κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων (με εξαίρεση τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας). Αλλά λίγους μήνες αργότερα δόθηκε στους Έλληνες η ευκαιρία να μάθουν πόση αξία είχε ο «λόγος τιμής» του δικτάτορα. Στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (21-1-72) δημοσιεύθηκε απόφαση του υπουργικού συμβουλίου — με την υπογραφή του Παπαδόπουλου — που θέσπιζε μια σειρά ερωτημάτων, που έπρεπε ν’ απαντήσει «πας υποψήφιος προς διορισμόν ως υπάλληλος του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως». Ανάμεσα στ’ άλλα, ο «πας υποψήφιος» υποχρεούται ν’ αναφέρει, αν «συνελήφθη ποτέ, εκλήθη ή εξητάσθη παρ’ Αρχής τινος», αν υπήρξε ποτέ αναγνώστης εφημερίδων ή περιοδικών που απηχούσαν γνώμες άμεσα η έμμεσα «αντεθνικές», αν πήρε ποτέ μέρος «εις εκδρομάς, εκθέσεις, μνημόσυνα ή χοροεσπερίδας, διοργανωθείσας υπό προσώπων υπηρετησάντων υφ’ οιανδήποτε μορφήν τον κομμουνισμόν ή τους σκοπούς του».
Ίσως, η πιο διασκεδαστική ερώτηση ήταν, αν ο ενδιαφερόμενος υπήρξε ποτέ μέλος ή οπαδός κομμάτων «σκοπούντων την καθ’ οιονδήποτε τρόπον ανατροπήν της νομίμου κυβερνήσεως». Δεδομένου ότι οι οπαδοί της ΕΡΕ επιδίωκαν την ανατροπή της «νομίμου κυβερνήσεως του κέντρου», οι δε οπαδοί του κέντρου και της αριστεράς επίσης επεδίωκαν την ανατροπή της «νομίμου κυβερνήσεως της ΕΡΕ», συνάγεται ότι στο σύνολο των Ελλήνων απαγορεύεται το δικαίωμα να καταλάβουν μια θέση υπογραμματέα ή κλητήρα σε μια κοινότητα ή δήμο…