Όταν η νεαρή Σοβιετική Ένωση “έσπαγε τον πάγο” στις κοινωνίες ιθαγενών της Αρκτικής
Πώς η εργατική εξουσία μεταμόρφωσε μια ημινομαδική κοινωνία μέσα σε λίγες δεκαετίες, ενάντια σε ένα τοίχος προλήψεων και εδραιωμένων τοπικών συμφερόντων.
Το χειμώνα του 1919, ο οικισμός του Αναντίρ αποτελούνταν από καλύβες, αποθήκες γουναρικών και το κτίριο του ταχυδρομείου. Επί δεκαετίες, οι ιθαγενείς κάτοικοι ζούσαν από το εμπόριο γούνας με την Αλάσκα από την οποία η χερσόνησος Τσουκότσκα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής κι η οποία είχε πουληθεί στις ΗΠΑ από την αυτοκρατορική Ρωσία στα 1867. Σε αυτό ξεχασμένο στο χρόνο σημείο, κατέφτασαν εκείνη την περίοδο, δυο χρόνια με την Οχτωβριανή Επανάσταση, δυο ενθουσιώδεις νεαροί μπολσεβίκοι, ο Μιχαήλ Μαντρικόφ και ο Αβγκούστ Μπερζίν, κατέφτασαν για να αναλάβουν την τοπική διοίκηση μιας περιοχής που είχε μεν στενές σχέσεις με την καπιταλιστική οικονομία, λόγω των εμπορικών επαφών με τους Αμερικάνους, αλλά σε πολλά επίπεδα αποτελούσε μια όχι απλά προκαπιταλιστική, αλλά και φυλετική κοινωνία. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι σε αυτό το ιδιότυπο κοινωνικοοικονομικό αυτοί οι άνθρωποι, που ιδέα δεν είχαν για το Μαρξ και το Λένιν, δεν υποδέχτηκαν ασμένως τη δημιουργία της πρώτης Ρεβκόμ, δηλαδή της πρώτης επαναστατικής επιτροπής στην Τσουκότκα. Για την ακρίβεια, έξι εβδομάδες μετά τη δημιουργία της Ρεβκόμ, τα περισσότερα μέλη της είχαν δολοφονηθεί από εμπόρους που αντιδρούσαν στην ιδέα σοσιαλιστικής επανάστασης που υπονόμευε τα συμφέροντά τους, κατάσχοντας μεταξύ άλλων τις αποθήκες γουναρικών της περιοχής. Η χερσόνησος Τσουκότκα ήταν επίσης προπύργιο των Λευκοφρουρών στον Ρωσικό Εμφύλιο που βρισκόταν σε εξέλιξη, και μόλις το 1923 κατόρθωσε ο Κόκκινος Στρατός να εξαλείψει κάθε ίχνος της παρουσίας “λευκών ληστών, ξένων αρπακτικών και στρατών που λεηλατούσαν”.
Η πρόκληση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια κοινωνία που παρουσίαζε τις ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο αντιμετωπίστηκε με τόλμη από τους πρωτοπόρους κομμουνιστές. Η Τσουκότκα εξάλλου δεν ήταν η μοναδική περιοχή στην αχανή ΕΣΣΔ που παρουσίαζε παρόμοια χαρακτηριστικά. Για το λόγο αυτό, το 1924 είχε δημιουργηθεί η Επιτροπή του Βορρά, από μπολσεβίκους, κάποιους εξ αυτών, εθνογράφους με μεγάλη εμπειρία και γνώση των ιθαγενών της τούνδρας, ώστε να αποσταλούν “απόστολοι της νέας κουλτούρας και του νέου σοβιετικού κράτους”, “έτοιμοι να μεταφέρουν στο Βορρά το φλέγοντα ενθουσιασμό τους που γεννήθηκε από την επανάσταση.”, όπως το τοποθετούσε ένα από τα μέλη της.
Ένας από αυτούς τους “απόστολους”, ήταν ο δάσκαλος Τίχων Σεμούσκιν που προερχόταν από μια περιοχή νοτιοανατολικά της Μόσχας, που, ακούγοντας τις περιγραφές για τα σοβιετικά επιτεύγματα στην Αρκτική, πήρε το τρένο και το πλοίο για να φτάσει στο Βερίγγειο πορθμό, στη διεθνή γραμμή ώρας, όπου ένιωσε πως βρίσκεται στο μέρος όπως συναντώνται “δυο μέρες, η παλιά και η νέα και δύο κόσμοι, ο παλιός και ο νέος, ο σοσιαλιστικός και ο καπιταλιστικός”.
Ο Σεμούσκιν συνάντησε έναν τόπο όπου το χειμώνα μπορούσε κανείς να κινηθεί μόνο με έλκηθρο ταράνδων ή ομάδα σκύλων, ενώ το καλοκαίρι ο έδαφος ήταν ελώδες και τα έντομα μια μάστιγα. Το φαϊ ήταν λιγοστό και χωρίς ποικλία, κρέας θαλάσσιου ίππου και τάρανδου. Δεν υπήρχε καλό ψωμί, ρούχα και καθόλου σαπούνι. Οι φυλές των Γιούπικ και Τσούκτσι επιδίδονταν σε πρακτικές σαμανισμού, σε πλήρη αναλφαβητισμό και σκοταδισμό.
Η υποδοχή των ντόπιων ήταν επιφυλακτική, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Σεμούσκιν στα απομνημονεύματά του χρόνια αργότερα. Ο δάσκαλος περιγράφει τις προσπάθειές του να πείσει κάποιον πρεσβύτερο των Τσούκτσι ονόματ Τναϊργκίν, να στείλει τα παιδιά του οικισμού σε οικοτροφείο της “κουλτμπάζα”, της “πολιτιστικής βάσης” που υπήρχε στην πόλη Λαβρέντιγια. Ο Σεμούσκιν έδειξε ένα πορτραίτο το Λένιν, υπογραμμίζοντας πως ο μεγάλος επαναστάστης έδινε τεράστια σημασία στην ικανότητα ανάγνωσης για να μπορούν οι άνθρωποι να φτιάξουν μόνοι τους τη ζωή τους. Ο Τναϊργκίν απάντησε: “Αυτά που λες είναι ανοησίες. Δεν ξέρει [ο Λένιν] ότι μόνοι μας φτιάχνουμε τη ζωή μας;”. Δεν ήταν καθόλου λίγες οι φορές που γονείς εξηγούσαν σε σοβιετικούς αξιωματούχους ότι τα “παιδιά πρέπει να μάθουν να κυνηγούν και να προστατεύουν τα κοπάδια”, άρα δεν μπορούσαν να πάνε στο σχολείο. Για την ακρίβεια, ως και το 1938 που επιβλήθηκε τελικά η υποχρεωτική σχολική φοίτηση μεταξύ των Τσούκτσι, το 90% των παιδιών φοιτούσαν αραιά ή καθόλου στα σχολεία που με ζήλο άνοιγαν οι μπολσεβίκοι.
Παρόμοια ήταν και η απροθυμία πολλών Τσούκτσι να συμμετάσχουν στις διαδικασίες της λαϊκής εξουσίας. Κάποιοι άρχισαν να επισκέπτονται τις κουλτμπάζα επειδή είχε άφθονο τσάι, αλλά και άγνωστες ως τότε για εκείνους καινοτομίες, όπως ταινίες και ραδιόφωνο, λιγότεροι ήταν εκείνοι που πείθονταν να πάρουν μέρος σε εργατικές επιτροπές. Όταν το 1927, ο γραμματέας της νέας Ρεβκόμ προσπάθησε να πείσει τις κοινότητες να εκλέξουν αντιπροσώπους τους, έλαβαν την απάντηση πως “δεν είχαν αρχηγούς” και “ήταν όλοι ίσοι”. Η ισότητα βέβαια αυτή υπήρχε σε φαντασιακό κυρίως επίπεδο, γιατί οικονομικές διαφορές σαφώς και υπήρχαν, κυρίως σε ό,τι αφορούσε των αριθμό κοπαδιών των ταράνδων και των ελαφιών. Υπήρχαν λοιπόν κουλάκοι και σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της ΕΣΣΔ, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις κοινότητές τους και σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν την κολλεκτιβοποίηση, η οποία ωστόσο σε βάθος χρόνου ήταν ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να βγει η μεγάλη πλειονότητα των Γιούπικ και Τσούκτσι από την ένδεια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20, ούτε 1% των κοπαδιών της Τσουκότσκα δεν ανήκε σε κάποιο κολχόζ, ενώ και όσα σχηματίστηκαν ήταν τόσο μικρά, που τελικά έφταναν να εξυπηρετούν μόνο τις ανάγκες αυτοκατανάλωσης των μελών τους, μην προσφέροντας φυσικά τίποτε σε οικονομικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή, στις κοινότητες των Τσούκτσι άρχισαν να διαδίδονται κατηγορίες από τους θιγόμενους της κολλεκτιβοποίησης, για τους “ξένους” (δηλαδή Ρώσους), που “πίνουν, τσακώνονται, εξαπατούν και διαδίδουν αφροδίσια νοσήματα”. Μάλιστα με την τελευταία κατηγορία ήρθε αντιμέτωπος και ο ίδιος ο Σεμούσκιν. Η ιδέα της ισότητας των δύο φύλων, αλλά και της δυνατότητας της νεολαίας να λέει τη γνώμη της ενάντια σε εκείνη των πρεσβύτερων, εξόργιζαν πολλούς Τσούκτσι. Παράλληλα, διάφοροι σαμάνοι και προφήτες πρόβλεπαν “το τέλος του κομμουνισμού” ή “έκαναν ξόρκια” στα κοπάδια προκειμένου να τα έχουν υπό τον έλεγχό τους, εκμεταλλευόμενοι τις προλήψεις και την αμάθεια των κοινοτήτων τους.
Την ίδια στιγμή πάντως, η σοβιετική εξουσία άρχισε να έχει τους δικούς της συμμάχους, ιδιαίτερα ανάμεσα σε νέους της φυλής των Γιούπικ. Ένας από αυτός ήταν ο Μάλου, που από παιδί είχε μάθει να κυνηγάει θαλάσσιους ίππουσε ς πάνω στον πάγο. Γνώριζε ρώσικα που του είχε διδάξει ένας Ρώσος ιεραπόστολος της περιοχής κι έτσι μπορούσε να συνεννοηθεί εύκολα με τους μπολσεβίκους, οι γνώσεις των οποίων στη γλώσσα των ιθαγενών ήταν κάτι παραπάνω από ελλιπείς. Ο Μάλου κατάλαβα ότι τα σχέδια των μπολσεβίκων πρόσφεραν στους κατοίκους τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τους χειμώνες “που πεινούσαμε, επειδή τα ζώα δεν έρχονταν, αφήνοντας παιδιά χωρίς πατεράδες”. Ο ίδιος αποφάσισε να διοργανώσει ένα κολχόζ με τίτλο “Για τη νέα ζωή” και το 1928, μαζί με έξι νεαρούς από τη φυλή του, εξελέγη μέλος της τοπικής σοβιετικής διοίκησης.
Στο δύσκολο έργο της κολλεκτιβοποίησης συνέβαλε πληθώρα ειδικών, ιδιαίτερα ζωολόγοι και κτηνίατροι, που κατέφταναν με “κόκκινες σκηνές”, ακολουθώντας τους βοσκούς στα βάθη της τούνδρας, δίνοντας συμβουλές, φάρμακα και προβάλλοντας ταινίες εκπαιδευτικού και πολιτικού περιεχομένου. Όπως διαπίστωνε όμως κι ο Ιβάν Ντρούρι, που είχε καταφράστει το 1929 από το Μουρμάνσκ για να διοργανώσει το πρώτο κρατικό αγρόκτημα (σοβχόζ) της περιοχής, υπήρχε ακόμα μεγάλη καχυποψία στις κοινότητες των Τσούκτσι, κάτι που οφειλόταν κατά πολύ στο γεγονός ότι οι φτωχότεροι βοσκοί ήταν ακόμα πλήρως υπό τον έλεγχο των κουλάκων. Οι τελευταίοι, όπως και σε όλη την ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της κολλεκτιβοποίησης, άρχισαν να αντιδρούν όχι μόνο παθητικά σε αυτή, αλλά και ενεργά, παίρνοντας τα κοπάδια τους όλο και πιο βαθιά στην τούνδρα, αλλά και σκοτώνοντας τα ζώα τους ή επιτιθέμενοι σε μέλη του κόμματος και υποστηρικτές του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετές συλλήψεις, όχι μόνο κουλάκων, αλλά και σαμάνων, που όπως είδαμε ήταν και βασικοί φορείς αντισοβιετικής προπαγάνδας. Σε μία περίπτωση το 1932, στο δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ στην περιοχή του Αναντίρ, ένας από τους αντιπροσώπους των Τσούκτσι, που θεωρούνταν φιλοσοβιετικός επειδή δε διέθετε κοπάδια, αυτοκτόνησε μπροστά σε όλους με ένα παραδοσιακό μαχαίρι της φυλής του, κάτι που ερμηνεύθηκε από τους παρόντες ως “πρόκληση των κουλάκων και των σαμάνων”.
Το 1934, ο Στάλιν έδωσε εντολή στα μέλη του κόμματος να ξεπεράσουν “την αποξένωση και απομόνωση” από τους βόρειους λαούς, μέσω μιας πιο σταδιακής εξάπλωσης της κολλεκτιβοποίησης. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες των κολχόζ, τα μέλη τους μπορούσαν να κρατήσουν ως 600 ταράνδους στην κατοχή τους, αντί να τους παραδώσουν όλους στο κολχόζ. Σημαντικό κίνητρο υπήρξε επίσης το γεγονός πως τα καταστήματα των κολχόζ ήταν πηγή αγαθών όπως ζάχαρη, τσάι και καπνός. Έτσι, ως τα τέλη του 1934, ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού είχαν γίνει μέλη των κολχόζ. Οι δυσκολίες και οι αντιστάσεις των κουλάκων, που διέτασσαν ακόμα και δολοφονίες κομματικών στελεχών, δε σταμάτησαν, και δεν ήταν σπάνιες οι συλλήψεις για τέτοια εγκλήματα, αλλά και για σαμποτάζ, έλλειψη επαγρύπνησης κατά των κουλάκων, σαμανισμό, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ανηθικότητα. Τα εμπόδια αυτά, μαζί με το υπερβολικά ζεστό κλίμα εκείνων των χρόνων, είχε οδηγήσει ως το 1940 σε μείωση του αριθμού των ζώων κατά 100.000, παρότι ο αριθμός των κολχόζ αύξανε σταθερά.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε νέα όξυνση της σύγκρουσης σοβιετικής εξουσίας και κουλάκων, σε μια εποχή που οι ανάγκες για ζωικό λίπος, δέρματα και γούνες για το μέτωπο εκτοξεύθηκαν δραματικά. Οι κουλάκοι εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες, σαμποτάρισαν ενεργά την πολεμική προσπάθεια του Κόκκινου Στρατού, συνεχίζοντας τις επιθέσεις κατά κομματικών αξιωματούχων, αρνούμενοι να παραδώσουν τα κοπάδια τους στις επιτάξεις και οργανώνοντας ομάδες για εφόδους στα κολχόζ, με στόχο την κλοπή των ζώων των συνεταιριστικών αγροκτημάτων. Οι Σοβιετικοί πήραν αποφασιστικά μέτρα κατά αυτής της εκ των πραγμάτων προδοτικής δραστηριότητας, με συλλήψεις και εξορίες, ενώ σημειώθηκαν και περιστατικά ένοπλων αναμετρήσεων μέσα σε χωριά, κάποια από τα οποία κατέληξαν σε ομαδικές αυτοκτονίες πρεσβύτερων των Τσούκτσι.
Μετά τον πόλεμο κι ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50, η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί και η βία ανήκε στο παρελθόν. Πρακτικά το σύνολο των παιδιών φοιτούσε πια στα οικοτροφεία, καθώς κάθε 1η Σεπτέμβρη μεταφέρονταν από την τούνδρα στο ελικόπτερο. Οι γονείς παραπονούνταν πως τα παιδιά τους δεν ήξεραν πια τίποτε για τους ταράνδους και, μετά από 9 μήνες αποκλειστικής χρήσης ρωσικής, δυσκολεύονταν να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους στη μητρική τους γλώσσα. Κάποιοι συνέχιζαν στα κρυφά να διδάσκουν σαμανικές πρακτικές και προσευχές στα παιδιά τους, ωστόσο το ρολόι του χρόνου και της εξέλιξης δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω.
Όπως διαπίστωνε με ικανοποίηση ο Σεμούσκιν το 1951 “οι γρήγορες αλλαγές είναι το χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής μας οικοδόμησης”, οδηγώντας σε “επαναστατικές αναμορφώσεις”, όπως σχολεία, δρόμους και αίσθηση ενός νέου σκοπού: “Οι Σοβιετικοί ξύπνησαν τους Τσούκτσι σε μια νέα πολιτιστική και πολιτική ζωή, αναγεννώντας τη ζωή στην κρύα γη”. Με τα λόγια ενός νεαρού βοσκού, όπως τα κατέγραψε ο Σεμούσκιν: “Πάνω στην παλιά μας ζωή υπήρχε ένα παχύ στρώμα χιονιού και πάγου. Και τότε ο σύντροφος Στάλιν μας βοήθησε να σπάσουμε αυτό το παχύ στρώμα και να βγούμε στον ήλιο.. Ζούμε μια εντελώς νέα ενδιαφέρουσα και ευφυή ζωή”.
Η αλλαγή στον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις των ανθρώπων αποτυπώνεται και στο περιστατικό γύρω από το θάνατο ενός Τσούκτσι ονόματι Τιμνενένντιν, ο οποίος, αν και εύπορος βοσκός, με τρεις συζύγους όπως το επέτρεπαν τα παλιά ήθη, είχε αποφασίσει από νωρίς να γίνει μέλος του κολχόζ στην Αμγκεούμα. Το 1951, ηλικιωμένος πια και βαριά άρρωστος, ζήτησε από τον αδερφό του να τον σκοτώσει τελετουργικά, κάτι που, συνοδευόμενο από τις κατάλληλες προσευχές, θα έφερνε πλούτο στη φυλή του. Ο αδερφός προσπάθησε αμέσως να τον μεταπείσει, λέγοντάς του “ζούμε σε μια νέα εποχή και οι παλιές πρακτικές και νόμοι των προγόνων μας είναι παρωχημένοι”. Στη συζήτηση παρενέβη κι ένας Ρώσος εθνογράφος: “Όλοι μας, οι Ρώσοι και εσείς οι Τσούκτσι, ζούμε σε μια νέα εποχή, όπου οι άρρωστοι θεραπεύονται και δεν στραγγαλίζονται”. Τελικά ο Τιμνενεντίν συναίνεσαι να θεραπευτεί από το να “θυσιαστεί” στο βωμό των προγονικών αντιλήψεων.
Η ιστορία της σοβιετική εξουσίας στην Αρκτική, παρά τις επιμέρους ιδιαίτερες πτυχές της, είναι στον πυρήνα της αρκετά όμοια με εκείνη στο μεγαλύτερο τμήμα της σοβιετικής επικράτειας, ιδίως έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα που είχαν σηκώσει το βάρος της Επανάστασης. Οι προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει στην περιοχή ήταν, με μεγαλύτερη ίσως οξύτητα και ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μια μικρογραφία συνθηκών λιγότερο ή περισσότερο παρόμοιων με εκείνων σε άλλες περιοχές όπου επιβίωναν ισχυρά κατάλοιπα της παλιάς κοινωνίας. Η τελική έκβαση της παρουσίας της, παρά τα εμπόδια και τα σκαμπανεβάσματα, καταδεικνύει ακριβώς τον κοσμοϊστορικό χαρακτήρα που είχε η εγκαθίδρυση του πρώτο εργατικού κράτους στην ιστορία, για λαούς που επί αιώνες ζούσαν αντιμέτωποι με τη φύση και τη στασιμότητα σε όλα τα επίπεδα.
Με πληροφορίες από newyorker.com