«Όταν ξαναδιαβείς απ’ αυτή την απιδιά, που πεισματάρα κομμουνίστρια, δεν λέει να πεθάνει…»

Θυμάμαι κι εγώ αυτή την απιδιά μες στο αμπέλι με τα ροζακιά του, τα πατρινά του και τα βαρτζαμιά του… Τι ωραίες λέξεις, τι ωραία σταφύλια… πάνε να ξεχαστούνε… Θυμάμαι και το κάψιμο του σπιτιού μου….το καλοκαίρι του 1944…

«Έντονα γεγονότα – άσβηστες μνήμες» 

Απ’ αφορμή την ηρωική μάχη που δόθηκε από τον ΕΛΑΣ κατά των Ράληδων-ΕΔΕΣιτων-Γερμανών  στο Λαϊνάκι Λευκάδας, στις 20 Ιούνη 1944

Θυμάμαι κι εγώ αυτή την απιδιά μες στο αμπέλι με τα ροζακιά του, τα πατρινά του και τα βαρτζαμιά του… Τι ωραίες λέξεις, τι ωραία σταφύλια… πάνε να ξεχαστούνε…

Θυμάμαι και το κάψιμο του σπιτιού μου. Έγινε το καλοκαίρι του 1944, μετά τη μάχη του ΕΛΑΣ στο Λαϊνάκι εναντίον των κατσαπλιάδων-ΕΔΕΣιτών της Λευκάδας. Αυτή τη μάχη την έχασε ο ΕΛΑΣ, λόγω της επέμβασης των Γερμανών. Το τι επακολούθησε μετά, μας το περιγράφει ο αγωνιστής-Κομμουνιστής Ζώης Κουτσαύτης στο βιβλίο του: Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ (τυποεκδοτική 1991).

(Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς την τραγωδία του Λευκαδίτικου λαού. Λες και άνοιξε η κόλαση και ξέρασε τους πιο μαύρους κολασμένους. Η σκληρότητα των «οπλαρχηγών» ξεπέρασε κάθε στάδιο ανθρώπινης επινόησης. Ό,τι συνέβηκε κατά τη διάρκεια της μάχης ωχριά μπροστά σε κείνα που ακολούθησαν μετά. Με ένα σαδισμό χωρίς προηγούμενο οι «εθνικόφρονες πατριώτες» ξεπέρασαν κι΄ αυτά τα αίσχη των Γερμανών. Και οι ίδιοι οι Γερμανοί αισθάνθηκαν φρίκη μπροστά στο τόσο όργιο φόνου και αίματος. Λες και απελευθερώθηκαν τα πιο κακούργα ένστικτα των «οπλαρχηγών» για να ρουφήξουν το αίμα του ΕΑΜικού κόσμου.)

Καθόμαστε με τον αδελφό μου Νίκο στο τσιμεντένιο πεζούλι έξω απ’ το καφενείο του Γαβρίλη στη Ρούγα. Ήταν καταμεσήμερο και βλέπαμε τον καπνό που ’βγαινε απ’ την άκρη του Χωριού.

– Σας καίνε το σπίτι

– Να πάμε να δούμε;

– Θα σας κάψουν!

Τρεμούλα φόβου και δίψα… Κάποιος μας έφερε νερό σ’ ένα καρτεζίνι ζαβό, ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ!

Ο μπάρμπα-Μπογόρδας μάς πήγε στην Κιάφα, σε συγγενή εθνικόφρονα, για προφύλαξη.

Η Μανά μας με άλλες Γυναίκες, κρατούμενες στην Καρυά.

Η 7μηνη αδερφούλα μας, εγκαταλελειμμένη στο σπίτι του μπάρμπα-Μπογόρδα.

5 μέρες χωρίς νερό και φροντίδα… ΠΕΘΑΝΕ.

Την επόμενη νύχτα η Μάνα μας δραπέτευσε τη νύχτα, να ’ρθει να θάψει τ’ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ της… ΑΓΓΕΛΙΚΗ τη λέγανε.

Ο παπα-Θοδωρής, εθνικόφρονας, αρνείται να την θάψει και η Μάνα μου πήγε να τον πνίξει!!

Όλοι κλαίγανε, εκτός απ’ τον παπά.

Εγώ σβουρνούσα στον αέρα ένα ψόφιο κοράκι, κι έκανα πως πετούσε.

Εγώ έκλαψα πολύ, πολύ αργότερα! Όταν τα γεγονότα έγιναν αναμνήσεις και σκέψεις.

Πόσα μερόνυχτα μείναμε στους λόγγους δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως, ότι πολλά γυναικόπαιδα μας φρουρούσε ο Τσιροπούλης, (Δουβίτσας νομίζω). Ήταν εφεδροΕΛΑΣίτης.

Απ΄ τους Σκάρους κατεβήκαμε στη Νικιάνα, ύστερα πήγαμε οικογενειακώς στη Χώρα και το 1952 στην ΑΘΗΝΑ…

Από τότε δεν ξαναείδα το καημένο – καμμένο σπιτάκι μου, ως το 1958 στις εκλογές, που επέστρεψα στο χωριό, (φοιτητής ων), με τον πατέρα μου που καμάρωνε(!).

Όταν ψηφίσαμε και βγήκαμε έξω απ’ το Σχολείο, μας πλησίασε ο Άγγελος Μανωλίτσης (εκλ. αντιπρόσωπος της ΕΔΑ).

– Φύγετε αμέσως στη Νικιάνα να πάτε απ’ το δημόσιο δρόμο.

– Γιατί μπάρμπα, κινδυνεύουμε;

– Μη φωνάζεις, και μου ’δωσε μια φιλική αμπωσά στον ώμο, προς τα Κολυβάτα.

Πριν από λίγο μεσ’ το εκλογικό τμήμα προέκυψε κάποιο «ζήτημα», όταν εγώ ζήτησα την απομάκρυνση του Ενωμοτάρχη, για να εξασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα ανεπηρέαστος.

…Φοιτητής, βλέπεις.

Περνώντας απ’ τα Κολυβάτα, ρίξαμε μια ματιά στη μπασιά. Ήταν εκεί το σπίτι του Κομμουνιστή Γιώργου Κατσαρού (Καραγιάννη), που εκτελέστηκε στο Αγρίνιο το Φλεβάρη 1944, από τους Γερμανούς.

Λίγο πιο κάτω φτάνουμε στου Κουβαλιά τ’ αμπέλι με την ΟΝΑΔΑ του. Δεν θυμάμαι αν μπήκαμε μέσα, μάλλον όχι, γιατί βιαζόμαστε(;)…

Ποιος φανταζόταν, ότι μετά 2 χρόνια από κείνη τη στιγμή θα γεννιόσουν εσύ Φίλιππε να γράψεις, για την “ονάδα” και για να ξαναζωντανέψεις σήμερα εκείνα τα ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ;;!!

Όταν ξαναδιαβείς απ΄ αυτή την ΑΠΙΔΙΑ, που πεισματάρα ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΡΙΑ, δεν λέει να πεθάνει… δώς της ένα φιλικό σπρωξιματάκι  στον ώμο της  και πες της: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΚΟΥΒΑΛΙΑ

Τάσος Μανωλίτσης-Κουβαλιάς, Αθήνα, Απρίλης 2020

Υ.Γ. Το Παρατσούκλι ΚΟΥΒΑΛΙΑΣ, απ’ ό,τι λέγεται, βγήκε απ’ το γεγονός, ότι ο παππούς μου, σαν Δραγάτης που ήταν, όλο και κάτι ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ(;) κατά το γυρισμό του απ’ τις περιπολίες….

Το παραπάνω γράφτηκε απ’ αφορμή το σχόλιο: «Η ιστορία μιας εκατοχρονίτικης ολάνθιστης ονάδας (ποικιλία απιδιάς) στου Κουβαλιά»…» από τον Φίλιππο Κολυβά, (βλ.  “ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ” 21-6-24)

*

*Ευχαριστούμε θερμά τον συντάκτη του κειμένου που μας το έστειλε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: