Ουαλοί εργάτες στα όπλα – Η εξέγερση των χαρτιστών στο Νιούπορτ 1839
Ήταν τελευταία μεγάλης κλίμακας μαζική ένοπλη εξέγερση στη Μεγάλη Βρετανία.
Συμπληρώνονται 180 χρόνια από την εξέγερση του Νιούπορτ στην Ουαλία, την τελευταία μεγάλης κλίμακας μαζική ένοπλη εξέγερση στη Μεγάλη Βρετανία. Ηγέτης της ο χαρτιστής Τζον Φροστ, που μαζί με 10000 περίπου ακόμα εργάτες, ιδιαίτερα ανθρακωρύχους πραγματοποίησαν πορεία στους δρόμους της πόλης στις 4 Νοέμβρη 1839, κρατώντας αυτοσχέδια εν πολλοίς όπλα. Στόχος τους ήταν να απελευθερώσουν άλλους χαρτιστές, που φέρονταν να έχουν αιχμαλωτιστεί στο ξενοδοχείο Γουεστγκέιτ. Στρατεύματα άνοιξαν πυρ εναντίον τους και 22 από τους διαδηλωτές έπεσαν νεκροί, ενώ στη συνέχεια οι ηγέτες της εξέγερσης καταδικάστηκαν για προδοσία σε απαγχονισμό και διαμελισμό, ποινές που εντέλει μετατράπηκαν σε εξορία.
Ο χαρτισμός, το πρώτο μαζικό πολιτικό επαναστατικό κόμμα κατά τον Λένιν, ήταν φυσικό να βγάλει ρίζες και στην Ουαλία, μια περιοχή ραγδαία αναπτυσσόμενη μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Η πρώτη χαρτιστική ένωση ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1836 στο Καρμάρθεν, ενώ τα επόμενα χρόνια, η απόρριψη των βασικών αιτημάτων των χαρτιστών από τη βρετανική κυβέρνηση (καθολική και μυστική ψηφοφορία, βουλευτική αποζημίωση σε μια εποχή που η πολιτική ήταν αποκλειστική ενασχόληση των πλουσίων κλπ), όπως και οι διώξεις κατά επιφανών χαρτιστών πείσμωσαν περισσότερο τους ντόπιους εργάτες που άρχισαν να συρρέουν μαζικά στις γραμμές του κινήματος.
Το φθινόπωρο του 1839 η οργή στις βιομηχανίες της νότιας Ουαλίας ξεχείλιζε και οι εργάτες βρίσκονταν σε αναβρασμό. Ο χαρτιστής του Νιούπορτ Τζον Φροστ προσπαθούσε αρχικά να κατευνάσει τα πνεύματα με τις ομιλίες του, συμφωνώντας τελικά να ηγηθεί πορείας διαμαρτυρίας στην πόλη. Ο αστικός τύπος καλλιεργούσε κλίμα πανικού και εχθρότητας προς τους εργάτες, γράφοντας πως οι διαδηλωτές είχαν ως στόχο να «κατακτήσουν όλη τη Νότια Ουαλία για να εγκαθιδρύσουν ένα βασίλειο των Χαρτιστών».
Οι χαρτιστές της πόλης αρχικά προγραμμάτισαν να καταφτάσουν σε τρεις ομάδες και να ενωθούν σε συγκεκριμένο σημείο έξω από το Νιούπορτ ξεκινώντας μαζί την πορεία. Υπήρξαν ωστόσο καθυστερήσεις που έδωσαν χρόνο στις αρχές της πόλης, που ήδη είχαν ενισχύσει στρατό και αστυνομία, να προετοιμαστούν καλύτερα. Οι διαδηλωτές τελικά συγκεντρώθηκαν έξω από το ξενοδοχείο Γουεστγκέιτ, όπου απαίτησαν να απελευθερωθούν οι σύντροφοί τους. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών, που άφησε στον τόπο 22 χαρτιστές, και πάνω από 50 τραυματίες, ανάμεσά τους σοβαρά ορισμένοι από τους στρατιωτικούς και αστυνομικούς. Οι εργάτες, που προσωρινά κατόρθωσαν να εισβάλλουν στο ξενοδοχείο, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω κάποια από τα όπλα τους που μέχρι σήμερα εκτίθενται στο μουσείο του Νιούπορτ.
Περίπου 200 χαρτιστές συνελήφθησαν και 21 κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Οι τρεις βασικοί ηγέτες, Τζον Φροστ, Ζιφανάια Γουίλιαμς και Γουίλιαμ Τζόουνς κρίθηκαν ένοχη και κινδύνευαν με βίαιη εκτέλεση, όπως προβλεπόταν για τους προδότες. Για την ακρίβεια, ήταν η τελευταία φορά που επιβαλλόταν ποινή απαγχονισμού και διαμελισμού στην Αγγλία και την Ουαλία. Η τεράστια λαϊκή κινητοποίηση υπέρ των καταδικασμένων οδήγησε τελικά σε μετατροπή της ποινής σε δια βίου εξορία.
Οι χαρτιστές του Νιούπορτ έγιναν ήρωες της τάξης τους σε όλη τη Βρετανία, ενώ ακολούθησαν μια σειρά απόπειρες εξέγερσης σε άλλα μέρη της χώρας, χωρίς επιτυχία. Ο τρόμος της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της από το συμβάν αντικατοπτρίζεται στο γεγονός πως ο δήμαρχος του Νιούπορτ Τόμας Φίλιπς ανακηρύχθηκε «εθνικός ήρωας» για το ρόλο του στην καταστολή της εξέγερσης και χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Βικτωρία λίγες εβδομάδες μετά τα γεγονότα.
Ο Τζον Φροστ τελικά έλαβε χάρη το 1856, επιστρέφοντας στη Βρετανία και το Νιούπορτ, όπου έγινε δεκτός ως θριαμβευτής. Επέλεξε ωστόσο να μην εγκατασταθεί εκ νέου στην πόλη, ζώντας στο Στάπλτον του Μπρίστολ, όπου πέρασε το υπόλοιπο της μακράς ζωής του, ως τα 93 του χρόνια.
Η μνήμη της εξέγερσης κρατήθηκε ζωντανή στο Νιούπορτ και τις γύρω κοινότητες, με σειρά μνημείων και ονομασιών πλατειών και σχολείων, ενώ τροφοδότησε εκτός από άφθονα βιβλία για το θέμα, τηλεοπτικές παραγωγές, αλλά και τραγούδια, όπως το “The View from Stow Hill” της εναλλακτικής ροκ μπάντας Manic Street Preachers.