Ουλρίκε Μάινχοφ-Από το χριστιανικό πασιφισμό στην ένοπλη δράση της RAF
Η επίσημη εκδοχή του θανάτου της, βασιζόμενη σε δυο ιατροδικαστικές εκθέσεις, έκανε λόγο για αυτοκτονία, οι φωνές όμως όσων υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για δολοφονία δε λένε να κοπάσουν ως σήμερα.
Στις 9 Μάη 1976 η Ουλρίκε Μάινχοφ, ηγετικό μέλος της ένοπλης οργάνωσης “Φράξια Κόκκινος Στρατός” (RAF), βρισκόταν κρεμασμένη στο κελί της στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σταμχάιμ στη Στουτγγάρδη. Η επίσημη εκδοχή, βασιζόμενη σε δυο ιατροδικαστικές εκθέσεις, έκανε λόγο για αυτοκτονία, οι φωνές όμως όσων υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για δολοφονία δε λένε να κοπάσουν ως σήμερα. Η συγκρατούμενή της Γκούντρουν Ένσλιν, που μαζί με άλλα τρια μέλη της RAF, περιλαμβανομένου του αρχηγού της Αντρέας Μπάαντερ, θα εντοπιζόταν νεκρή υπό επίσης αμφιλεγόμενες συνθήκες ενάμιση χρόνο αργότερα, υποστήριζε πως την προηγουμένη συζητούσε με τη Μάινχοφ νέες στρατηγικές υπεράσπισης και το βράδυ πριν την αυτοκτονία άκουγε μουσική από το κελί της. Οι δικηγόροι της δεν επιτράπηκε να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια συλλογής στοιχείων από το κελί της, το οποίο βάφτηκε εξολοκλήρου δυο μόλις μέρες μετά την ανεύρεση του πτώματος. Η αδερφή της Βίνκε, μέχρι το θάνατό της πέρσι, υποστήριζε πως η αδελφή της της είχε εκμυστηρευτεί πως αν βρισκόταν νεκρή στη φυλακή αυτό θα σήμαινε φόνο.
H Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ γεννήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1934 στο Όλντενμπουργκ από ζευγάρι ιστορικών τέχνης, ενώ ο πατέρας της ήταν μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που συνέβαλε στην έκθεση των Ναζί περί “Εκφυλισμένης Τέχνης”. Τον έχασε σε μικρή ηλικία, το 1940, ενώ 8 χρόνια αργότερα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα της. Η κηδεμονία της Μάινχοφ και της μεγαλύτερες αδελφής της ανατέθηκε σε μια φίλη της μητέρας τους. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε καθολικό σχολείο, ενώ το 1955 ξεκίνησε σπουδές ψυχολογίας, παιδαγωγικής και γερμανικής φιλολογίας, αλλάζοντας αργότερα σε ιστορία και ιστορία τέχνης. Στα φοιτητικά της χρόνια ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε διάφορα φοιτητικά έντυπα και να αναμειγνύεται με το χριστιανικό αντιπολεμικό κίνημα κατά των ατομικών όπλων. Το 1958 έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε εκδήλωση κατά των πυρηνικών στην πόλη Μύνστερ, ενώ την ίδια χρονιά έγινε μέλος του SDS, της φοιτητικής νεολαίας του SPD (αργότερα αποσχίστηκε από αυτό, αποτελώντας πυρήνα της αριστερίστικης “Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης” APO), εκπροσωπώντας την αριστερή της πτέρυγα, καθώς την ίδια πάλι περίοδο έγινε μέλος του παράνομου τότε ΚΚΓ.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια τάχθηκε υπέρ της συνεννόησης με τη ΓΛΔ (στην οποία είχε περάσει ένα μήνα στη διάρκεια των σπουδών της, επαινώντας το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών της, αλλά επικρίνοντας το “δογματισμό” των κομματικών στελεχών του SED), της κατάργησης της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και της απομάκρυνσης των παλαιών ναζί από το στρατό. Το 1959 έγινε μέλος της σύνταξης του αριστερού περιοδικού konkret, κι αργότερα αρχισυντάκτρια ως το 1964. Το 1961 παντρεύτηκε τον εκδότη του περιοδικού Κλάους Ρελ, με τον οποίο ένα χρόνο μετά απέκτησαν δίδυμες κόρες, τη Ρεγγίνα και τη Μπετίνα. Στα άρθρα της μεταξύ άλλων κατήγγειλε τον πόλεμο στην Αλγερία, υποστήριξε την κουβανική επανάσταση και είδε με συμπάθεια της ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ. Το 1961 το άρθρο της “Ο Χίτλερ μέσα σας”, επιτίθονταν ευθέως στον τότε υπουργό άμυνας Φραντς Γιόζεφ Στράους, ο οποίος προωθούσε τον πυρηνικό εξοπλισμό της ΟΔΓ. Ο υπουργός απάντησε με μήνυση, αλλά στη δίκη η Μάινχοφ αθωώθηκε, με δικηγόρο της τον τέως χριστιανοδημοκράτη υπουργό εσωτερικών Χάινεμαν, που είχε παραιτηθεί λίγα χρόνια πριν από αντίδραση στον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας. Η δίκη έκανε τη Μάινχοφ για πρώτη φορά γνωστή σε εθνικό επίπεδο.
Το 1964 αποχώρησε από το ΚΚΓ, μετά από σύγκρουση σχετικά με τη γραμμή του περιοδικού konkret, που ως τότε υποστηριζόταν οικονομικά από το κόμμα, ενώ έκτοτε βασιζόταν κυρίως σε διαφημίσεις δυτικογερμανικών εκδοτικών οίκων. Η Μάινχοφ άρχισε να γίνεται γνωστή ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ραδιόφωνα, γράφοντας μεταξύ άλλων για ζητήματα που λίγοι έθιγαν, όπως οι γκασταρμπάιτερ, τα εργατικά ατυχήματα αλλά και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Από το 1966 μπήκε δυναμικά στο κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ενώ όταν επιβλήθηκε η χούντα στην Ελλάδα, παρομοίωσε την “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που είχε επιβληθεί στη χώρα μας με εκείνη που υπήρχε νομοθετικά η δυνατότητα να επιβληθεί και στην ΟΔΓ. Κατά την επίσκεψη του σάχη της Περσίας στη χώρα την ίδια χρονιά, είχε στείλει την “Επιστολή στη Φαράχ Ντιμπά”, σύζυγο του σάχη, καταγγέλλοντας τις άθλιες συνθήκες ζωής και καταστολής στην Περσία. Μετά τη δολοφονία του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ από την αστυνομία στη διάρκεια διαδηλώσεων κατά της επίσκεψης του σάχη, η Μάινχοφ κατήγγειλε τη μετατροπή της ΟΔΓ σε “αστυνομικό κράτος’ που ασκούσε “ανοιχτή τρομοκρατία” στους πολίτες. Τα χρόνια εκείνα δραστηριοποιείται πολιτικά στην APO, χωρίζει από το Ρελ, ενώ ασχολείται και με φεμινιστικά ζητήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 αρχίζει να υποστηρίζει επιλεκτικές παραβάσεις του νόμου ως θεμιτό μέσο αντίστασης, και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες χρηματοδότησε τον Οκτώβρη του 1968 εκρηκτικά για επίθεση σε πορτογαλικό πολεμικό πλοίο που είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία, έχοντας βεβαιωθεί ότι δε θα υπάρξουν θύματα. Ακόμα ωστόσο προειδοποιούσε ενάντια στην “άλογη αντιβία” που πήγαζε από “την οργή της αδυναμίας”. Το 1969 αποχωρεί από το konkret, διαφωνώντας σε μια σειρά οργανωτικών και πολιτικών ζητημάτων, θεωρώντας μεταξύ άλλων πως είχε διολισθήσει στην πορνογραφία, εν ονόματι της “σεξουαλικής απελευθέρωσης”. Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει να διδάξει σε δημοσιογραφικό ινστιτούτο συνδεόμενο με το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Το πέρασμα της στην ένοπλη δράση τοποθετείται στις 14 Μάη 1970, όταν συμμετείχε στη βίαιη απόδραση του καταδικασμένου για τρομοκρατία Αντρέας Μπάαντερ, κατά τη διάρκεια της οποίας τρεις άνθρωποι τραυματίστηκαν, εν μέρει βαριά. Η απόδραση θεωρείται ληξιαρχική πράξη γέννησης της λεγόμενης Ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ, που εξελίχθηκε λίγο αργότερα στη Φράξια Κόκκινος Στρατός. Νωρίτερα οι Μπάαντερ, Μάινχοφ, και άλλα μετέπειτα μέλη της οργάνωσης είχαν λάβει στρατιωτική εκπαίδευση από την παλαιστινιακή Φατάχ στην Ιορδανία. Ως το 1972 η RAF επιδόθηκε σε σειρά ένοπλων ληστειών και βομβιστικών επιθέσεων, ανάμεσα στις οποίες κάποιες είχαν θύματα νεκρούς και τραυματίες. H Mάινχοφ είχε καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη των κειμένων της οργάνωσης, και συμμετείχε σε διάφορες από τις επιθέσεις, αντικρουόμενες μαρτυρίες ωστόσο υπάρχουν για το βαθμό εμπλοκής ή γνώσης της για ορισμένες εξ αυτών. Συνελήφθη τον Ιούνη του 1972 και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Όσεντορφ στην Κολωνία, υπό ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, ενάντια στις οποίες η ίδια και συγκρατούμενοί της προέβησαν σε επανειλημμένες απεργίες πείνας. Το 1974 μεταφέρεται στις διαβόητες φυλακές του Σταμχάιμ, στα λεγόμενα “λευκά κελιά”, που δε διέθεταν παράθυρα, ενώ οι φύλακες αναβόσβηναν τα φώτα σε ακανόνιστες στιγμές, ώστε να επιτείνουν την αίσθηση απώλειας του χρόνου στην κρατούμενη.
Η είδηση του θανάτου της Μάινχοφ προκάλεσε διαδηλώσεις, εν μέρει βίαιες, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και του εξωτερικού, ενώ 4000 άτομα παραβρέθηκαν στην κηδεία της στις 15 Μάη στο Δυτικό Βερολίνο. Ο δικηγόρος δυο μελών της RAF και μετέπειτα πολιτικός των Πρασίνων και του SPD Όττο Σίλι, συνέστησε την ίδια χρονιά τη “Διεθνή Επιτροπή Έρευνας”, που βασιζόμενη σε μια σειρά αντιφάσεων στις επίσημες αναφορές των αρχών, κατέληξε πως η θέση περί αυτοκτονίας δεν ήταν αποδεδειγμένη, ενώ την επόμενη χρονιά υπήρξαν αναφορές στον τύπο για ύπαρξη δεύτερου κλιμακοστασίου με πρόσβαση στο κελί της Μάινχοφ, καθώς και ότι η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος είχε βάλει κοριούς σε κελιά των κρατουμένων της RAF.
Πολύ αργότερα,το 2002, η κόρη της Μπετίνα έμαθε ότι ο εγκέφαλος της μητέρας της είχε διατηρηθεί στη φορμόλη και δεν είχε ταφεί με το υπόλοιπο σώμα. Αδημοσίευτη ιατροδικαστική έρευνα του 1976 είχε καταλήξει πως υπήρχε κάποια εγκεφαλική βλάβη ως αποτέλεσμα επέμβασης για αφαίρεση καλοήθους όγκου το 1962, βλάβη που θα μπορούσε να σημάνει μειωμένο καταλογισμό για τις πράξεις της. Σε παρόμοια πορίσματα κατέληξε και η επιτροπή καθηγητών που εξέτασε το κρανίο το 2002, προκαλώντας την παρέμβαση μιας “Επιτροπής Δεοντολογίας”, που τους απαγόρευσε να δημοσιεύσουν τα συμπεράσματά τους, ενώ η εισαγγελία της Στουτγγάρδης απαίτησε να επιστραφεί το κρανίο, το οποίο αποτεφρώθηκε και θάφτηκε μαζί με το υπόλοιπο σώμα στο κοιμητήριο της Αγίας Τριάδας. Είναι χαρακτηριστική η σπουδή του γερμανικού κράτους, ακόμα και δεκαετίες μετά, να εξαφανίσει οποιοδήποτε ίχνος που αμφισβητεί τη δικαστική νομιμότητα των αποφάσεών του κατά της Μάινχοφ. Από την άλλη, δεν υπάρχει λόγος κανείς να ασπαστεί κανείς νεολομπροζιανού θεωρήσεις που αποδίδουν την παραβατική συμπεριφορά αποκλειστικά σε αλλοιώσεις του εγκεφάλου. Η πορεία ζωής της Μάινχοφ, τα κείμενά της και οι μαρτυρίες όσων την γνώρισαν, κατατείνουν ότι η απόφασή της να επιλέξει την ατομική τρομοκρατία, απόφαση σαφώς αδιέξοδη προσωπικά και κινηματικά, ήταν απολύτως συνειδητή, ενώ η όποια ψυχολογική κατάρρευση στην πορεία είχε να κάνει με τις συνθήκες κράτησης περισσότερο, παρά με οποιοδήποτε παθολογικό αίτιο.