Παγώνα Κοκοβλή Λιονάκη – Αργυρώ Πολυχρονάκη Κοκοβλή: Οι τελευταίες Κρητικοπούλες αντάρτισσες του ΔΣΕ που επέζησαν στη Κρήτη 13 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Ύστερα από πολλά χρόνια σκληρής δοκιμασίας, παρανομίας και διώξεων κατάφεραν, το 1962, με εντολή της ΚΕ του ΚΚΕ ν’ αποδράσουν μαζί με άλλους τέσσερις παράνομους και να φτάσουν στην Ιταλία και μέσω Ουγγαρίας, στην Τασκένδη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Παγώνα Κοκοβλή-Λιονάκη και Αργυρώ Πολυχρονάκη-Κοκοβλή: Αυτές οι δύο Κρητικοπούλες είναι οι τελευταίες αντάρτισσες που επέζησαν στη Κρήτη μετά την ήττα του ΔΣΕ σ’ όλη την Ελλάδα. Η Παγώνα και η Αργυρώ δεν σκοτώθηκαν στα χρόνια του Εμφυλίου. Όμως οι μεγάλες περιπέτειες και δοκιμασίες που πέρασαν είναι ανείπωτες. Έμειναν δεκατρία χρόνια ακόμη μετά τη λήξη του Εμφυλίου καταδιωκόμενες στην Κρήτη, παράνομες και επικηρυγμένες, μαζί με άλλους έξι συντρόφους τους. Για τους αντάρτες της Κρήτης δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής μετά τη μεγάλη μάχη στο Φαράγγι της Σαμαριάς, που αποτέλεσε το τέλος του αντάρτικου στην Κρήτη. Δεκατρία χρόνια κυνηγούν την Αργυρώ και την Παγώνα, τις γυρεύουν σε πόλεις και σε χωριά, μα δεν τις βρίσκουν. Δεκατρία χρόνια ζουν στα κρησφύγετα, με όλες τις συνέπειες και τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται για γυναίκες.
Αλλά και στην παρανομία τους δεν κρύβονται απλώς. Καθοδηγούν οργανώσεις, εκδίδουν έντυπα. Αγωνίζονται να ανασυγκροτήσουν τις διαλυμένες οργανώσεις παρά τους κινδύνους που διατρέχουν.
Ύστερα από πολλά χρόνια σκληρής δοκιμασίας, παρανομίας και διώξεων κατάφεραν το 1962 μαζί με άλλους τέσσερις παράνομους να φτάσουν στην Ιταλία κι από κει μετά από αφάνταστες περιπέτειες, μέσω Ουγγαρίας, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Τις δραματικές περιπέτειες των τελευταίων ανταρτισσών του ΔΣ Κρήτης αφηγείται η αγωνίστρια Αργυρώ Κοκοβλή σε γράμμα της το οποίο παραθέτω ολόκληρο λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του:
«Αγαπητέ μου Κώστα.
Χάρηκα που κοντά στις άλλες αξιόλογες εργασίες-βιβλία σου, όπως κι αυτό με Τα Παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου και το Δράμα μιας Κακότυχης Γενιάς, που έχω διαβάσει, βιβλία που πολύπλευρα αναδείχνουν την αλήθεια για το κατασυκοφαντημένο κίνημα, σκοπεύεις να ασχοληθείς και με τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού που, πολύ σωστά σημειώνεις, είναι από ιστορική άποψη οι πιο αδικημένες της όλης υπόθεσής μας.
Θα προσπαθήσω να σου δώσω τεκμηριωμένα και ολοκληρωμένα την ένοπλη συμμετοχή των γυναικών στο δεύτερο αντάρτικο στο νησί και τη συμβολή τους, που είχε τις ιδιομορφίες της, βέβαια, όπως εξάλλου και γενικότερα ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ στην Κρήτη.
Στην Ανατολική Κρήτη (Λασίθι, Ηράκλειο, Ρέθυμνο) αναπτύχθηκαν μικρά τμήματα του ΔΣΕ στις αρχές υπό τον Γιάννη Ποδιά, μόνο στην περιοχή του Ψηλορείτη, που όμως εξοντώθηκαν, μαζί και ο Ποδιάς, σε μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση τον Ιούνιο του 1947. Οι λίγοι που επέζησαν πέρασαν στο Νομό Χανίων και εντάχθηκαν στα τμήματα του ΔΣΕ στα Λευκά Όρη. Στα τμήματα του Ψηλορείτη, δεν υπήρξε καμία γυναίκα.
Αγωνίστριες στο ΔΣΕ έχουμε μόνο στο Νομό Χανίων. Τέλη του 1947 αρχές του 1948, εντάσσονται εθελοντικά στο ΔΣΕ δεκαπέντε αγωνίστριες. Όμως δύο απ’ αυτές επιστρέφουν σχεδόν αμέσως πίσω στα σπίτια τους χωρίς οι αρχές να τις έχουν πάρει χαμπάρι. Έτσι μένουμε στα τμήματα συνολικά δεκατρείς αντάρτισσες. Τους τελευταίους μήνες του 1947 και τους πρώτους μήνες του 1948 ο ΔΣΕ διατηρεί ελεύθερη περιοχή, το γνωστό οροπέδιο του Ομαλού που συνορεύει με το άγριο Φαράγγι της Σαμαριάς. Το διάστημα που το οροπέδιο παραμένει ελεύθερη περιοχή, οι αντάρτισσες είναι συγκροτημένες σε ξεχωριστή Ομάδα με ομαδάρχισσα τη Γεωργία Σκενάκη. Η ομάδα γυναικών συμμετέχει σ’ όλες τις στρατιωτικές υπηρεσίες: σκοπιές, περίπολα, παρατηρητήρια. Οι κοπέλες μαθαίνουν το χειρισμό όλων των όπλων και εξασκούνται στη σκοποβολή. Όταν γίνονταν κάποια επιχείρηση διασκορπίζονταν στα διάφορα τμήματα και συμμετείχαν στις μάχες.
Μετά την εκτόπιση του ΔΣΕ από τον Ομαλό, άνοιξη του 1948, κι ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη μάχη στο Φαράγγι της Σαμαριάς στις 5 Ιουνίου 1948, που αποτέλεσε ουσιαστικά τη συντριβή του ΔΣΕ στην Κρήτη (όχι τόσο από στρατιωτική άποψη, αφού οι απώλειες δεν ήταν πολλές, αλλά με τα όσα επακολούθησαν), η Ομάδα γυναικών παύει να λειτουργεί σαν ομάδα. Δυο-δυο, τρεις-τρεις αγωνίστριες εντάσσονται σε μικρά αντρικά τμήματα και ελίσσονται στα Λευκά Όρη και στα πεδινά του Νομού Χανίων. Οι διωγμοί είναι ανελέητοι. Η απομόνωση, η πείνα, η δίψα, οι καθημερινές συγκρούσεις, σε συνδυασμό με το πεσμένο ηθικό μετά τη μάχη της Σαμαριάς, οδηγούν στην παράδοση τους περισσότερους αντάρτες. Ανάμεσα στους παρουσιασθέντες είναι και τέσσερις αντάρτισσες. Αυτές ήταν οι Μαρία Λεδάκη, Κούλα Μαραθάκη, Ελευθερία Παπαδογιάννη και Γεωργία Τρικουνάκη. Στην εξορία που στάλθηκαν κράτησαν καλή στάση. Από τις εννέα που μείναμε, τέσσερις σκοτώθηκαν σε συμπλοκές: οι Αθηνά Χανταμπάκη και Ελένη Παπαγιαννάκη τον Απρίλη του 1949. Η Βαγγέλιώ Κλάδου στις 5 Δεκέμβρη του 1949. Και η Μαρία Μποράκη στις 11 του ίδιου μήνα. Τρεις συνελήφθησαν: η Γεωργία Σκευάκη και η Ξένια Ατανασάκη την άνοιξη του 1952, ενώ η Ανδριανή Καταρτζόγλου είχε συλληφθεί προηγούμενα.
Δύο αντάρτισσες γλιτώσαμε: η Παγώνα Κοκοβλή-Λιονάκη και η Αργυρώ Πολυχρονάκη-Κοκοβλή, μαζί με έξι ακόμα άντρες-αντάρτες.
Παραμείναμε παράνομες-επικηρυγμένες μέχρι το 1962. Ύστερα από εντολή της ΚΕ του ΚΚΕ αποδράσαμε, και μαζί με τους τέσσερις από τους έξι συντρόφους μας ήρθαμε στην Τασκένδη.
Στο διάστημα από τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα μέχρι το 1962 δουλεύαμε παράνομα όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοι μας, καθοδηγώντας τις παράνομες επονίτικες οργανώσεις.
Για μια αντάρτισσα, τη Βαγγελιώ Κλάδου, τη δασκάλα από τα Ανώγεια που πήρε τη θέση του Γραμματέα Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ Γιώργου Τσιτήλου, όταν αυτός σκοτώθηκε τον Οκτώβρη του 1948 στα Λευκά Όρη, πρέπει να μιλήσουμε ιδιαίτερα. Η Βαγγέλιώ (με το ψευδώνυμο Μαρία) ήταν μέλος του Γραφείου Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ και ιεραρχικά μετά το χαμό του Γ. Τσιτήλου αναλάμβανε τη δική του θέση. Καθοδήγησε επάξια τους σαράντα περίπου αντάρτες που ζούσαν τότε ακόμα, οι οποίοι την παραδέχονταν και τη σέβονταν. Η Βαγγελιώ σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή το Δεκέμβρη του 1949 όταν μας κύκλωσαν (ήμουν κι εγώ μαζί) σε μια σπηλιά στα Λευκά Όρη. Λίγο μετά την επιστροφή μας από τη Σοβιετική Ένωση το 1979, ανεβήκαμε στα βουνά, μαζέψαμε τα οστά της (το κεφάλι το είχαν κόψει όταν τη σκότωσαν) και τα θάψαμε στο χωριό της στ’ Ανώγεια.
Όπως βλέπεις, λοιπόν, αγαπητέ μου Κώστα, στο νησί μας δεν υπήρξαν, στο ΔΣΕ, διοικητικές ιεραρχίες, ούτε ταξιαρχίες, ούτε τάγματα, ούτε λόχοι. Δεν είχαμε σχολές νοσοκόμων, τους τραυματίες μας τους εναποθέταμε σε κάποιο απόμερο άγνωστο σπηλιαράκι και τους «περιποιούνταν» όποιος από τους συντρόφους-ισσες τύχαινε να βρεθούν κοντά τους. Δεν είχαμε τηλεφωνήτριες αφού δεν είχαμε ούτε ασύρματο και πολύ περισσότερο βέβαια τηλέφωνο.
Σχολή αξιωματικών δεν υπήρξε επίσης στην Κρήτη. Το χειρισμό όλων των όπλων και την τέχνη στη μάχη τη διδαχτήκαμε από πρώην αξιωματικό του αστικού στρατού και σε συνέχεια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, τον αξέχαστο σύντροφό μας Γιώργο Μιαούλη.
Οι κοπέλες μας ονομάζονταν απλώς αντάρτισσες. Φορούσαν στρατιωτικά και δίκοχο που το έραβαν από παλιό χακί πανί μόνες τους (το μόνο που έχω ακόμα). Είχε μπροστά ένα φύλλο έλατου κεντημένο και τα γράμματα ΔΣ.
Όλες οι αντάρτισσες είχαν διακριθεί στις μάχες που έδωσε ο ΔΣΕ. Αλλά και στην καρτερικότητα, στην ανοχή, στις κακουχίες και στις στερήσεις.
Σ’ έναν τόπο, σ’ ένα νησί όπου δεν υπήρχαν μετόπισθεν για ν’ ανασάνεις κάποια στιγμή, που βρισκόσουν σ’ ένα κυνηγητό ακατάπαυστο από πολυάριθμες αντίπαλες δυνάμεις, που είχες να κάνεις με συνεχείς, ολονύχτιες πορείες, ξυπόλυτος, γυμνός, πεινασμένος, σε βουνά (μαδάρες τις λέμε στην Κρήτη) γυμνά και άνυδρα, η ζωή ιδιαίτερα για τις γυναίκες ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Αντιγράφω ένα στιγμιότυπο από βιβλίο που ετοιμάζουμε μαζί με το Νίκο και ελπίζουμε να το εκδώσουμε:
Η επιχείρησή μας απέτυχε. Μας αιφνιδίασαν εκείνοι: εγκατέλειψαν νωρίτερα το σταθμό και απόφυγαν τη σύγκρουση μαζί μας. Κι εμείς επιστρέψαμε εξουθενωμένοι, πεινασμένοι, περισσότερο γυμνοί και ξυπόλυτοι κι αρχίσαμε να χαϊδεύουμε τις πληγές στο πόδια μας. Ν’ αναμαζεύουμε τα ξεσκισμένα μας ρούχα. Να δένουμε με σύρματα τα σκισμένα μας άρβυλα… Η Αθηνά, η Μαριώ, στην πορεία προς και από την Ανώπολη άφησαν τα υπολείμματα των παπουτσιών τους στις τσουγκρωτές πέτρες των βουνών. Είναι ξυπόλυτες, τα πόδια τους προσπαθούν να τα τυλίξουν με κουρέλια… Αρχίζουμε σιγανά το τραγούδι:
Η όμορφη ανταρτοπούλα πάνω στα βουνά πολεμάει για να φέρει τη λευτεριά.
Οι αντάρτισσες δεν ξεχνούν και τη γυναικεία τους φύση. Όπως πάντα -όταν βρίσκονται σε στιγμές ανάπαυλας-κάτι κάνουν: μπαλώνουν τα ρούχα τους ή μοντάρουν σκισμένες κάλτσες. Είναι κεφάτες. Γελούν, αστειεύονται…
– Τέτοια αισιοδοξία! Μπράβο! Γι’ αυτό σας χαίρομαι, περισσότερο εσάς, λέει ο Γιώργος Τσιτήλος καθώς πάει από παρέα σε παρέα για να ενισχύσει το ηθικό των ανταρτών.
– Τι να κάνουμε, σύντροφε Γιώργο; Να κλαίμε; Να σκεφτόμαστε μόνο την πείνα μας;
– Μα αυτό θαυμάζω σ’ εσάς… Και βέβαια αν σκεφτόσασταν μόνο την πείνα και αν υπολογίζατε τις ταλαιπωρίες σίγουρα και δεν θα μένατε για πολύ στο Δημοκρατικό Στρατό.
Η Αθηνά δεν μιλάει. Δεν τραγουδάει μαζί μας και πότε-πότε τρέχουν από τα μάτια της δάκρυα. Δάκρυα! Σπάνια παρουσιάζεται αυτό σε μας. Την πλησιάζουμε. Τη ρωτάμε.
Σκότωσαν -λέει- τον γέρο πατέρα της και σφάξανε τα τρακόσια πρόβατά του.
Έφυγε από το χωριό του, τη Δρακώνα, για να σωθεί. Ανέβηκε στα Σφακιά, πάνω από τον Αϊ-Γιάννη και την Αράδαινα… Στην τοποθεσία «Κρούσια». Κι εκεί τον βρήκαν.
– Είσαι ο πατέρας του Χανταμπή του συμμορίτη και της Αθηνάς της συμμορίτισσας, ε;
Αυτό έφτανε για να δείξουν όλη την απάνθρωπη αγριότητά τους.
Η Μαρίκα και η Λευτεριά έχουν σήμερα περίοδο. Εκείνες μιλούν λιγότερο. Αχ αυτή η περίοδος. Σήμερα εκείνες, χθες, αύριο, κάποιες άλλες. Και να πονάς, ν’ αποζητάς κάποια ζεστασιά και να μην μπορείς να τη βρεις. Και τα πανιά λιγοστά ή και καθόλου. Να γεμίζουν αίμα. Να διαπερνούν το παντελόνι σου. Να ντρέπεσαι που «μυρίζεις». Να μην αντέχεις ούτε η ίδια την άσχημη «μυρουδιά» σου. Ν’ αποφεύγεις να πλησιάσεις τον όποιο σύντροφο, τη συντρόφισσά σου, για να μην αηδιάσει. Να κουβαλάς τα λερωμένα πανιά στο σακούλι σου μαζί με το παγούρι σου, το κομμάτι το ψωμί, αν έχεις, για μέρες. Να μην έχεις πού και πώς να τα πλύνεις. Να χρησιμοποιείς την κάλτσα σου. Να κόβεις το μανίκι του πουκαμίσου σου και να το κάνεις πανί…
Με εκτίμηση,
Αργυρώ Κοκοβλή
Συγκλονιστικά τα περιστατικά που περιγράφει η φίλη μου η Αργυρώ, και που είναι όλα τους αληθινά.
Αλήθεια, πόσο δυνατή, πόσο υπεράνθρωπη δύναμη θέλησης και αντοχής και πόσο ακλόνητη πίστη στα ιδανικά εκείνου του αγώνα έπρεπε να έχουν οι μαχήτριες του ΔΣΕ για ν’ αντέξουν σε τέτοιες δοκιμασίες και περιπέτειες!…
*Κώστας Γκριτζώνας “Μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού” (εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2001)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.