«Παιδιά, την έφαγα. Γεια σας…» – Η εξόντωση του διαβόητου λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα, στις 20 Σεπτέμβρη 1925 – Ένας όμηρος του Γιαγκούλα αφηγείται…
Η συγκλονιστική αφήγηση του νεαρού φοιτητή της Ιατρικής Νίκου Ράπτη, που πιάστηκε όμηρος από τη συμμορία του Γιαγκούλα, και κατά τη διάρκεια αιματηρής συμπλοκής με το απόσπασμα της Χωροφυλακής που τους καταδίωκε, πάλεψε σώμα με σώμα με τον ληστή Μπαμπάνη για να καταφέρει βαριά τραυματισμένος να δραπετεύσει και να επιζήσει.
Ακόμα και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την εξόντωσή του, το όνομα του Φώτη Γιαγκούλα εξακολουθεί να είναι συνώνυμο του φόβου και του τρόμου. Ο διαβόητος λήσταρχος «έχτισε» το μύθο του με βασικά υλικά το θάνατο και το αίμα. Οι αμέτρητες κλοπές, ληστείες, δολοφονίες, απαγωγές και εκβιασμοί με αντάλλαγμα λύτρα, και άλλα αδικήματα που οργάνωσε και διέπραξε, καταδεικνύουν τον αδίστακτο χαρακτήρα του. Ο λαϊκός μύθος τον θέλει μεγαλόψυχο με όποιον τον βοήθησε να ξεφύγει από τους διώκτες του.
Γεννημένος στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό Μεταξάς, κοντά στα Σέρβια Κοζάνης, ο Γιαγκούλας, βγήκε στο βουνό σε νεαρή ηλικία, και δρώντας με τη συμμορία του στον Όλυμπο, στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα ο φόβος και ο τρόμος αυτών των περιοχών.
Τον Σεπτέμβρη του 1925, επικηρυγμένος με τεράστιο για την εποχή χρηματικό ποσό ο ίδιος και η συμμορία του, που αποτελούνταν από τον Πάντο Μπαμπάνη, τον Κώστα Τζαμήτρα και τον Λεωνίδα Μπαμπάνη, εγκλωβίστηκαν διωκόμενοι από απόσπασμα αγροφυλάκων και χωροφυλάκων στην περιοχή Κλεφτόβρυση, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου, έχοντας απαγάγει νωρίτερα δυο ξαδέλφια, τον 10χρονο Δημήτρη Ράπτη, και τον 20χρονο φοιτητή Ιατρικής Νίκο Ράπτη.
Την Κυριακή 20 του Σεπτέμβρη 1925, κατά τη διάρκεια αιματηρής συμπλοκής που κράτησε πολλές ώρες, σκοτώθηκαν ο Φώτης Γιαγκούλας, ο Πάντος Μπαμπάνης και ο Κώστας Τζαμήτρας, καθώς και ένας χωροφύλακας, ενώ επέζησαν ο ληστής Λεωνίδας Μπαμπάνης που πιάστηκε από τους διώκτες του και ο βαριά τραυματισμένος όμηρος Νίκος Ράπτης.
Ο 10χρονος Δημήτρης Ράπτης δολοφονήθηκε από τον Λεωνίδα Μπαμπάνη, σύμφωνα με τον «νόμο» των ληστών που όριζε να μην παραδίνουν ζωντανούς ομήρους στα αποσπάσματα, αλλά να τους σκοτώνουν. Ο 20χρονος φοιτητής της Ιατρικής Νίκος Ράπτης για να γλιτώσει χρειάστηκε να πιαστεί στα χέρια και να παλέψει σκληρά με τον ληστή Λ. Μπαμπάνη που του κατάφερε πολλές μαχαιριές χωρίς όμως να καταφέρει να του αφαιρέσει τη ζωή.
Μετά την αιματηρή συμπλοκή, άντρες του αποσπάσματος έκοψαν τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Π. Μπαμπάνη και Τζαμήτρα και τα παλούκωσαν σε κοινή θέα των έντρομων χωρικών.
Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης που είχε πέσει ζωντανός στα χέρια των διωκτών του, αργότερα θα δραπετεύσει και θα συνεχίσει τον βίο του ληστή, δίχως να ξεχάσει τον διαφυγόντα όμηρο Νίκο Ράπτη που θα αναζητήσει τα επόμενα χρόνια.
Ο Νίκος Ράπτης αφηγείται παρακάτω με τρόπο ιδιαίτερα γλαφυρό σκηνές της καθημερινότητας των ληστών που έζησε ως όμηρος μαζί τους, σκιαγραφώντας πλευρές του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του διαβόητου λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα. Περιγράφει με συγκλονιστική ζωντάνια τις στιγμές της εξόντωσης του Γιαγκούλα, τη σκληρή μάχη που έδωσε σώμα με σώμα με τον ληστή Λ. Μπαμπάνη, αλλά και την εγκληματική αδιαφορία των χωροφυλάκων που, τυφλωμένοι από το ύψος της αμοιβής τον εγκατέλειψαν βαριά τραυματισμένο και με ακατάσχετη αιμορραγία, για να σωθεί τελικά από καθαρή τύχη…
Η συγκλονιστική αφήγηση του γιατρού πια Νίκου Ράπτη έχει καταγραφεί από την Μαρούλα Κλιάφα στο βιβλίο της «Σιωπηλές φωνές» (εκδ. Καστανιώτη).
Ήταν η 7η Σεπτεμβρίου του 1925. Η οικογένειά μου βρισκόταν στην τοποθεσία Γκουνταμάνι, είχαμε τα πρόβατα εκεί, περάσαμε καλά το καλοκαίρι και ήταν οι τελευταίες μέρες, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε για την πόλη. Εγώ ήμουνα τότε είκοσι χρονών. Φοιτητής στην Ιατρική.
Είχαμε φάει για βράδυ, όταν ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο έξω στην αυλή. Ο θόρυβος αυτός ήταν χαρακτηριστικός. Οι ληστές φορούσαν στα πόδια τους φλουριά κι όταν περπατούσαν, τα φλουριά κουδούνιζαν. Έτσι καταλάβαμε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Όμως δεν ανησυχήσαμε γιατί πολλές φορές έρχονταν οι ληστές στο ποιμνιοστάσιο. Ζητούσαν μερικά πρόβατα, ερχόμασταν σε συμβιβασμό, φεύγαν. Ποτέ ως τότε δε μας είχαν κάνει κακό.
Μπήκαν λοιπόν οι ληστές στο σπίτι. Πρώτος ο Μπαμπάνης. Τον γνώριζα γιατί είχε υπηρετήσει ως υπάλληλος στο τυροκομείο του θείου μου Διονύση Ράπτη. Βέβαια σαν ληστή πρώτη φορά τον έβλεπα. Καθίσανε, τους φτιάξαμε καφέ, τους δώσαμε και σταφύλια να φάνε. Εγώ τότε ρώτησα: «Το παλληκάρι αυτό ποιο είναι;» Ήταν μαζί τους κι ένας νέος ξανθός, ψηλός, πολύ έμορφος. «Ο Γιαγκούλας», μου λέει ο Μπαμπάνης. Αφού φάγαν, μου λένε: «Πάρε ψωμί, τυρί και την κάπα σου. Θα ’ρθεις μαζί μας». Εγώ κατάλαβα. Με παίρναν όμηρο. Με βάλαν στη μέση και φύγαμε. Περάσαμε από το σπίτι του Διονύση Ράπτη, όπου και συναντήσαμε τους άλλους δυο ληστές, τον Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον Τζαμήτρα.
Ο θείος μου Διονύσης έλειπε, καθώς και η γυναίκα του. Είχαν αφήσει τα δυο παιδιά τους με μια θεία τους. Στο σπίτι του Ράπτη ο Γιαγκούλας άρχισε να δικαιολογείται. Έλεγε πως τάχα ο θείος μου Διονύσης Ράπτης είχε καταδώσει στ’ αποσπάσματα ένα φίλο του Γιαγκούλα, τον Κατσίβελο, γι’ αυτό και ήθελε να τον εκδικηθεί παίρνοντας όμηρο το μεγάλο γιο του Διονύση Ράπτη, τον Δημήτρη, παιδί μόλις δέκα χρονών. Αυτό βέβαια δεν ήταν αλήθεια. Ο θείος μου κανέναν δεν είχε καταδώσει. Με τα πολλά λέω στον Γιαγκούλα: «Καλά, τον Δημήτρη τον παίρνετε για να εκδικηθείτε τον πατέρα του, εγώ τι σας έκαμα;» «Εσένα», λέει ο Τζαμήτρας, «σε παίρνουμε για ηρέμη», δηλαδή για ασφάλεια δικιά μας.
Κάθισαν οι ληστές και γράψαν ένα γράμμα στους δικούς μας. Ζητούσαν λύτρα τρία εκατομμύρια δραχμές σε δολάρια από τον Διονύσιο Ράπτη και δύο εκατομμύρια από τον πατέρα μου. Αφού γράψαν τα γράμματα, φύγαμε. Ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ. Κανένας από το συνοικισμό δεν πήρε είδηση τι έγινε. Όλοι κοιμόνταν.
Προχωρήσαμε κάνα δυο ώρες, ύστερα καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Τότε γυρίζει ο Γιαγκούλας και μας λέει: «Παιδιά, εμείς οι ληστές έχουμε τους δικούς μας νόμους. Θα σας τους πω για να τους ξέρετε. Πρώτον: Ο όμηρος έχει δικαίωμα μα και υποχρέωση να προσπαθήσει να δραπετεύσει. Αν ξεφύγει, χαλάλι του. Αν όμως τον πιάσουμε, τον περιμένει το γιαταγάνι μου. Δεύτερον: Εμείς οι ληστές να ξέρετε πως δεν παραδίνουμε ποτέ τους ομήρους μας στο απόσπασμα. Το ’χουμε προσβολή. Αν δούμε πως έφτασε η ώρα μας, πριν πεθάνουμε, σφάζουμε τους ομήρους. Αυτά να τα βάλετε καλά στο μυαλό σας. Είναι οι νόμοι των ληστών».
Εμείς που τ’ ακούσαμε αυτά παγώσαμε από το φόβο μας, μα και τι να κάνουμε;
Σηκωθήκαμε και συνεχίσαμε. Πήραμε το δρόμο δεξιά από το χωριό Καρυά και από κει πήραμε την άνοδο προς τον Όλυμπο. Λημεριάσαμε σ’ ένα δάσος. Θα πρέπει να σου πω πως δε μας είχαν δεμένους. Ήμασταν λεύτεροι και κουβεντιάζαμε μαζί τους σαν να ’μασταν μια παρέα. Μόνο όταν ανταμώναμε κανένα σκηνίτη, φρόντιζαν και μας έκρυβαν να μη μας δει.
Τη δεύτερη μέρα οι δυο ληστές, ο Τζαμήτρας και ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, έφυγαν και πήγαν σε κάτι γνωστούς τους τσοπαναραίους να τους πάρουν κανένα αρνί για να φάμε. Εμείς μείναμε με τον Γιαγκούλα και τον Πάντο Μπαμπάνη. Προχωρούσαμε πιο αργά. Όταν ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε τους άλλους δυο, άρχισαν να δίνουν σύνθημα. Ο ένας απ’ τους δυο μιμούνταν καταπληκτικά το βάτραχο. Άρχισε λοιπόν να κοάζει σαν βατράχι κι έτσι μας άκουσαν οι άλλοι και ήρθαν προς αντάμωσή μας.
Προχωρήσαμε ακόμα λίγο. Είχαμε φτάσει πολύ ψηλά, γύρω στα δυο χιλιάδες μέτρα. Εκεί καθίσαμε, ανάψαμε φωτιά και βάλαμε το σφαχτό στη σούβλα. Φτιάξαμε και κοκορέτσι και αρχίσαμε να τρώμε. Μόλις ψήθηκε τ’ αρνί, αρπάζει ο Γιαγκούλας την πλάτη τ’ αρνιού, την καθαρίζει κι αρχίζει να τη «διαβάζει». Ξαφνικά τον βλέπουμε να πετιέται απάνω. Πέταξε μακριά την πλάτη σαν να του έκαιγε τα χέρια και φώναξε: «Αίμα, αίμα πολύ θα χυθεί». Αμέσως οι ληστές πάγωσαν. Πίστευαν πολύ στη μαντεία και επηρεάστηκαν από τα όσα είχε δει ο Γιαγκούλας στην πλάτη τ’ αρνιού. Από την ώρα εκείνη έγιναν πιο άγριοι. Μας έβριζαν και ήταν πολύ ανήσυχοι.
Πήγαν πιο πέρα, κουβέντιασαν μεταξύ τους και γύρισαν. Μας πήραν και ξεκινήσαμε. Προχωρήσαμε καμιά διακοσαριά μέτρα κι ύστερα μετάνιωσαν και μας γύρισαν πίσω. Καθίσαμε εκεί και το δεύτερο βράδυ. Μ’ έβαλαν μάλιστα κι έγραψα γράμμα στους δικούς μου. Τους έλεγα πως είμαστε καλά και πως θα πρέπει να πληρώσουνε τα λύτρα στους ληστές. Έγραψα ό,τι μου λέγαν να γράψω. Τι να ’κανα; Το γράμμα αυτό το στείλαν στη Λάρισα μ’ ένα σκηνίτη.
Την τρίτη μέρα μάθαμε πως στα καλύβια κάτω είχε έρθει ένα απόσπασμα. Τότε γύριζαν τ’ αποσπάσματα στα βουνά και κυνηγούσαν τους ληστές. Τ’ απόσπασμα αυτό έφυγε κι ύστερα από δυο ώρες ξαναγύρισε. Ο Γ ιαγκούλας όταν το έμαθε ανησύχησε. Σου λέει: «Κάποιος μας κατέδωσε και γύρισε πίσω τ’ απόσπασμα». Μας παίρνει λοιπόν και φύγαμε απ’ εκεί. Προχωρήσαμε δεξιότερα και περάσαμε τη νύχτα κοντά σε μια βρύση. Η τοποθεσία αυτή ήταν απάνω από τον Άγιο Διονύσιο αλλά σε μεγάλο ύψος. Το ευτύχημα ήταν πως οι ληστές ξέραν καλά τα μονοπάτια. Μα τα περάσματα ήταν λίγα.
Πήραμε δίπλα δίπλα τον Όλυμπο και αφού περπατήσαμε όλη τη μέρα, κατά τις τέσσερις τ’ απόγευμα φτάσαμε σε μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά ζήσαμε οχτώ μέρες. Σ’ αυτό το διάστημα μας έτρεφαν οι κτηνοτρόφοι. Συγκεκριμένα μας έτρεφε ο σκηνίτης που αργότερα κατέδωσε τη συμμορία. Αυτός ο σκηνίτης ήταν πρώην ληστής, φίλος του Μπαμπάνη. Με τον Γιαγκούλα όμως δεν τα πήγαινε καλά. Την έβδομη μέρα οι ληστές έγραψαν ένα γράμμα και είπαν στο βοσκό να το πάει στη Λάρισα. Ο βοσκός το πήρε, ξεκίνησε, μα στο δρόμο φοβήθηκε και γύρισε πίσω. Τον βλέπει ο Μπαμπάνης. «Γιατί γύρισες;» του λέει. «Φοβάμαι να πάω στη Λάρισα», λέει αυτός. «Να τσακιστείς να πας, γιατί αλλιώς θα σε ξεκάνει ο Γιαγκούλας», του λέει. Ο Γιαγκούλας έτυχε να λείπει εκείνη την ώρα. Παίρνει ο βοσκός το γράμμα και φεύγει. Όμως, αντί να πάει στη Λάρισα, τράβηξε για την Κατερίνη. Εκεί παρουσιάστηκε στο μοίραρχο Πετράκη και τους κατέδωσε.
Η αλήθεια είναι πως φοβόταν τον Γιαγκούλα. Ύστερα τις τελευταίες μέρες είχε χάσει έξι εφτά πρόβατα. Οι ληστές δεν τον ρωτούσαν καθόλου. Πήγαιναν στο ποιμνιοστάσιο, διάλεγαν ένα πρόβατο και το ’σφαζαν. Επιπλέον ο Γιαγκούλας του είχε βάλει κι ένα χαράτσι από δώδεκα χιλιάδες. Για όλους αυτούς τους λόγους τούς πρόδωσε.
Ο μοίραρχος Πετράκης συγκέντρωσε τη δύναμή του, πήρε μαζί και πολίτες, κάπου πενήντα πέντε άτομα ήταν, και νύχτα έφτασαν στον Όλυμπο και μας περικύκλωσαν. Εμείς δεν τους πήραμε είδηση.
Το πρωί σηκωθήκαμε, φάγαμε και στείλαμε τον Τζαμήτρα να πάρει νερό από τη βρύση. Τ’ απόσπασμα τον είδε και τον παρακολούθησε χωρίς να τους αντιληφθεί. Εγώ είχα πάρει εκείνο το πρωί από τους ληστές ένα ζευγάρι κιάλια κι είχα βγει σε μια ραχούλα και κοίταζα γύρω. Περιμέναμε να στείλουν οι δικοί μας τα λύτρα για να μας ελευθερώσουν οι ληστές. Σ’ όλο αυτό το διάστημα είχα πολλές φορές την ευκαιρία να το σκάσω, αλλά δεν το έκανα γιατί σκεφτόμουνα το μικρό ξάδελφό μου τον Δημήτρη. Δεν ήθελα να τον αφήσω στα χέρια τους. Εκείνο το πρωί λοιπόν, έτσι όπως κοίταζα με τα κιάλια, είδα τους βοσκούς που μάζευαν βιαστικά τα κοπάδια. Παραξενεύτηκα γιατί ήξερα από κτηνοτροφία. Η ώρα ήταν μόλις εννιά. «Γιατί άραγε να μαζεύουν τα πρόβατα;» σκεφτόμουν. Δεν είπα όμως τίποτα. Δυο λεπτά αργότερα άκουσα μια ριπή. Πέρασαν πάνω από το κεφάλι μου οι σφαίρες. Τρέχω γρήγορα στη σπηλιά. Ο Γιαγκούλας με τον Μπαμπάνη ήταν στο βάθος της σπηλιάς και γράφαν κάτι γράμματα. Τους λέω: «Κάποιος πυροβολεί». «Μπα», λένε, «κυνηγοί θα ’ναι». Δεν έδωσαν σημασία. Μα ύστερα το ξανασκέφτηκαν κι είπαν να φύγουμε. Επειδή οι πυροβολισμοί είχαν έρθει από πάνω, εμείς τραβήξαμε προς τη ρεματιά. Φύγαμε όλοι εκτός από τον Τζαμήτρα, που κάθισε εκεί για να δει από πού έρχονταν οι πυροβολισμοί.
Εμείς κρυφτήκαμε μέσα στη ρεματιά. Σε λίγο ακούσαμε καινούργιους πυροβολισμούς. Το απόσπασμα είχε χωριστεί σε ομάδες και προχωρούσε προς τη σπηλιά. Εκεί βρήκε τον Τζαμήτρα και τον σκότωσε. Ύστερα κατέβηκαν προς τη ρεματιά. Εμείς ήμασταν καλά κρυμμένοι, δε μας βλέπαν. Όμως άρχισαν να πυροβολούν στα τυφλά. Επί τρεις ώρες έπεφτε το τουφεκίδι. Ρίχναν, ρίχναν, ούτε που λογάριαζαν πως μαζί με τους ληστές ήμασταν κι εμείς οι όμηροι. Αυτοί θέλαν να σκοτώσουν τους ληστές, γιατί η πολιτεία τούς είχε επικηρύξει και θέλαν να πάρουν τα χρήματα. Για μας δε νοιάζονταν.
Κατά τις δώδεκα βλέπω τον Γιαγκούλα, ήταν ταμπουρωμένος πίσω απ’ ένα βράχο. «Δεν μπορώ άλλο», λέει και σηκώνεται όρθιος. Σηκώνει το όπλο του και πυροβολεί. Δυο φορές πυροβόλησε, δυο χωροφύλακες χτύπησε. Είχε καλό σημάδι. Στο μεταξύ όμως ένας νωματάρχης που ήταν ακριβώς απέναντι του τον είδε και τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στην καρδιακή χώρα. «Παιδιά, την έφαγα αυτή, γεια σας», φώναξε κι έπεσε νεκρός. Έτσι σκοτώθηκε ο Γιαγκούλας.
Το τουφεκίδι συνεχιζόταν. Ύστερα από λίγο ακούω τον Πάντο Μπαμπάνη να προσεύχεται. «Θε μου, Παναγία μου, σώσε με και θα τάξω ό,τι θέλετε», έλεγε. Γύρω στις τρεις σκοτώθηκε κι αυτός. Έμεινε ζωντανός μόνο ο Λεωνίδας Μπαμπάνης κι εμείς. Με τον Λεωνίδα Μπαμπάνη βρισκόμουνα πολύ κοντά, στην ίδια κρυψώνα ήμασταν. Το απόσπασμα, άμα είδε πως σκοτώθηκαν οι καπεταναίοι, σταμάτησε το τουφεκίδι κι άρχισε τις διαπραγματεύσεις. Ζητούσε από τον Λεωνίδα Μπαμπάνη να παραδοθεί. Αυτός ρωτούσε να μάθει ποιος είναι ο επικεφαλής του αποσπάσματος. «Αν είναι ο μοίραρχος Κώτσιος», έλεγε, «δεν παραδίνομαι. Αν είναι ο Πετράκης, θα το σκεφτώ».
Τέλος πάντων, αυτό κράτησε πολλή ώρα. Πότε διαπραγματεύονταν, πότε τουφεκούσαν. Εμείς ήμασταν κρυμμένοι πάντα. Γύρω στις πέντε ακούω το μοίραρχο Πετράκη να διατάζει: «Πυρ ομαδόν». Χάλασε ο κόσμος στο τουφεκίδι. Πενήντα χωροφύλακες μας χτυπούσαν από παντού, σαν χαλάζι έπεφταν οι σφαίρες. Κανένα τέταρτο κράτησε αυτό, ύστερα άρχισαν πάλι τις διαπραγματεύσεις.
Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης κατάλαβε πια πως δεν μπορούσε να γλυτώσει, μα σαν ληστής που ήταν θέλησε να κρατήσει το νόμο των ληστών, δηλαδή πριν παραδοθεί να σκοτώσει τους ομήρους. Γυρίζει και λέει στο μικρό τον Δημήτρη: «Πήγαινε να μου φέρεις τις σφαίρες που έχει ο Γιαγκούλας». Ο Γιαγκούλας ήταν πεσμένος εκεί κοντά. Κάνω νόημα στον μικρό να μην πάει. Κατάλαβε. «Δεν πάω», του λέει, «θα με δουν οι χωροφύλακες και θα με χτυπήσουν». Δε μίλησε ο Μπαμπάνης. Στο μεταξύ εγώ, μια και ήταν πια μόνος του ο Μπαμπάνης, αποφάσισα να του ριχτώ. Αλλιώς δε γλυτώναμε. Όπως λοιπόν ήμασταν, έκανα τάχα πως μούδιασα και κουνήθηκα προς το μέρος του. Καραδοκούσα πότε θ’ αδειάσει το τουφέκι για να του ριχτώ. Αυτός, έξυπνος όπως ήταν, το κατάλαβε κι άρχισε να με βρίζει. Ύστερα ησύχασε. Ξαφνικά λέει στον εξάδελφό μου: «Βγες, Μήτσο, έξω και πες στους χωροφύλακες πως σας παραδίνω. Τουλάχιστο να γλυτώσετε εσείς». Το παιδί χαρούμενο πετάχτηκε απάνω. Μόλις του γύρισε την πλάτη για να βγει απ’ την κρυψώνα, σήκωσε το όπλο και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Τη στιγμή εκείνη του ρίχτηκα. Παλέψαμε για λίγο, κατάφερα και του πήρα το όπλο, αλλά έβγαλε το μαχαίρι. Άρχισε να με χτυπάει. Για μια στιγμή ένιωσα τ’ αριστερό το πόδι να μουδιάζει. Κοιτάω, βλέπω πως με είχε τραυματίσει. Δεκάξι μαχαιριές έφαγα. Ήθελε να μου κόψει τα χέρια. Αλλά δεν ξέρω πώς τα κατάφερα, τον έσπρωξα πέρα και κρύφτηκα προς τη μεριά που είχε πέσει ο Γιαγκούλας. Έτσι γλύτωσα. Στο μεταξύ οι χωροφύλακες πυροβολούσαν. Εγώ τότε άρχισα να τους φωνάζω. Τους έλεγα πως είμαι όμηρος, πως είμαι τραυματισμένος. Τους παρακαλούσα να πάψουν να πυροβολούν, αυτοί τίποτα. Ήθελαν να σκοτώσουν τον Μπαμπάνη, να πάρουν αμοιβή. Με τα πολλά κατάφερα να συρθώ έξω. Σήκωσα τα χέρια και παραδόθηκα.
Στο μεταξύ έχανα αίμα. Παρακάλεσα τους χωροφύλακες να δέσουν τα τραύματά μου, κανένας δε με κοίταξε. Μόνο ένας χωροφύλακας έβγαλε το μαντίλι του και έδεσε το χέρι μου που αιμορραγούσε. Άρχισαν να με ρωτάν πώς θα μπουν στην τρύπα του Μπαμπάνη κι εγώ βέβαια, μ’ όλο τον πόνο μου, τους βοήθησα. Ο Μπαμπάνης από μέσα μ’ άκουσε και μια κι έβλεπε πως δεν είχε σωτηρία, παραδόθηκε. Μόλις βγήκε έξω, του δέσαν τα χέρια και τον πήραν να φύγουν.
Εγώ ήμουνα ξαπλωμένος χάμω. Μ’ άφησαν εκεί κι έφυγαν. Τους παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους, κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει. Έφυγαν. Ύστερα νύχτωσε. Έκανε φοβερό κρύο. Τόσο κρύο, που σταμάτησε και η αιμορραγία. Στο μεταξύ φαίνεται πως είχε πέσει και η πίεση κι έπαψα να χάνω αίμα. Με πολύ κόπο σύρθηκα καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω ως τη βρύση. Εκεί ήπια λίγο νερό, πέρασα μονάχος όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα ήρθαν κάτι σκηνίτες και με κατέβασαν από τον Όλυμπο σε κακά χάλια. Αυτή ήταν η φοβερή περιπέτεια που έζησα.
Όμως, όπως έμαθα μετά, ο Μπαμπάνης το ’σκασε από τ’ απόσπασμα και ξαναβγήκε ληστής. Μάλιστα για πολλά χρόνια με κυνηγούσε να με πιάσει. Ήθελε να μ’ εκδικηθεί, να κρατήσει το νόμο των ληστών που ποτέ δεν παρέδιναν τους ομήρους τους. Εγώ είμαι ο μοναδικός ίσως που γλύτωσε.