Πάνος Κορνάρος: Διανοούμενος, Κομμουνιστής και Μάρτυρας Ήρωας – Α’ Μέρος
Βιογραφική αναφορά στο σπουδαίο Κρητικό κομμουνιστή κι αγωνιστή της Αντίστασης, που ήταν μεταξύ των 200 της Καισαριανής.
(Πραγματεία επί της γλώσσης)
Γιώργος Πιτσιτάκης
δάσκαλος – Ιστορικός ερευνητής
Ο Παναγιώτης (Πάνος) Κορνάρος (1908 – 1944) γεννήθηκε στο Σφακοπηγάδι Κισάμου Χανίων και ήταν ο πρωτότοκος από 5 αδέρφια. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν άριστος μαθητής.
Το σχολικό έτος 1919-20 εγγράφεται στο Γυμνάσιο Χανίων δίπλα στη Δημοτική Αγορά. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις, το σχολικό έτος 1921-22 ο γυμνασιάρχης του 2ου Γυμνασίου Χανίων Εμμ. Γενεράλις τον παίρνει μαζί του στο γυμνάσιο, που μόλις πριν ένα χρόνο είχε ιδρυθεί παίρνοντας μαθητές από το Α’ Γυμνάσιο της Αγοράς, και όπως γράφει ο Εμμ. Κριαράς μαθητής και αυτός του ίδιου σχολείου: «[…] Εγκαταλείπαμε ευπρεπές γυμνασιακό κτίριο και “μετακομίζαμε” σε άθλιο παλαιό τουρκικό σχολικό κτίριο στη συνοικία Καστέλι των Χανιών […]». Ο Γενεράλις φαίνεται να είχε συγκεντρώσει τον «αφρό» της μαθητικής νεολαίας της εποχής. Το καλοκαίρι του 1925 αποφοιτά αριστούχος και εγγράφεται στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με μαρτυρία του αδερφού του, στη διάρκεια των σπουδών του ήταν αριστούχος φοιτητής και παρότι ήταν πρώτος στη σχολή του δεν του δόθηκε υποτροφία διότι ανέπτυσσε έντονη φοιτητική συνδικαλιστική δράση.
Τον Ιούλη του 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου ψηφίζεται ο νόμος «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το περίφημο «Ιδιώνυμο» (ΦΕΚ 245, τεύχος πρώτον 25/7/1929), που έστειλε στις φυλακές και τις εξορίες χιλιάδες αγωνιστές, είτε ήταν κομμουνιστές είτε όχι. H ψήφιση του «Ιδιώνυμου» και τα χρονίζοντα φοιτητικά αιτήματα, οδηγούν στο τέλος Νοεμβρίου του 1929 στη μεγάλη φοιτητική απεργία με διαδηλώσεις και σκηνές βίαιης καταστολής, όπου 32 φοιτητές καταδικάζονται όλοι ως πρωταίτιοι και κλείνονται στις φυλακές. Ο Κορνάρος που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις αποβλήθηκε από όλα τα Πανεπιστήμια της Ελλάδας, μαζί με τους συμπατριώτες και συμφοιτητές του, Γιώργη Τσιτήλο και Γιώργη Πετράκη. Στρατεύτηκε αμέσως και υπηρέτησε στο 14ο Σύνταγμα στα Χανιά. Το 1931, ο πρωτομάρτυρας της Αντίστασης Βαγγέλης Κτιστάκης επιστρέφει στα Χανιά, από τις σπουδές του στη Γερμανία με διδακτορικό κι έχοντας γνωρίσει το μαρξισμό, στρατεύεται και υπηρετεί στην 5η Μεραρχία. Στο στρατό συνδέθηκε με τους διανοούμενους κομμουνιστές Πάνο Κορνάρο και Γιώργο Τσιτήλο. Μετά το τέλος της στρατιωτικής τους θητείας οι παραπάνω, δημιούργησαν μια ομάδα κάτω από την καθοδήγηση του Βαγγέλη Κτιστάκη στην οποία προστέθηκαν οι διαλεχτοί σύντροφοί τους ο γεωπόνος Νίκος Μαριακάκης, ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης, ο Γιώργης Πετράκης, ο Μανώλης Πισαδάκης και άλλοι που έβαλαν τα θεμέλια των οργανώσεων και ανέλαβαν την ανάπτυξη της οργάνωσης και της πολιτικής δράσης του ΚΚΕ στο νομό Χανίων. Την περίοδο αυτή έγινε μέλος του συλλόγου φιλολόγων Ν. Χανίων. Το επόμενο διάστημα ξαναγύρισε στην Αθήνα και ανέλαβε αρχισυντάκτης στο Ριζοσπάστη. Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ήταν υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ) στο νομό Χανίων.
Στις 4 Αυγούστου 1936 επιβάλλεται από την ελληνική και ξένη ολιγαρχία η μοναρχο-φασιστική δικτατορία του Γεωργίου Γλύξμπουργκ και του Ιωάννη Μεταξά, εξαπολύοντας άγριο διωγμό όχι μόνο στους κομμουνιστές αλλά ενάντια και σε άλλους δημοκράτες. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο στα γραφεία και τα τυπογραφεία των εφημερίδων. Στόχος τους να σταματήσουν τη διαδικασία έκδοσης των φύλλων της επόμενης μέρας. Σε λίγο ένας πολύπλοκος μηχανισμός θα αναλάμβανε τη προβολή του καθεστώτος. Ο “Ριζοσπάστης” ήταν η μόνη εφημερίδα που διέκοψε την κυκλοφορία της με την κήρυξη της δικτατορίας.
Ο Κορνάρος τότε βρισκόταν στα Χανιά. Η μαρτυρία – αφήγηση του Φραγκιού Λαγωνικάκη1 κομμουνιστή – αντιστασιακού και συγκρατούμενου του Κορνάρου, από τη Νέα Χώρα Χανίων, είναι αποκαλυπτική: «[…] Όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά, έγιναν και στα Χανιά μαζικές συλλήψεις. Μια μέρα ήρθαν πρωί-πρωί στο σπίτι μου και με έπιασαν. Στην ασφάλεια βρήκα το Χρήστο Δαρατσάκη, τον Κώστα Τζάκο, τον Γιάννη Πεντάρη, τον Παναγιώτη Κορνάρο, τον Παναγιώτη Τσεπέτη και άλλους. Μας μετέφεραν στο τμήμα μεταγωγών στα δικαστήρια. Διαμαρτυρηθήκαμε, ζητούσαμε να μας απολύσουν. Ήρθε ο γενικός διοικητής Πότης Σφακιανάκης: “Περιμένω διαταγές από το Μανιαδάκη”, μας είπε. Την επόμενη, συνοδεία και με χειροπέδες μας έβαλαν στο βαπόρι, μας έκλεισαν μερικές μέρες στο μεταγωγών του Πειραιά και από εκεί στην Ακροναυπλιά. Ήταν μια φυλακή παλιό φρούριο με ιστορία, εκεί είχαν κλείσει και το Γέρο του Μωριά, τον Κολοκοτρώνη, εκεί και τον Μακρυγιάννη, όταν σήκωσαν κεφάλι να πολεμήσουν την ξενοκρατία που πήρε τη θέση των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων. Εμείς οι Χανιώτες πήγαμε πρώτοι, εκατομμύρια ψύλλοι και κοριοί πέσανε πάνω μας να μας πνίξουν. Σε λίγες μέρες οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι από συντρόφους, οργανώσαμε τη ζωή μας, το μαγειρείο, το φούρνο, το λουτρό, καθαρίσαμε τη βρωμιά, ασπρίσαμε. Χωριστήκαμε σε παρέες, εμείς οι Χανιώτες στον ίδιο θάλαμο, στην ίδια παρέα, πείνα και των γονέων, το ψωμί λιγοστό, το φαΐ χωρίς λάδι. Καταλαβαίναμε ότι μας πήγαιναν για εξόντωση όπως και το κατάφεραν στο τέλος, παραδίνοντας τους κρατούμενους την πρώτη μέρα της κατοχής στους Γερμανούς δήμιους. Μια μέρα απόλυσαν όλους τους Χανιώτες, εκτός από μένα. Μαριακάκη, Καλαφατάκη, Βεστάκη κ.λπ. Ύστερα από μερικές μέρες τους έφεραν όλους πίσω, δεν είχε πετύχει το κόλπο.
Σε έναν θάλαμο είχαν απομονώσει όλους τους διανοούμενους και επιστήμονες, ήταν πολλοί, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός, τρεις γιατροί, ο Μανώλης Σιγανός από το Ηράκλειο, ο Γιάννης Αντωνιάδης και ένας άλλος, που δε θυμάμαι το επίθετό του. Ήταν ακόμα ο Σινακός, ο Βασίλης Μπαρτζώκας και πολλοί άλλοι. Ένα βράδυ πυροβόλησε η φρουρά μέσα στους θαλάμους, χωρίς λόγο. Σκότωσαν το δάσκαλο Σταυρίδη από τη Φλώρινα. Λένε πως στόχος ήταν ο Γληνός, αλλά αστόχησαν. Διαμαρτυρηθήκαμε στη διεύθυνση και στο Υπουργείο, κάναμε αποχή, ζητήσαμε να γίνουν ανακρίσεις, να περάσει από δίκη ο διοικητής της φρουράς. Στο θάλαμο δεν μέναμε ούτε μια ώρα αργοί. Την ημέρα με το νοικοκυριό μας, να καθαρίσουμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, να βοηθήσουμε στο μαγειρειό, κάναμε μαθήματα. Το βράδυ είχαμε πρόγραμμα ψυχαγωγίας με απαγγελίες, θεατρικά σκετς, χορούς. Στις 25 του Μάρτη, μας άφησαν και γιορτάσαμε όλοι μαζί, αλλά η διεύθυνση έκανε λογοκρισία στο πρόγραμμα. Ακόμα και από το ποίημα του Ρήγα Φεραίου κόψανε τους στίχους που λέγανε να ενωθούνε οι λαοί των Βαλκανίων, να διώξουνε τον Τούρκο δυνάστη. Πολλές φορές η διεύθυνση της φυλακής μας έφερνε χαφιέδες στους θαλάμους, εμείς τους αναγνωρίζαμε αμέσως και τους είχαμε σε απομόνωση. Ερχόταν δίπλα σου να πιάσουν κουβέντα, εσύ έφευγες, δεν τους μιλούσε κανείς. Σε λίγες μέρες τους έπαιρναν για να φέρουν άλλους που είχαν την ίδια τύχη […]».
Στο κάτεργο της Ακροναυπλίας ο Κορνάρος έμεινε έως την κήρυξη του πολέμου. Τότε οι δεσμώτες ζήτησαν να πάνε στο Μέτωπο να πολεμήσουν τους φασίστες επιδρομείς και να υπερασπιστούν την πατρίδα. Το καθεστώς τους αρνείται και όταν η χώρα υποδουλώνεται η προδοτική «κυβέρνηση» τους παραδίδει στους κατακτητές. Το Σεπτέμβρη του 1942 ο Κορνάρος μαζί με άλλους συντρόφους του μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λάρισας. Όλα αυτά τα χρόνια ζώντας τη σκληρή και απερίγραπτη ζωή στα μπουντρούμια της φυλακής, επικοινωνεί με την οικογένειά του, με τ’ αδέλφια του και την αγαπημένη του, με γράμματα και επιστολικά δελτάρια από τα οποία ελάχιστα έχουν διασωθεί. Ένα μικρό δείγμα: «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑΣ, 15-4-37, Αγαπητέ μου αδελφέ Νικόλα […] Εμείς εδώ είμαστε 150 περίπου άνθρωποι, εκτοπισμένοι όλοι με αποφάσεις των επιτροπών δημοσίας ασφαλείας. Για συσσίτιο μας παραχωρεί το κράτος ένα δεκάδραχμο στον καθένα και ζούμε μ’ αυτό μαγειρεύοντας από κοινού. Στην αρχή είμαστε 12 Κρητικοί αλλά αμνηστεύθηκαν οι 6 και μείναμε οι υπόλοιποι. […] Το μόνο που επιθυμώ είναι να με θυμάστε καμιά φορά και να μου γράφετε τι γίνεστε. Με αγάπη ο αδελφός σου Π. Κορνάρος». Ένα χρόνο αργότερα από τη Λάρισα μεταφέρονται στο Χαϊδάρι.
Στις 27 Απριλίου του 1944 ο ΕΛΑΣ στην Λακωνία σκοτώνει τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα ο στρατός κατοχής αποφάσισε την εκτέλεση 200 κομμουνιστών. Έτσι από το Χαϊδάρι επιλέχθηκαν οι δεσμώτες της Ακροναυπλίας και οι εξόριστοι της Ανάφης. Ανάμεσά τους και Κρητικοί αγωνιστές όπως ο Ναπολέων Σουκατζίδης από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου και οι Χανιώτες Πάνος Κορνάρος από το Σφακοπηγάδι, ο Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά και ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης από τον Πλατανιά. Την Πρωτομαγιά του ’44 και καθώς το δρεπάνι του χάρου τους ακουμπά, αυτοί τραγουδούν, αποχαιρετούν τους συντρόφους τους και ο Κορνάρος, ίδιος σταυραϊτός, έσυρε πρώτος το χορό στον πεντοζάλη που χόρεψαν οι μελλοθάνατοι πριν την εκτέλεσή τους. Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης σαστίζει, δεν πιστεύει στα μάτια του και ρωτά τι κάνουν. Ανεβάζουν τους ήρωες στα φορτηγά και τους μεταφέρουν στην Καισαριανή. Εκεί στο σκοπευτήριο ο μαντρότοιχος βάφτηκε κόκκινος κι οι μάρτυρες πέρασαν στην αθανασία.
Τα χρόνια εκείνα του Μεσοπολέμου (αρχές της δεκαετίας του 1920) με τον ταραγμένο κοινωνικό και πολιτικό βίο (εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή, προσφυγικό πρόβλημα), αρκετοί νέοι των Χανίων, που αργότερα εξελίχθηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής , όπως ο Μανώλης Κριαράς, ο Στέλιος Καψωμένος, ο Βαγγέλης Κτιστάκης, ο Νίκος Τωμαδάκης, ο Μανώλης Σκουλούδης, ο Μιχάλης Ράπτης (Pablo), ο Γιώργος Σπυριδάκης κ.ά. αντιδρώντας στο τέλμα της εποχής με πνευματικές αναζητήσεις, φιλολογικές και κοινωνικές συζητήσεις, ομιλίες και δράσεις, συγκροτούν ομάδες και ιδρύουν ομίλους και συλλόγους όπως τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο» και τον «Σύνδεσμο των Καλών Τεχνών εν Κρήτη» και εκδίδουν φιλολογικά – λογοτεχνικά περιοδικά όπως τις «Λογοτεχνικές Σελίδες», τον «Αυγερινό» και τον «Ερωτόκριτο». Σε αυτή την πνευματική κυψέλη φαίνεται ότι συμμετέχει ενεργά και ο Πάνος Κορνάρος. Είναι χαρακτηριστικά τα φλογερά λόγια όπως τα περιγράφουν οι νέοι του Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου απευθυνόμενοι στους συνομήλικούς τους στην «Έκκληση προς τους νέους των Χανίων» όταν διαπιστώνουν πνευματική νάρκωση και ακινησία: «Σπουδάζουσα νεότης! […]Εις την Κρήτην όπου οι ποιηταί δεν έλειψαν, ούτε και οι θεραπεύοντες τας μούσας, ούτε οι άνθρωποι, οι λάτραι του καλού, εις την πατρίδα του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Κονδυλάκη και Δαμβέργη, και τόσων άλλων αστέρων της ποιήσεως και της λογοτεχνίας, σήμερον παρατηρείται μία νεκροφάνεια μία σιγή, μία αφάνεια ανθρώπων αγαπώντων το καλόν και άλλων παραγωγών του ή και υποστηρικτών του! Ναι! Ο πόλεμος υπήρξεν αιτία δια να μείνωμεν οπίσω. […] Δεν υπάρχει θέλησις υποστηρίξεως των καλών τεχνών και η υπάρχουσα εκμηδενίζεται υπό της αδιαφορίας των πολλών. Εις την Κρήτην μόρφωσις υπάρχει. Μήπως δεν υπάρχουν εις την μεγαλόνησον μας άνθρωποι θερμώς αφωσιωμένοι, μήπως δεν είναι λάτραι της φιλολογίας; Μήπως δεν είναι υποστηρικταί του καλού εν τη τέχνη; Είναι! Εις σπινθήρ χρειάζεται! […]».
1 Ο Φραγκιός Λαγωνικάκης, κομμουνιστής – αντιστασιακός, είχε το ιστορικό καφενείο «Του Φραγκιού» στην παραλία της Νέας Χώρας δυτικά της πόλης των Χανίων, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Ήταν μέλος του προπολεμικού κομμουνιστικού πυρήνα της Νέας Χώρας που καθοδηγούνταν από τον Βαγγέλη Κτιστάκη και έλαβε μέρος σε όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στα Χανιά κατά το Μεσοπόλεμο. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου τον έστειλε στην Ακροναυπλία. Έλαβε μέρος στο Κίνημα κατά του Μεταξά και φυλακίστηκε ξανά στις φυλακές της Πύλου. Κατά την Κατοχή, συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση και παρ’ ολίγο να οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.
(Συνεχίζεται…)