Πάνος Κορνάρος: Διανοούμενος, Κομμουνιστής και Μάρτυρας Ήρωας – Β’ Μέρος
Το παρακάτω κείμενο του Πάνου Κορνάρου, που ανασύρουμε 92 χρόνια μετά, αποτελεί μια μελέτη – παρέμβαση υπέρ της δημοτικής σ’ ένα νεανικό περιοδικό που την υπερασπίζονταν.
(Πραγματεία επί της γλώσσης)
Γιώργος Πιτσιτάκης
δάσκαλος – Ιστορικός ερευνητής
Το κείμενο για το γλωσσικό ζήτημα του 16χρονου Πάνου Κορνάρου που ακολουθεί (σ.σ. έγραψε και δημοσίευσε και ωραία ποιήματα) και το οποίο ανασύραμε 92 χρόνια μετά, είναι δημοσιευμένο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «Αυγερινός» στα τεύχη υπ’ αριθμόν 8, 9 και 10, από τις 15 Μαρτίου έως τον Μάιο του 1925, στο οποίο εισηγητής επί της ύλης δηλ. υπεύθυνος, ήταν ο τελειόφοιτος μαθητής Μανώλης Κριαράς και ο αντικαταστάτης του Πολυδεύκης Καλδής. Εντυπωσιάζει η στέρεη γνώση του 16χρονου Κορνάρου που τον δίδαξαν σπουδαίοι φιλόλογοι όπως ο Εμμ. Γενεράλις και ο Ιωάννης Μοσχόπουλος για τον οποίο ο Εμμ. Κριαράς, γράφει: «[…] Από την Πέμπτη τάξη (1922-23) αποκτούσα έναν ακόμη καλό δάσκαλο, το φιλόλογο Ιωάννη Μοσχόπουλο. Έως τότε δίδασκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και με τη μικρασιατική καταστροφή είχε έρθει πρόσφυγας με την οικογένειά του στα Χανιά. Ήταν κατατοπισμένος σε κοινωνιολογικά θέματα, καθώς και στο γλωσσικό μας ζήτημα, και μας άνοιγε πνευματικούς ορίζοντες πέρα από τα μαθήματα του σχολείου. Έδινε ιδιαίτερη σημασία και στην παρέκβαση κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Μας μιλούσε τότε και για σύγχρονη λογοτεχνία και για σύγχρονους λογοτέχνες, που βέβαια δε διδάσκονταν στο γυμνάσιο. Θυμάμαι το δάσκαλό μας να υπογραμμίζει το πόσο δύσκολο είναι να καταλάβομε την αρχαία ποίηση, αν δεν έχομε εξοικειωθεί με τη δική μας, τη νεοελληνική, που βέβαια μας είναι και γλωσσικά προσιτότερη. Ο Μοσχόπουλος δεν παρέλειπε και θέματα κοινωνικά να θίγει και πολιτικά ακόμη, που διαφώτιζαν εμάς τους ανώριμους. Είναι βέβαιο ότι ο δημοτικισμός μερικών από μας τους μαθητές του οφείλεται, σε μεγάλη μοίρα, στη διδασκαλία του. […]».
Το παρακάτω κείμενο του Κορνάρου αποτελεί μια μελέτη – παρέμβαση υπέρ της δημοτικής σ’ ένα νεανικό περιοδικό που την υπερασπίζονταν. Είναι εξάλλου, γνωστοί και την περίοδο αυτή, οι επίμονοι αγώνες των δημοτικιστών (μαλλιαρών), τόσο από την πλευρά του Εκπαιδευτικού Ομίλου με πρωτομάχο τον Δημήτρη Γληνό, όσο κι από πρωτοπόρους λογοτέχνες της εποχής και πολλούς άλλους. Ο 16χρονος Κορνάρος, με τις γνώσεις που υπήρχαν τότε, ξεκινώντας από τον πρωτόγονο άνθρωπο περιγράφει με θαυμαστή σαφήνεια και γλαφυρότητα την πορεία άρθρωσης του λόγου και την αρχή της γλώσσας, προχωρά στην εμφάνιση της ελληνικής γλώσσας και στην ιστορική διαδρομή της και καταλήγει στην ανωτερότητα της δημοτικής απέναντι στην καθαρεύουσα.
Στο αρχικό κείμενο η μόνη παρέμβαση που έγινε, ήταν η μετατροπή του στο μονοτονικό.
Πάνου Κορνάρου: Πραγματεία επί της γλώσσης
Ο πρώτος εκείνος αγριάνθρωπος, που θα ζούσε σε χρόνους πανάρχαιους, μόλις θα ’βλεπε να κατέρχεται η λάβα κάποιου ηφαιστείου, βέβαια θα ’θελε να γλυτώσει και θα ήθελε να σώσει και το θήλυ με το οποίον θα είχαν κοιμηθή μαζί έστω και μία φορά. Δηλαδή θα είχε την ανάγκη να ειδοποιήση. Αν ήταν κοντά θα έδειχνε με τα χέρια του, μα αν τύχαινε να ’ναι αλάργα; Ιδού αμέσως εκ της πρωτογόνου καταστάσεως υπήρξε η ανάγκη κάποιου μέσου για συνεννόηση κι αυτό ήτο η κραυγή, η άναρθρος φωνή, που συνοδευότανε με κάποια ζωηρή χειρονομία. Επίσης όταν θα ’πιανε βροχή ή άμα θα βροντούσε ο κεραυνός, θα υπήρχε η ανάγκη συνεννοήσεως. Χωρίς αυτό όμως, το μικρό εκείνο, που θα ’τανε 3-4 χρόνων και δεν το ’χε αφήσει ακόμα η μάννα του, κάποτε θα ευρίσκετο στην ανάγκη να της πη κάτι, πως θέλει να πούμε φαγητό, νερό και άλλα όμοια, πάλι δηλαδή ανάγκη συνεννοήσεως. Την πρώτη αυτή συνεννόηση μπορούμε να την παρατηρήσουμε στους σημερινούς άγριους. Είναι άναρθροι φωναί, σαν βελάσματα, σαν γιουχαΐσματα, ότι να ’ναι, τέλος όμως κάποια φωνή. Κι αυτή η φωνή αποτελεί την πρώτη αρχή της γλώσσας. Αιώνες θα πέρασαν ώσπου να μάθουν να λένε ωρισμένους φθόγγους το κάθε χρειαζούμενό τους: το νερό, το φαγί, το ξύλο, τον πατέρα, την μητέρα. Αλλά τέλος το κατόρθωσαν. Σιγά – σιγά ύστερα άρχιζε η τελειοποίηση, με διάφορες ανωμαλίες, με καινούργιες λέξεις και στο τέλος γίνηκε η γλώσσα, δηλαδή η εύρεση όλων των απαιτουμένων λέξεων για να μπορέση κανείς να συνεννοηθή με έναν άλλο.
Οι δυό μεγάλες πατρίδες των ανθρώπων: οι Σημιτικοί λαοί και οι Άρειοι, σχημάτισαν κατά τα προηγούμενα, γλώσσα καθένας και άλλην, αλλ’ ομολογουμένως πρώτοι στη δημιουργία της γλώσσας ήλθανε οι Σημιτικοί λαοί, γιατί έχομε επιγραφές αδιάβαστες γραμμένες σε πολύ παλιά εποχή. Οι πρώτοι εγράφανε πλειά, όταν οι δεύτεροι ξεκινήσανε από τα βάθη της Ασίας με κατεύθυνση στην Ευρώπη.
Αφήνομε τώρα τους αποδέλοιπους και παίρνουμε κείνους που κατεβήκανε στην Ελλάδα. Εκεί βρήκαν άλλο λαό, που κατοικούσε και που θα ’χε κι αυτός τη γλώσσα του. Όσο όμως κι αν επιδράσανε οι κατακτηταί κάτι τι αφομοιώθηκε κι από την παλιά και στα ήθη τους και στη γλώσσα τους. Είναι αδύνατο να μην αφομοιωθή κάτι.
Καθώς γνωρίζομε από την Ιστορία μετά τους πρώτους τους Αχαιούς ήλθαν οι άλλοι οι περισσότεροι, οι ανδρειότεροι, οι Δωριείς, που αναγκάσανε τους πρώτους να φύγουν στα διάφορα μέρη. Μερικοί πήγαν στην Μικράν Ασία. Ελησμονήσαμε όμως να πούμε, πως πρίχου φύγουν, ήχαν πάρει από τους Φοίνικες το Αλφάβητο. Εκεί στον ξάστερο αέρα και στον διαφανή ουρανό που πέφτει και κοιμάται πάνω στον «οίνοπα πόντο» εγεννήθηκε το πρώτο είδος του γραφτού λόγου: το τραγούδι που η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, αυτή η φύση το υπαγορεύει. Κι άνθησαν τα Ομηρικά έπη, που ως είναι από τη φύση υπαγορευμένα τίποτε άλλο, παρά χάριτος και καλλονής ύμνοι, είναι. Κι ύστερα έρχεται το λυρικόν μέρος, η ιστορία, η φιλοσοφία, το δράμα, η ρητορική. Με το πέρασμα του χρόνου αλλάσσει κι η αρχαία γλώσσα, μεταβάλλεται αναλόγως του κλίματος, της κατασκευής των φωνητικών οργάνων και φθάνει εις τον ύπατον βαθμόν της τελειότητος στην Αττική διάλεκτο. Η κάθε λέξη τώρα μετράται καλά κι έπειτα τίθεται σε ωρισμένο μέρος ώστε να αποτελή ένα θαυμάσιο σύμπλεγμα σχημάτων και συντάξεων που βλέπομε στον Δημοσθένη και στον Θουκυδίδη.
Τέθοια γλώσσα ούτε έγεινε ούτε θα γίνη ποτέ, ώσπου «τ’ αστέρια θα φανίζουνε και τα πουλιά θα κελαϊδάνε». Ύστερα έρχεται η κοινή διάλεκτος και αυτήν διαδέχεται η Βυζαντινή.
2ο μέρος
Τώρα πλειά έπαυσε να διακρίνεται και το μακρόν απ’ το βραχύ, έπαυσε τούτ’ έστι η προσωδία. Από δω και μπρος αρχίζει να παρατηρείται κι η αναθεματισμένη Αττικομανία και δη στους πρώτους εκκλησιαστικούς κανόνας τους ιαμβικούς, εξακολουθεί δε να υφίσταται και επί Ηρακλείου οπότε ο διάκονος της Αγίας Σοφίας – μου διαφεύγει το όνομά του – έγραψε τα κατορθώματα του Ηρακλείου εις ηρωικόν εξάμετρον. Αλλά πέστε μου σας παρακαλώ ποιος τα διάβασε… Αλλά η Ελληνική γλώσσα ήτο πεπρωμένον να ζήση και έζησε, έζησε δια των μελωδιών της Εκκλησίας μας και έγινε μάλιστα και θαύμασμα γλώσσας! Επί Κομνηνών όμως πάλιν άρχισε η Αττικομανία και χάρις εις την αντίδρασιν του κόσμου έγιναν τα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου εις την καθαράν δημοτικήν. Την τάση αυτή και στα δυό έκοψε η άλωση της Κων/πόλεως, οπότε το έθνος μας καταστράφηκε για να ξαναζήση μετά 400 έτη και να αρχίση την νέαν σταδιοδρομίαν του. Μεσ’ στα έτη αυτά της δουλείας αν δεν έχωμεν να επιδείξωμεν άλλο τι, όμως οι παλληκαριές των κλεφτών μας και τα δημοτικά τραγούδια μας είναι δυό φωτογόνα αστεράκια, που θα λάμπουνε, Διόσκουροι στον ουρανώδη θόλο και θα δείχνουνε στες μέλλουσες γενιές παραδείγματα προς μίμησιν. Μόλις δε αρχίσαμε να αναντρανίζουμε από τον πικρόν ζυγό τ’ αφορεσμένου άρχιζε και η κοιμισμένη επί 350 χρόνια Αττικομανία του Ρωμαίϊκου! Μα ξάφνου φτάνει ο θεόσταλτος Βηλαράς, που τ’ όνομά του θ’ αντηχή στου κάθε Έλληνα την ψυχή – παρηγορήτρα ιδέα – και αναστηλώνει την γλώσσαν των κλέφτικων τραγουδιών.
Πεθυμήσανε πολλοί ν’ ανατρέψουν την γλώσσα που είναι βγαλμένη από τα σωθηκά μας αλλά φτάνει ο Σολωμός, και Βαλαωρίτης, Λασκαράτος και Μαρκοράς, Κρυστάλλης και Βιζυηνός και τόσοι άλλοι που φέρνουν τη νια χαραυγή, που ξάφνου θα την αντικαταστήσουν οι ήλιοι Παλαμάς και Ψυχάρης για να ζήση η γλώσσα μας! Και θα ζήση!
3ο μέρος
Έγραφα προχθές πως η Αττικομανία άρχιζε από τη σύσταση του Βυζαντινού Κράτους. Ίσως βρεθούνε μερικοί και αντιτείνουν και πουν πως άρχιξε από τον Λουκιανό. Αυτό όμως είναι έτσι κι έτσι. Και βέβαια άμα ζης 400 χρόνια ύστερα από τον Πλάτωνα και το Σοφοκλή κι είσαι λογικευούμενος, τιμή και δόξα σου είναι να γράφης τη γλώσσα του Πλάτωνα που τη μιλάνε και οι θεοί, αλλά η γλώσσα του Πλάτωνα στον καιρό της μιλήθηκε, ήτανε εξάπαντος γλώσσα γενική, αφού μόνο για το Θουκυδίδη ακούμε πως ήτανε, να πούμε, καθαρευουσιάνος της εποχής του.
Για το χρόνο των ακριτικών τραγουδιών είναι αναντίρρητο πως γραφτήκανε ύστερα – πολύ ύστερα – από το Νικηφόρο.
Της Εποχής του επικό ποίημα κανείς δεν έγραψε. Ετελειώναμε δε με τον Παλαμά και Ψυχάρη.
Μα οι κακές γλώσσες κάτι θα πουν, κάτι θα μουρμουρίσουν, μασώντας τις λέξεις και μορφάζοντας παράξενα. Κι είναι οι κακές γλώσσες σ’ αυτή την περίσταση δυό λογιών: Άλλοι δηλαδή θα θένε πρώτο τον Ψυχάρη και έπειτα τον Παλαμά και άλλοι θα περιμένανε να βάλουμε τον Ραγκαβή… ίσως. Για τους δεύτερους περιττό να μιλήσουμε. Μα για τους πρώτους κάνει να δώσουμε μιαν εξήγηση: Είναι βέβαια αναντίλεχτο πως ώθησε σε πραγματική δημιουργία, σε καλαιστητική μορφή λογοτεχνίας, σπέρμα για να ριζώση το χιλιόκλαδο δεντρί της νέας δημιουργίας, έρριψε ο Ψυχάρης, αλλά ο Παλαμάς είναι ο φοβερός αλεστής νους, που ψυλοκοσκινίζοντας συνάμα, μας παρουσιάζεται κολοσσός αληθινά σήμερα. Ο Πάλλης επιγραμματικά λέγει στον Μπρουσό: Σε κείνα τα προψυχαρικά χρόνια όλοι γράφαμε την καταδίκη. Άρα και ο Παλαμάς εξάπαντος θα ’γραφε την καθαρεύουσα και έτσι από τη βαθιά και εμπνευσμένη ποίησή του θα ’χε λείψει η καλαιστητική δύναμη των τραγουδιών του, που τους χαρίζει το ψηλό και καλλιτεχνικό ύφος του ΠΑΛΑΜΑ.
Άμα διαβάζη κανείς του Παλαμά τα τραγούδια λες χίλιοι ήχοι υψηλοί και βαθηνόητοι αντηχούνε στην ψυχή του που με την καθαρεύουσα θα ’λειπαν.
Μ’ αυτά τα λίγα κλείνουμε το προχθεσινό σημείωμά μας και πάμε παρακάτω, να μηλήσουμε για τη γλώσσα.
Και θέτουμε το ερώτημα: Ποια γλώσσα αποδείχτηκε στο να εκφράζη τα ψυχικά συναιστήματα και τα διανοήματα πιο κατάλληλη, που και ομορφότερα να τα εκφράζη και πιο εύκολα να τα καταλαβαίνουμε, η δημοτική ή η καθαρεύουσα; Ποια άλλη γλώσσα έχει τη χάρη και το απαλότατο χνούδι της δημοτικής στη ρίμα του τραγουδιού, που κάθε λέξη της λες και κάτι ανάλαφρο αγεράκι βάζει στα βάθη της ψυχής σου;
Δείξετέ μου καλύτερο ποίημα στην καθαρεύουσα από το Δημοτικό περιώνυμο εκείνο.
Αυγίτσα θε να σηκωθώ απ’ του βουνού τη ρίζα
Να σύρω να ξημερωθώ βουνό μου στην κορφή σου
Να κάμω κύκλο το βουνό, βόλιτα στη μαδάρα
Να βρω μια πέτρα ριζιμιά να διπλωθώ να κάτσω
ν’ ακούσω γερακιού φωνή και φάλκο1 να λαλήση
ν’ ακούσω και την πέρδικα, …
[Σημείωση Πάνου Κορνάρου: Το ποίημα τούτο κάθε άλλο παρά τη φυσική ομορφάδα θέλει να παραστήση. Είναι συμβολιστικό και λέγει το μελλούμενο εγερτήριο σάλπιμα κατά τ’ αποδιαφώτισμα της ελευτεριάς, που τότε θα μπορέση ο άνθρωπος ν’ ακούση τα ωραία και ζωογόνα του πολιτισμού «έπεα».]
Ο Νεοέλληνας είναι σε όλα του αψής και γλήγορος. Είναι επομένως και στη γλώσσα του. Γι’ αυτό έκοψε και τα περισσότερα αρχικά φωνήεντα, τις μικρές κατάληξες και αντί του άσκημου και κακόηχου «φύσεως» το ’καμε ποιο λεβέντικο, σύμφωνο με τον ενθουσιασμένο χαραχτήρα του, «φύσης». Κάτι σύμφωνα γ+μ, β+μ, ν+θ, κ.τ.λ. που πάνε κακόηχα, τα ξεχώρισε και έρριξε το πρώτο και έχουμε μόνο το δεύτερο και όχι όπως νομίζουν μερικοί α(κατα)νόητο πως το αφομοίωσε. Επίσης την τρίτη κλίση γενικά την απορρίψανε. Στ’ αρσενικά και θηλυκά εύκολα φαίνεται, μα στα ουδέτερα; θα ρωτήση κανένας. Τριτόκλιτα ουδέτερα λίγα μεταχειρίζουνταν μα όσα είναι και μάλιστα τα περιττοσύλαβα τα σχηματίζουν στη δεφτέρα κλίση κι έχουμε: γαλάτου, πραμάτου, κυμάτου, μπαλωμάτου, αναντρανισμάτου, σωμάτου, στοιχημάτου, αναμαζωμάτου, συμμαζωμάτου κ.τ.λ. γραμμάτου, χτημάτου, περασμάτου και από τ’ άλλα έχουμε γεγονότο, φωνήεντο, δάσο (δάσου: βλέπε: Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥ Αντωνιάδη πολλαπλές φορές).
Αλλά θα μου πήτε: μπορεί να σταθή διηγημάτου, ποιημάτου κ.τ.λ.;
Γιατί να μη σταθή, αφού και καλλιτεχνικώτερο είναι; Θα τ’ απαντήσω.
Π. ΚΟΡΝΑΡΟΣ
ΠΗΓΕΣ – ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, έκδ. Οι φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.
-
Αυγερινός, Δεκαπενθήμερο περιοδικό, εκδίδεται από τον Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο, έτος Α΄, τεύχη 8 (15 Μαρτίου 1925), 9 (Απρίλιος 1925), 10 (Μάιος 1925), εισηγητής επί της ύλης: Πολυδεύκης Καλδής.
-
Σύντομη βιογραφία του Π. Κορνάρου από την Κ. Ο. Χανίων του ΚΚΕ.
-
Φραγκιός Λαγωνικάκης, «Σελίδες από την ιστορία του προοδευτικού κινήματος στα Χανιά», Μαρτυρία στην εφημερίδα “Αλήθεια” των Χανίων που δημοσιεύτηκε σε επτά συνέχειες από τον Φεβρουάριο του 1988.
-
Γράμματα και επιστολικό δελτάριο (1937 – 1942) του Π. Κορνάρου από τους τόπους εκτόπισης.
-
Άλκης Ρήγος, Ελληνικό πανεπιστήμιο και φοιτητικό κίνημα, τόμος 2ος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2016.
-
Γιώργος Αγοραστάκης, Ρίζες της Αριστεράς στα Χανιά, Χανιά 1988 (εξαντλημένο).
-
Kώστας Θεριανός – Eλένη Zούζουλα (επιμέλεια), Δημήτρης Γληνός: Ο αγωνιστής δάσκαλος, ο ριζοσπάστης παιδαγωγός, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 60-61.
1 Ο φάλκος ή φάλκονας είναι είδος γερακιού γνωστό και ως πετρίτητης.