Πληρωμένοι φονιάδες από το μεγάλο κεφάλαιο – Η δράση της “Αντιμπολσεβίκικης Λίγκας” στη Γερμανία
Η ιστορία της εν πολλοίς άγνωστης οργάνωσης που ηγήθηκε ο Έντουαρντ Στάντλερ είναι σημαντική, γιατί φωτίζει τις πρωτοφασιστικές διεργασίες στη Γερμανία του μεσοπολέμου, όπως και το ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου στην ανάπτυξή τους, διαψεύδοντας διάφορες αστικές θεωρίες που βλέπουν μια “όψιμη” ή και “αναγκαστική” συμπόρευσή του με το φασισμό και το ναζισμό.
Είναι μια παγωμένη μέρα της 10ης Γενάρη 1919, την ώρα που η επανάσταση των Σπαρτακιστών βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, αν και ήδη με προδιαγεγραμμένη την ήττα της, που θα επισφραγιζόταν με το τέλος των οδομαχιών δυο μέρες αργότερα. Ο τρόμος της γερμανικής αστικής τάξης όμως είναι τέτοιος, που κορυφαίοι της εκπρόσωποι δεν χάνουν ούτε λεπτό για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους. Έτσι, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και με πρωτοβουλία του Πάουλ Μανκίεβιτς από την Deutsche Bank, πενήντα εκπρόσωποι της ελίτ του γερμανικού κεφαλαίου συγκεντρώθηκαν στις αίθουσες του Συνδέσμου Αεροπορίας στη γερμανική πρωτεύουσα. Ανάμεσά τους βρίσκονται ο πανίσχυρος πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Ούγκο Στίνες, ο Καρλ Φρίντριχ φον Ζίμενς, ο Φέλιξ Ντέιτς εκ μέρους της AEG και άλλα ηχηρά ονόματα, κυρίως από το χώρο της βαριάς βιομηχανίας και των τραπεζών. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν τη διάλεξη κάποιου Έντουαρντ Στάντλερ, με τίτλο “Ο μπολσεβικισμός ως παγκόσμιος κίνδυνος”.
Είναι μια ώρα δόξας για τον ως τότε άσημο πολιτευτή και δημοσιολόγο, που επιτέλους βλέπει τις προσπάθειές του να πείσει το μεγάλο κεφάλαιο για τη χρησιμότητα των υπηρεσιών του, να ευοδώονται. Ο Στάντλερ είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως μέλος του “Zentrumspartei” του “Κόμματος Κέντρου” των Γερμανών καθολικών και στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε συλληφθεί από τους Ρώσους, όπου έμαθε ρωσικά. Το 1918, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, παρουσιάστηκε στη γερμανική πρεσβεία προτείνοντας συνεργασία, πετυχαίνοντας να εργαστεί ως επιτετραμμένος τύπου για τρεις μήνες, ενισχύοντας για λογαριασμό της χώρας του την πλευρά των Λευκών στο Ρωσικό Εμφύλιο.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία, άρχισε να δίνει αντικομμουνιστικές διαλέξεις, ενώ τον Οκτώβριο του 1918 ίδρυσε την “Ένωση Εθνικής και Κοινωνικής Αλληλεγγύης”, τίτλο που επέβαλαν οι συνιδρυτές, καθώς ο ίδιος ο Στάουντλερ προτιμούσε τον τίτλο “Ένωση Εθνικού Σοσιαλισμού”, μήνες πριν την ίδρυση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, που το 1920 θα μετονομαζόταν σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP). Το γεγονός αυτό δείχνει ότι στη γερμανική ακροδεξιά ανεξάρτητοι μεταξύ τους κύκλοι είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν την ιδέα της δημαγωγικής χρήσης του όρου σοσιαλισμού, προκειμένου να απευθυνθούν στις εργατικές μάζες.
Ο ίδιος ο Στάντλερ, με τις βλέψεις του για ίδρυση μαζικού κόμματος, συναντούσε την καχυποψία των ομοϊδεατών του, που παρέμεναν πιστοί στις ελιτίστικες αντιλήψεις της παραδοσιακής εθνικιστικής ακροδεξιάς. Διέδιδε τις απόψεις του μέσω ομιλιών, αλλά και καθημερινής αρθρογραφίας σε διάφορα έντυπα, αρχίζοντας να αποκτά επαφές με την υψηλή κοινωνία του Βερολίνου. Ο διευθυντής της Deutsche Bank, Πάουλ Μανκίεβιτς, που συναντήσαμε ήδη ως διοργανωτή της ομιλίας για τον “παγκόσμιο κίνδυνο του μπολσεβικισμού”, προσεγγίζει τον Στάντλερ το Νοέμβρη του ’18, χορηγώντας του προσωπικά 5000 μάρκα ως “δωρεά της Deutsche Bank”, ενώ ακολουθούν και άλλες δωρεές επιχειρηματιών. Με τα χρήματα αυτά ιδρύεται η “Γενική Γραμματεία για τη μελέτη και καταπολέμηση του μπολσεβικισμού” καθώς και την ίδια μέρα, την 1η Δεκέμβρη 1918, η “Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα”, που σύντομα άνοιξε παραρτήματα σε μια σειρά μεγάλες γερμανικές πόλεις. Μια από τις πρώτες δράσεις της “Λίγκας” ήταν η εκτύπωση και διανομή πλακάτ και προκηρύξεων, που προέτρεπαν σε δολοφονία των ηγετών της ‘Ένωσης των Σπαρτακιστών”.
Με την ομιλία της 10ης Γενάρη ωστόσο η “Λίγκα” περνάει σε άλλο επίπεδο. Ο Ούγκο φον Στίνες μετά τη διάλεξη δηλώνει πως “δε χρειάζεται καμία συζήτηση”, καθώς συμφωνούσε “σε όλα” με το Στάντλερ, προτείνοντας στην ομήγυρη να του χορηγήσει το αστρονομικό ποσό των 500 εκ. μάρκων. Άλλες πηγές κάνουν λόγο για “μόνο” 5 εκατομμύρια μάρκα, σε κάθε περίπτωση βέβαιο είναι, όπως επιβεβαιώνει ο Στάντλερ στα απομνημονεύματά του, ότι τα χρήματα άρχισαν να ρέουν άφθονα στην οργάνωση, όπως και σε μια σειρά ακόμα αντικομμουνιστικών ομάδων, παραστρατιωτικών ομάδων, γραφείων στρατολόγησης για τα Φράικορπς, αλλά και το SPD, που τόσο καθοριστικό ρόλο είχε παίξει στην κατάπνιξη της Επανάστασης των Σπαρτακιστών.
Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τα απομνημονεύματα του Στάντλερ, ο ίδιος είχε επισκεφτεί στις 12 Γενάρη 1919, αμέσως μετά την ήττα των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο, το Βάλντεμαρ Παμπστ, διοικητή μιας μεγάλης μεραρχίας επιφορτισμένης με την καταστολή των επαναστατών. Όπως υποστηρίζει, έπεισε τον Παμπστ για την αναγκαιότητα της δολοφονίας των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως και του απεσταλμένου του Λένιν στο Βερολίνο εκείνη την εποχή Καρ Ράντεκ. Επιπλέον, ο Στάντλερ ισχυρίζεται πως είχε επαφές και με τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό άμυνας Γκούσταβ Νόσκε, βασικό ηθικό αυτουργό της δολοφονίας, και θεωρεί επίσης πως χάρη στη δική του πίεση ο Νόσκε πείστηκε υπέρ της φυσικής εξόντωσης των δυο κομμουνιστών.
Αν και ο Στάντλερ πιθανόν να υπερτιμάει το ρόλο του στη δολοφονία των δυο κομμουνιστών ηγετών, πολλοί ιστορικοί της περιόδου θεωρούν πιθανό πως οι καταδότες τους πληρώθηκαν από την οργάνωση του Στάντλερ, κάτι που ενισχύεται από τις καταθέσεις στις δίκες που ακολούθησαν αργότερα για τη δολοφονία, που έκαναν λόγο για μια “οργάνωση αρωγής προς το SPD”, που είχε επικηρύξει τους Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ για 100.000 μάρκα. Αλλά και οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας, σύμφωνα με κάποιες απόψεις ερευνητών, χρηματοδοτήθηκαν επίσης από το αντικομμουνιστικό ταμείο που είχε ιδρυθεί στις 10 Γενάρη.
Η αποσόβηση του επαναστατικού κινδύνου στη Γερμανία σήμανε όμως και τον παραγκωνισμό του Στάντλερ, καθώς πλέον η πλειοψηφία των χρηματοδοτών του, θεωρούσαν πλέον εκτός τόπου και χρόνου τα δημαγωγικά και εθνικοσοσιαλιστικά συνθήματά του, ποντάροντας στη σταθερότητα που υποσχόταν η δημοκρατία της Βαϊμάρης μετά το τσάκισμα των επαναστατικών σκιρτημάτων της γερμανικής εργατικής τάξης. Ο κίνδυνος “μπολσεβικοποίησης” της Γερμανίας έμοιαζε τώρα μακρινός, κάνοντας τους αστούς να προκρίνουν πιο “αξιοπρεπείς” μορφές πολιτικού ελέγχου. Η χρηματοδότηση της Αντιμπολσεβίκικης Λίγκας από τους βιομηχάνους σταμάτησε, κι ο ίδιος ο Στάντλερ αποκλείστηκε από τον ηγετικό της κύκλο το Μάρτη του 1919. Η Λίγκα μετονομάστηκε σε “Λίγκα για την προστασία της γερμανικής κουλτούρας”, που συνέχισε την αντικομμουνιστική δράση της με φυλλάδια, σεμινάρια και εκθέσεις σε όλη τη Γερμανία, υιοθετώντας παράλληλα “μετριοπαθέστερη” ρητορική, κάτι που προσήλκυσε εκ νέου, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι πριν, το ενδιαφέρον ισχυρών χρηματοδοτών.
Τελικά, μετά από περιπλανήσεις σε διάφορες ακροδεξιές οργανώσεις, ο Στάντλερ κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής του ακροδεξιού DNVP, ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου των ναζί μετά τις εκλογές του 1933, προσχωρώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του NSDAP λίγο πριν την αυτοδιάλυση του κομματικού του φορέα. Η προσωπική του αντιπάθεια προς το Γιόζεφ Γκέμπελς και η προσπάθειά του για καλλιέργεια ενός φασισμού χωρίς αντισημιτισμό, οδήγησαν σε περιθωριοποίησή του στη ναζιστική Γερμανία, μέχρι και το θάνατό του σε σοβιετική αιχμαλωσία τον Οκτώβριο του 1945.
Η ιστορία της εν πολλοίς άγνωστης οργάνωσης που ηγήθηκε ο Έντουαρντ Στάντλερ είναι σημαντική, γιατί φωτίζει τις πρωτοφασιστικές διεργασίες στη Γερμανία του μεσοπολέμου, με το ναζιστικό κόμμα να αποτελεί αρχικά απλά μία από τις πολλές παρεμφερείς κινήσεις, όπως επίσης και το ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου στην ανάπτυξή τους, διαψεύδοντας διάφορες αστικές θεωρίες που βλέπουν μια “όψιμη” ή και “αναγκαστική” συμπόρευσή του με το φασισμό και το ναζισμό.