Ποια Ελένη; (Mέρος πρώτο)
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μητέρα του λογίζονται από την ορθόδοξη εκκλησία ως δυο από τους σπουδαιότερους αγίους, πάνε μάλιστα και σετάκι γι’ αυτό γιορτάζουν την ίδια μέρα, στις 21 του Μάη. Ο λόγος είναι πως θεωρούνται θεμελιωτές της ορθοδοξίας, αφού στα χρόνια τους και με την συμβολή τους έγινε το πρώτο μεγάλο βήμα για να μετατραπεί ο χριστιανισμός σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους.
Ποια Ελένη;
Τη μάνα του Κωνσταντίνου
Ποιου Κωνσταντίνου;
Του γιου του Κωνστάντιου
Αααααα…
Όπως καταλάβατε, αφορμή για τη σειρά άρθρων που θα ακολουθήσει αποτελεί η μεταφορά στη χώρα μας –με τιμές αρχηγού κράτους- του σκηνώματος της Αγίας Ελένης, μητέρας του πρώτου βυζαντινού αυτοκράτορα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η μούμια, πρόκειται να παραμείνει στη χώρα μας για ιερό προσκύνημα –και καλοκαιρινές διακοπές- ως τις 15 Ιουνίου, όσοι πιστοί προσέλθετε.
Προσωπικά, δεν έχω ιδέα αν μέσα στη σαρκοφάγο βρίσκεται το πραγματικό λείψανο της αγίας, ούτε και έχει τελικά τόση σημασία αυτό. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία, είναι η κοσμοσυρροή προσκυνητών που συνοδεύει κάθε φορά την έκθεση όλων αυτών των ιερών λειψάνων (σαγιονάρες, πασούμια, ακρωτηριασμένα χέρια κλπ), που σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο κοντά ερχόμαστε σε κάποιες μεσαιωνικές συνήθειες και δοξασίες, και πόσο μακριά είμαστε από αυτό που ο Βέμπερ αποκαλούσε «απομάγευση του κόσμου». Ίσως μάλιστα, στα χρόνια της κρίσεως (της οικονομικής όχι της βιβλικής), να έχουμε έρθει ακόμη πιο κοντά στις μεσαιωνικές τελετουργίες, αφού οι άνθρωποι, παγιδευμένοι σε μια σειρά αδιεξόδων, αναζητούν τη λύση στο μεταφυσικό, στην θρησκεία και στα θαύματα.
Από την πλευρά της η εκκλησία, όχι μόνο δεν σέβεται τις ίδιες της τις διακηρύξεις που εναντιώνονται στην ειδωλολατρία, αλλά εκμεταλλεύεται όλα αυτά τα είδωλα για να αυξήσει την επιρροή της και να γεμίσει τα ταμεία της. Άλλωστε αυτή είναι μια συνήθεια που η εκκλησία την έχει τουλάχιστον από τα βυζαντινά χρόνια, κατά τα οποία ο χριστιανισμός μετατράπηκε από θρησκεία των απανταχού κατατρεγμένων, σε εξουσιαστικό κυβερνητικό θεσμό που εναντιώνονταν και κατεδίωκε οποιαδήποτε μη ενταγμένη στον κρατικό έλεγχο ερμηνεία της πίστης, ως αιρετική.
«Πριν όμως πάρει τα κατάλληλα μέτρα (ο Λέων ο Ίσαυρος, που ήθελε να περιορίσει την δύναμη των μοναστηριών) κατά του εξαχρειωμένου καλογερισμού, θέλησε να χτυπήσει την ειδωλολατρεία, που εκδηλώνονταν με την προσκύνηση των εικόνων. Οι διάφοροι άγιοι είχαν αντικαταστήσει τη λατρεία του θεού και οι εικόνες τους χαρακτηρίζονταν ως θαυματουργές.
Εξάλλου οι εκκλησίες, όπως πολύ σωστά γράφει ο Κ. Παπαρηγόπουλος, είχαν καταντήσει «κοσμικά εντευκτήρια» και σ’ αυτές πήγαιναν άντρες και γυναίκες για να διεκπεραιώσουν τις ερωτικές τους υποθέσεις και όχι για να ακούσουν το «λόγο του θεού».
Πρώτο μέτρο που πήρε ο Λέων ήταν το εξής: Πρόσταξε να κρεμάσουν ψηλότερα τις εικόνες ώστε να μην μπορούν οι θρησκόληπτοι να τις ασπάζονται και να τις προσκυνούνε. Το μέτρο αυτό έγινε αφορμή να εξεγερθούν οι καλόγεροι και να δημιουργηθούν ταραχές (και παράλληλα σήμανε το ξεκίνημα των εικονομαχιών οι οποίες κράτησαν σχεδόν ενάμιση αιώνα).»(1)
«Τα χρώματα των εικόνων μεταχειρίζοντο ως φάρμακα, ταύτας επικαλούντο εις περιπτώσεις κει εις γεγονότα όλως άσχετα προς την θρησκείαν, λ.χ, ταύτας (τας εικόνας) καθίστων αναδόχους των βαπτιζομένων νηπίων ή των προσερχομένων εις τον μοναχικόν βίον. Τινές των πρεσβυτέρων ανεμίγνυον μετά της θείας ευχαριστίας χρώματα των εικόνων, άλλου δε έθετον άρτον της θείας ευχαριστίας επί των εικόνων και ούτο μετελάμβανον…»(2)
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μητέρα του λογίζονται από την ορθόδοξη εκκλησία ως δυο από τους σπουδαιότερους αγίους, πάνε μάλιστα και σετάκι γι’ αυτό γιορτάζουν την ίδια μέρα, στις 21 του Μάη. Ο λόγος είναι πως θεωρούνται θεμελιωτές της ορθοδοξίας, αφού στα χρόνια τους και με την συμβολή τους έγινε το πρώτο μεγάλο βήμα για να μετατραπεί ο χριστιανισμός σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους.(3) Κατά τα άλλα πάντως, τόσο η Ελένη αλλά κυρίως ο Κωνσταντίνος κάθε άλλο παρά άγιοι ήταν στη ζωή τους, αφού, όπως θα δούμε παρακάτω, ούτε τη σάρκα μίσησαν (εκτός και αν επρόκειτο για τη σάρκα των αντιπάλων τους), ούτε και το πνεύμα αγάπησαν (εκτός και αν εξυπηρετούσε τους επίγειους σκοπούς τους).
Επειδή, γενικώς, καλό θα ήταν να γνωρίζουμε τι κρύβεται πίσω από τα σύμβολα της πίστεως τα οποία σεβόμαστε και προσκυνούμε (ή τελοσπάντων αρκετοί σέβονται και προσκυνούν), αποφάσισα να γράψω μερικά πράγματα για το ποιόν της Ελένης και κυρίως του Κωνσταντίνου, βασισμένος σε ιστορικά στοιχεία που φανερώνουν την πραγματική τους προσωπικότητα πέρα από τον θρησκευτικό μύθο.
Μέγας Κωνσταντίνος, η πορεία προς την απόλυτη εξουσία
Η κατάρρευση του παλαιού συστήματος διοικήσεως της Ρωμαϊκής ηγεμονίας (principatus) έφερε το σύστημα της δεσποτείας (dominatus), του Διοκλητιανού (αυτοκράτορας από το 284 – 205). Το παλαιό σύστημα διοικήσεως των δήμων κατέρρευσε και αυτό, έτσι, ολόκληρη η κρατική διοίκηση πέρασε στα χέρια του αυτοκράτορα και του σώματος των επιτελών του. Ο αυτοκράτορας δεν είναι πλέον ο ανώτερος δημόσιος λειτουργός αλλά ο απόλυτος δεσπότης που η εξουσία του δεν στηρίζεται τόσο σε γήινους θεσμούς, αλλά πηγάζει από το θεό (ελέω θεού εξουσία). Τα χρόνια άλλωστε της κρίσεως (ή κατά κάποιους κατάρρευσης) της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις σκληρές μάστιγες και δοκιμασίες, εγκαινιάζουν μια εποχή θρησκευτικότητας και στροφής προς τα υπερκόσμια.(4)
Προκειμένου να μπορεί να διοικεί μια τόσο τεράστια αυτοκρατορία όπως ήταν η Ρωμαϊκή, ο Διοκλητιανός υιοθέτησε τον θεσμό της συμβασιλείας, διορίζοντας δυο αυγούστους και δυο καίσαρες. Ο ένας αύγουστος διοικούσε το ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας και ο άλλος το δυτικό. Σε κάθε αύγουστο αντιστοιχούσε ένας καίσαρας επιφορτισμένος να τον βοηθάει στην διοίκηση. Το σύστημα διακυβέρνησης αυτό έγινε γνωστό ως «Τετραρχία».(5)
Το 293 συμβασιλεύουν στο ανατολικό τμήμα ο Διοκλητιανός με τον Γαλέριο, και στη Δύση ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος Χλωρός (πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου). Το 305 παραιτείται από το θρόνο ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιλιανός, ορίζοντας ως αυτοκράτορες, ο πρώτος το Γαλέριο και ο δεύτερος τον Κωνστάντιο, δηλαδή τους καίσαρές τους. Το 306, και κατά την διάρκεια της επιστροφής του από εκστρατεία ο Κωνστάντιος πεθαίνει και η αυτοκρατορική φρουρά ανεβάζει στο θρόνο τον νόθο γιο του από την παλλακίδα Ελένη Κωνσταντίνο.(6)
Η Ελένη ήταν ξενοδόχα (stabularia), αλλά ο Κωνσταντίνος την παρουσίασε στους υπηκόους του ως Βρετανή πριγκίπισσα. Ο Αμβρόσιος, ένας από τους πατέρες της λατινικής εκκλησίας γράφει ότι ο Χριστός «την περιμάζεψε από την κοπριά και την ανέβασε στο θρόνο». Όταν ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, κατά την επίσκεψη της βασιλομήτορος, επανέλαβε αυτήν την φράση το 326, προκάλεσε την μήνη του Κωνσταντίνου που τον τιμώρησε με ισόβια εξορία.(7)
Μετά την κατάκτηση του καισαρικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος νυμφεύεται την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα, μια κίνηση που έχει διπλωματική σημασία. Η μητέρα του Ελένη, χρησιμοποίησε την επιρροή της στον Κωνσταντίνο για να χωρίσει το ζεύγος και κατόρθωσε να απομονώσει τη Θεοδώρα σε μια πτέρυγα του παλατιού. Σκοπός της ήταν να προωθήσει για αύγουστο, στη θέση του Μαξιμιανού τον Κωνσταντίνο.(8)
Ο Κωνσταντίνος, όντας και ο ίδιος φιλόδοξος, ξεκινάει την προετοιμασία του στρατού του με μικρότερης κλίμακας εκστρατείες και λεηλασίες. Το 310 λεηλατεί την Ισπανία διακόπτοντας έτσι τον εφοδιασμό της Ιταλικής χερσονήσου με αφρικανικά σιτηρά και προκαλώντας λιμό. Το ίδιο έτος εξολοθρεύει τους Βρουκτέρους, μια γερμανική φυλή στην περιοχή του Ρήνου. Οι κατακτήσεις του συνοδεύονταν από πλιατσικολόγημα, εξόντωση πληθυσμών και καύση χωριών και πόλεων. Όσοι από τους Βρουκτέρους κρίθηκαν ακατάλληλοι για το στρατό ή για σκλάβοι, εξαιτίας της ανυπακοής τους, διέταξε να γίνουν τροφή για τα θηρία στα θεάματα της αρένας.(9)
Ο ειδωλολάτρης ρήτορας Θεοφάνης, υμνητής του Κωνσταντίνου, αναφέρει:
«Κατέστρεψε, ανίκητε αυτοκράτωρ ολόκληρη τη χώρα. Αμέτρητο πλήθος σφαγιάστηκε και πολυάριθμοι αιχμαλωτίστηκαν. Όλα πυρολύθηκαν… Έκανες, Κωνσταντίνε, τέτοια σφαγή, τέτοιες καταστροφές, που από τον επίορκο λαό δεν απόμεινε παρά μόνο το όνομα» (…) «Η σφαγή έδωσε μεγαλείο στο θρίαμβο σου και σε εμάς την απόλαυση του θεάματος του κατασπαραγμού των πολυάριθμων αιχμαλώτων. Αυτοί οι αχάριστοι και δόλιοι βάρβαροι, βιάζονταν να ξεψυχήσουν(…)»(10)
Απώτερος όμως σκοπός του Κωνσταντίνου, που κυριαρχούσε στην Χώρα των Κελτών την Ιβηρική και την Βρετανία, ήταν η κατάκτηση της εξουσίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να υπερνικήσει τους υπόλοιπους ηγεμόνες της τετραρχίας, δηλαδή τον Μαξέντιο (που είναι γιος του Μαξιμιανού, πρώην αυτοκράτορα αυγούστου της Δύσης) στην Ιταλία και την περιοχή ως το Δούναβη, τον Λικίνιο (ο οποίος διαδέχθηκε τον Γαλέριο), και τον Μαξιμίνο Ντάια στο ανατολικό τμήμα. Κύριοι αντίπαλοί του είναι ο Μαξέντιος στη Δύση και ο Λικίνιος στην Ανατολή, γι’ αυτό και σπεύδει να αποκτήσει με αυτούς συγγενικούς δεσμούς προκειμένου να κερδίσει χρόνο και παραπλανώντας τους. Νυμφεύεται λοιπόν την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξέντιου το 307 και προσφέρει την αδερφή του Κωνσταντία για σύζυγο στον Λικίνιο. «Έχε τους φίλους σου κοντά σου και τους εχθρούς σου ακόμη πιο κοντά», που λένε.(11)
Ο Κωνσταντίνος συλλαμβάνει τον πεθερό του Μαξιμιανό και τον οδηγεί στην αυτοκτονία το 310, με πρόσχημα ότι συνωμοτούσε για να του πάρει το θρόνο όσο αυτός βρισκόταν σε εκστρατεία. Το 311 διατάζει να σβηστεί το όνομά του από τη μνήμη, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, θεωρώντας πως αυτή η κίνηση εξυπηρετούσε την εικόνα του, επανατοποθετεί άγαλμα του Μαξιμιανού στην αψίδα που έστησε η σύγκλητος στη Ρώμη προς τιμήν του. Μάλιστα, αφού ανέτρεψε το γιο του Μαξιμιλιανού Μαξέντιο, κυκλοφόρησε νόμισμα το 324 που απεικόνιζε τα τρία παιδιά του (του ίδιου του Κωνσταντίνου), με την επιγραφή «ανίψια του θεϊκού Μαξιμιανού».(12)
Το 311, ο Κωνσταντίνος εκστρατεύει και εισβάλλει στην Ιταλία, σκοπεύει να φτάσει στη Ρώμη και να εκθρονίσει τον Μαξέντιο. Σκορπίζει παντού το θάνατο στο πέρασμα του και καταστρέφει όσους τόλμησαν να του προβάλουν αντίσταση. Καταφέρνει να κερδίσει τον πόλεμο και στην τελική μάχη (το 312) στη γέφυρα Milvius του Τίβερη ο Μαξέντιος, μαζί με τα τελευταία απομεινάρια του στρατού του, πνίγηκε στα ορμητικά νερά του ποταμού. Ο Κωνσταντίνος εισέρχεται το 312 στη Ρώμη, ενώ προπορεύεται ένας στρατιώτης που έχει καρφωμένη την κεφαλή του Μαξέντιου, και αδερφού της γυναίκας του Κωνσταντίνου, σε κοντάρι. Αμέσως ανακηρύσσεται αύγουστος της Δύσης. Ο ειδωλολάτρης Γαλάτης Nazarius πανηγυρίζοντας τη νίκη του Κωνσταντίνου γράφει:
«Η σφαγή των εχθρών υπήρξε τόσο μεγάλη και τόσο εκτεταμένη, η νίκη τόσο ευδαιμονική και στοίχισε τόσο λίγο αίμα που θα νόμιζε κανείς ότι δεν ήταν επικίνδυνος πόλεμος αλλά μια απλή τιμωρία μιαρών».(13)
Το 313, η τύχη ευνοεί τον Κωνσταντίνο, αφού ξεσπάει εμφύλιος πόλεμος στην Ανατολή μεταξύ του Λικίνιου και του Μαξιμίνου Ντάια. Η ήττα του δεύτερου και η αυτοκτονία του αφήνει μοναδικό εχθρό του Κωνσταντίνου τον γαμπρό του Λικίνιο. Αρχίζει αμέσως εκκαθάριση των βασιλικών οικογενειών -του Σεβήρου, του Μαξιμίνου κ.α.- με εξόντωση των νόμιμων κληρονόμων και πιθανών ανταγωνιστών. Οι δυο αυτοκράτορες συμφώνησαν αρχικά να κρατήσουν την ειρήνη, γι’ αυτό και διόρισαν καίσαρα ενός ενδιάμεσου κράτους κάποιον Βασσιανό, φίλο και προστατευόμενο του Λικίνιου. Ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να τον πάρει με το μέρος του, του προσφέρει σε γάμο την αδερφή του Αναστασία. Όμως ο Βασσιανός μένει πιστός στον Λικίνιο και έτσι ο Κωνσταντίνος τον δολοφονεί.(14)
Ο πόλεμος μεταξύ των δυο αυγούστων δεν αργεί να ξεσπάσει το 314. Στην πρώτη του φάση δεν υπάρχει νικητής και οι δυο αντίπαλοι συνομολογούν ειρήνη και συμμαχία. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν παραιτείται των σχεδίων του για απόλυτη κυριαρχία και ξανακάνει πόλεμο στον Λικίνιο. Η τελική μάχη γίνεται το 323, που με πρόσχημα βαρβαρική επιδρομή (την οποία έχει οργανώσει ο Ίδιος ο Κωνσταντίνος) εισβάλει στα εδάφη του Λικίνιου. Ο Λικίνιος μαζί με όσους συμμάχους είχε, προσπαθεί να αποκρούσει το στρατό του Κωνσταντίνου. Ακολούθησαν σφαγές και από τον στρατό του Λικίνιου που αριθμούσε συνολικά 130.000 στρατιώτες, διασώθηκαν μονάχα οι 30.000. Ο ίδιος διαφεύγει στην Νικομήδεια όπου πολιορκείται, ενώ το Βυζάντιο και η Χαλκηδόνα ανοίγουν τις πύλες τους στον Κωνσταντίνο. Η Κωνσταντία, αδερφή του Κωνσταντίνου και γυναίκα του Λικίνιου εκλιπαρεί τον αδερφό της να του χαρίσει τη ζωή. Ο Κωνσταντίνος τη διαβεβαιώνει ότι δεν θα τον πειράξει, και ορκίζεται και μπροστά στον ίδιο. Ο Λικίνιος παραδίδεται, και γονατίζει μπροστά στον Κωνσταντίνο, παραδίδοντας του και την αυτοκρατορική πορφύρα. Ο Κωνσταντίνος ορκίζεται συμφιλίωση και του δίνει εντολή να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη για λόγους ασφαλείας. Τελικά, μετά από λίγο καιρό, καταπατά τους όρκους του και τον απαγχονίζει.(15)
1) Γιάνης Κορδάτος, Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου, εκδόσεις: Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974, Ε έκδοση, σελ. 181. (Οι επεξηγήσεις στις παρενθέσεις δικές μου)
2) Ο.π, σελ. 190.
3) Η διαδικασία αυτή βέβαια δεν ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, αυτό έγινε αργότερα επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου(379-395).
4) Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμος πρώτος, εκδόσεις: Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, σελ. 87-88.
5) Ο.π. σελ. 92.
6) Κυριάκος Σιμόπουλος, Ο μύθος των μεγάλων της ιστορίας, εκδόσεις: Στάχυ, Αθήνα 2000, τέταρτη έκδοση, σελ. 224 – 225.
7) Ο.π. σελ. 225.
8) Ο.π. σελ 225.
9) Ο.π. σελ. 231.
10) Ο.π. σελ. 231 – 232.
11) Ο.π. σελ. 226 – 227.
12) Ο.π. σελ. 228.
13) Ο.π. σελ 229.
14) Ο.π. σελ 229.
15) Ο.π. σελ 230.
(συνεχίζεται)
Εδώ το Β’ Μέρος