Ποιος φοβάται τον Δεκέμβρη;

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Για ποιον λόγο κάποιος που απολαμβάνει την υποστήριξη της λαϊκής πλειοψηφίας έχει την ανάγκη να καταφύγει στα όπλα για να καταλάβει την εξουσία;…

Το ντοκιμαντέρ του Παύλου Τσίμα για τα 80 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944 συμπεριέλαβε κάθε εκδοχή των υπερασπιστών της καπιταλιστικής εξουσίας διαχρονικά, από τις πιο ωμές και κυνικές έως τις πιο εκλεπτυσμένες.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των προηγούμενων και στόχος του ντοκιμαντέρ είναι η ανάγκη υπεράσπισης της καπιταλιστικής εξουσίας σε παρόντα χρόνο, ενόψει μιας διαφαινόμενης νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ενώ κλιμακώνονται τα δύο υφιστάμενα μέτωπα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Μπροστά σε αυτό το καθήκον, οι συντελεστές του ντοκιμαντέρ και όσοι έδωσαν πρόσφατα συνέντευξη δεν είχαν πρόβλημα να αποδεχθούν ατοπήματα μεμονωμένων αστών πολιτικών ή και άδικες διώξεις εναντίον των κομμουνιστών. Ομως, τα προηγούμενα (όπως και η παρουσία εκπροσώπων του ΚΚΕ για ορισμένα δευτερόλεπτα) χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως προσχήματα αμεροληψίας και, συνδυαζόμενα με την καταδίκη αντίστοιχων «ακροτήτων» από τη μεριά των κομμουνιστών, τροφοδοτούν το απαραίτητο πολιτικό διακύβευμα περί της αναγκαιότητας διατήρησης της εθνικής ενότητας, δηλαδή της υποταγής των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην καπιταλιστική εξουσία.

Από αυτήν τη σκοπιά, ο πρώην υπουργός Νίκος Χριστοδουλάκης εμφανίζεται στον επίλογο, υποστηρίζοντας ότι ο Εμφύλιος είναι η πηγή όλων των δεινών. Οτι οδήγησε στην οικονομική καθυστέρηση την Ελλάδα, στην αργοπορημένη ένταξή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Για το γεγονός ότι δεν πληρώθηκαν οι πολεμικές αποζημιώσεις των Γερμανών ως τη μη επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, για όλα ευθύνεται ο διχασμός, δηλαδή οι εργατικοί – λαϊκοί αγώνες. Βέβαια, όπως κάθε αστός πολιτικός, το βασικό του πρόβλημα είναι ότι ο διχασμός στο εσωτερικό δεν επέτρεψε στην καπιταλιστική εξουσία να συμμετάσχει στο μεταπολεμικό παζάρι για τη διανομή της ιμπεριαλιστικής λείας.

Από την ίδια σκοπιά, της επιδιωκόμενης «εθνικής ενότητας», εξετάζουν και τον Δεκέμβρη του 1944.

Η αντιμετώπιση της κρίσιμης ταξικής σύγκρουσης

Η αντιμετώπιση της κρίσιμης ταξικής σύγκρουσης από τις αστικές δυνάμεις συμπυκνώθηκε στα όσα ανέφερε παλιότερα ο πάντα κυνικός και γι’ αυτό διαφωτιστικός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι το ΚΚΕ σήκωσε τη σημαία της Αντίστασης απέναντι στην τριπλή φασιστική κατοχή και ότι γύρω του συγκεντρώθηκε η λαϊκή πλειοψηφία, σε μια περίοδο που οι αστικές δυνάμεις απείχαν (στην πραγματικότητα, κομμάτι τους συνεργάστηκε με τις αρχές Κατοχής). Και στη συνέχεια φανέρωσε χωρίς στρογγυλέματα την πραγματική αντίληψη της αστικής τάξης για τη δημοκρατία και για τη σχέση του λαού με την εξουσία: «Το ΚΚΕ (…) είχε κυριαρχήσει στο λαό, είχε στα χέρια του τη δύναμη (…) δεν άντεξε στον πειρασμό να διεκδικήσει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας».

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Για ποιον λόγο κάποιος που απολαμβάνει την υποστήριξη της λαϊκής πλειοψηφίας έχει την ανάγκη να καταφύγει στα όπλα για να καταλάβει την εξουσία;

Γιατί, ενάντια στους διαχρονικούς όρκους πίστης του συνόλου των αστικών δυνάμεων στη λαϊκή βούληση και ετυμηγορία, στην πραγματικότητα αυτή γίνεται σεβαστή μόνο όταν είναι σύμφωνη με τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Σε αντίθετη περίπτωση, επιστρατεύεται κάθε ιερή και ανίερη μέθοδος, κάθε εγχώρια αντιδραστική δύναμη και διεθνής συμμαχία της καπιταλιστικής εξουσίας για να καθυποτάξει τον εργατικό – λαϊκό παράγοντα. Οπως έγινε τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις που η ταξική πάλη οξύνθηκε σοβαρά στο εσωτερικό μιας χώρας.

Το ίδιο φανερώνει και η τοποθέτηση της Βιργινίας Τσουδερού (σε παλιότερη συνέντευξή της που συμπεριλήφθηκε στο ντοκιμαντέρ). Η Β. Τσουδερού χαρακτήρισε στάση το κίνημα της Μέσης Ανατολής. Τι επιδίωκαν όμως οι στασιαστές, δηλαδή η πλειοψηφία των στρατιωτών και αξιωματικών που ανήκαν στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση και είχαν πολεμήσει τα στρατεύματα του Αξονα στη Βόρεια Αφρική; Να γίνει αποδεκτή η πρόταση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (κυβέρνηση του βουνού) για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Και πώς αντιμετωπίστηκαν; Με την επίθεση των βρετανικών στρατευμάτων, που οδήγησε στη διάλυση της Ι και ΙΙ Ταξιαρχίας και στον εξορισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των στρατιωτών και αξιωματικών. Μετά την καταστολή, 15.000 τουλάχιστον στρατιώτες και αξιωματικοί (σε σύνολο περίπου 18.500) οδηγήθηκαν σε βρετανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Φυσικά το πρόβλημα της εξόριστης αστικής κυβέρνησης και των Βρετανών συμμάχων της δεν αφορούσε τη διεκδίκηση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή αντιπροσώπων του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, την οποία και οι ίδιοι επιδίωκαν, αλλά να την εντάξουν στους δικούς τους σχεδιασμούς. Το πρόβλημά τους ήταν ότι οι εξορισθέντες στρατιώτες και αξιωματικοί ήταν προσκείμενοι στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ και αυτό εμπόδιζε να μετατραπεί το στράτευμα σε ένα σώμα υπερασπιστών της καπιταλιστικής εξουσίας που θα στρεφόταν εναντίον του ΕΛΑΣ, μετά την απελευθέρωση.

Αυτή η στάση της εξόριστης αστικής κυβέρνησης αποδεικνύει και το κίβδηλο του αστικού πατριωτισμού, αφού προτίμησε εν μέσω πολέμου να διαλύσει το στράτευμα, στον βαθμό που αυτό δεν αποδεχόταν να μετατραπεί σε σώμα πραιτοριανών.

Τα προηγούμενα και άλλα που δεν αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ αποδεικνύουν περίτρανα ότι από το 1943 και έπειτα, όταν δηλαδή η πορεία των πολεμικών μετώπων φανέρωσε την επικείμενη ήττα του φασιστικού άξονα και το εσωτερικό μέτωπο προϊδέαζε για μια πιθανή μελλοντική επικράτηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, καταστρώθηκε ένα αστικό σχέδιο ανατροπής συσχετισμού δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και οδεύοντας προς την απελευθέρωση. Το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ξεπερνώντας και παλιότερες αντιθέσεις τους, ο βασιλιάς και οι Βρετανοί σύμμαχοί τους ήταν συμμέτοχοι – συνένοχοι του σχεδίου καταστολής των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι στα χρόνια της Κατοχής.

Και ο Δεκέμβρης του 1944, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, ήταν μόνο ένα στιγμιότυπο αυτού του σχεδίου. Είχε προηγηθεί η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι επιθέσεις άλλων αστικών οργανώσεων (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) εναντίον του ΕΛΑΣ, ο εξοπλισμός από τους Βρετανούς αστικών οργανώσεων όπως η Χ και η ΡΑΝ, που δρούσαν με την ανοχή των γερμανικών στρατευμάτων.

Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά σημασία οι αντιδραστικοί θρήνοι του Γρηγόρη Φαράκου για το κατά πόσο ήταν εφικτός ένας συμβιβασμός που θα απέτρεπε την τραγωδία του εμφύλιου σπαραγμού. Η εγχώρια καπιταλιστική εξουσία και οι διεθνείς της σύμμαχοι στόχευαν στη συντριβή του ΚΚΕ και του εργατικού – λαϊκού κινήματος.

Ούτε και έχει σημασία να μάθουμε ποιος έδωσε την εντολή στον Εβερτ να πυροβολήσει τους διαδηλωτές στις 3 Δεκέμβρη 1944. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ούτε ο βρετανικός στρατός (όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ) ούτε και η εγχώρια καπιταλιστική εξουσία ήθελαν να τον αποτρέψουν. Είχαν αποφασίσει την καταστολή και την εφάρμοζαν στην πράξη.

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στους αστικούς σχεδιασμούς

Ακόμα, αποτελεί αντιστροφή της πραγματικότητας ότι το ΚΚΕ δεν επιδίωξε κάποια συμφωνία με τις αστικές δυνάμεις. Το ΚΚΕ, ως τμήμα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, υιοθέτησε τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου. Σε αυτήν τη βάση επιδίωξε τη συνεργασία με όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις που τάσσονταν ενάντια στον φασιστικό άξονα πριν από τον πόλεμο και υπέγραψε το γνωστό σύμφωνο με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, που έμεινε γνωστό ως σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα.

Στην ίδια ρότα μετά την επιβολή της τριπλής φασιστικής κατοχής, κάλεσε σε εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο όλες τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που ήθελαν να την αντιπαλέψουν. Αν και στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν μόνο ορισμένες ολιγομελείς σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνέχιζε να επιδιώκει μια συμμαχία με τις αντιφασιστικές δυνάμεις που θα έφτανε έως τη μεταπολεμική συγκρότηση κυβέρνησης με τη συμμετοχή και των κομμουνιστών. Ουτοπικά, εκτιμούσε ότι μια τέτοια κυβέρνηση, εγκαινιάζοντας μια μορφή εξουσίας που θα βρισκόταν ανάμεσα στην καπιταλιστική και στη σοσιαλιστική, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο προς τη δεύτερη.

Γι’ αυτό και κόντρα στην αντικειμενική όξυνση της ταξικής πάλης και τις παρασπονδίες πολλών από τις λεγόμενες αντιφασιστικές δυνάμεις στον κοινό αγώνα, συνέχιζε να επιδιώκει τη συμμαχία μαζί τους. Αυτός ήταν ο λόγος που υπέγραψε τις αναντίστοιχες με τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων και γι’ αυτό απαράδεκτες Συμφωνίες του Λιβάνου (Μάης 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης 1944).

Με την πρώτη, δύο μόλις μήνες μετά την ανάδειξη της ΠΕΕΑ (Μάρτης 1944) μέσα από καθολική ψηφοφορία, στην οποία συμμετείχαν για πρώτη φορά και γυναίκες, αναγνώρισε την εξόριστη αστική κυβέρνηση (παρόλο που αυτή δεν διέθετε κανένα κύρος στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις) και δέχθηκε να συμμετάσχει σε αυτή από θέση μειοψηφίας. Με τη δεύτερη, μόλις ένα μήνα πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, αποδέχθηκε να μπει ο ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι και να μην εισέλθουν οι στρατιωτικές του δυνάμεις στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Ολες αυτές οι υποχωρήσεις πραγματοποιήθηκαν ενώ στην Ελλάδα υπήρχαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

Οι εγχώριες αστικές δυνάμεις αδυνατούσαν να κυβερνήσουν όπως κυβερνούσαν. Στηρίζονταν αποκλειστικά στην παρουσία των γερμανικών στρατευμάτων που θα αποχωρούσαν άμεσα, ενώ οι μηχανισμοί του καπιταλιστικού κράτους ήταν αποσαθρωμένοι και σε ορισμένες περιπτώσεις διαβρωμένοι από τη δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις δεν αναγνώριζαν την αστική κυβέρνηση. Ηταν κατά πλειοψηφία συσπειρωμένες σε ένα μεγαλειώδες αντιστασιακό κίνημα που διέθετε τον δικό του στρατό ο οποίος έφτασε να αριθμεί 77.000 τακτικούς και άλλους 50.000 έφεδρους μαχητές. Στην εμπροσθοφυλακή και καθοδήγηση αυτού του κινήματος βρισκόταν η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ.

Αυτή η τεράστια δύναμη θα μπορούσε με πανελλαδικό επαναστατικό σχεδιασμό να αγωνιστεί για να καταλάβει τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και τις κρίσιμες οδούς μεταφοράς αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, μη έχοντας ουσιαστικά αντίπαλο ή, για να το πούμε καλύτερα, αντιμετωπίζοντας μονάχα τους συνεργάτες των Γερμανών και τις ολιγάριθμες ένοπλες αστικές οργανώσεις. Ετσι, από καλύτερες θέσεις θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια επερχόμενη βρετανική επέμβαση.

Ακριβώς γι’ αυτό είναι εκτός τόπου και χρόνου οι εικασίες του Γιώργου Μαυρογορδάτου ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στη διάρκεια του Δεκέμβρη εφάρμοσαν, με πρόσχημα τη δολοφονία των διαδηλωτών, ένα προειλημμένο σχέδιο κατάληψης της εξουσίας. `Η, πολύ περισσότερο, ότι είχαν την ψευδαίσθηση πως δεν θα κινηθούν οι Βρετανοί απέναντί τους. Αλλού οφείλεται η αρχική διστακτικότητα να χτυπηθούν τα βρετανικά στρατεύματα και θα μιλήσουμε γι’ αυτή στη συνέχεια.

Υποχωρήσεις του ΚΚΕ και αποφασιστικότητα του ταξικού αντίπαλου

Η προαναφερόμενη τεράστια δύναμη του ΕΑΜικού κινήματος υποχρέωσε τις αστικές δυνάμεις και τους διεθνείς τους συμμάχους να μην αρκεστούν στις υποχωρήσεις του ΚΚΕ. Οπως σημείωσε ο τότε πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, η αναγνώριση της κυβέρνησης χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ θα σήμαινε ότι αυτή θα ήταν μόνο η περικεφαλαία του ΕΑΜικού κράτους. Γι’ αυτό και προχώρησε το σχέδιο μονομερούς αφοπλισμού της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΣ, την ίδια ώρα που δεν διαλύθηκαν τα ελάχιστα – αλλά αποκαθαρμένα από κομμουνιστές και γι’ αυτό προσηλωμένα στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής εξουσίας – στρατιωτικά σώματα της Μέσης Ανατολής και που οι πρώην ταγματασφαλίτες ντύνονταν εθνοφύλακες.

Σε αντίθεση λοιπόν με ό,τι ισχυρίζεται ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, το ΚΚΕ δεν χρειαζόταν τον ΕΛΑΣ προκειμένου να διασφαλίσει μέσω της τρομοκρατίας την πλειοψηφία στις όποιες εκλογές θα πραγματοποιούνταν. Αντίθετα, οι αντίπαλοί του είχαν την ανάγκη να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ, προκειμένου με την καταστολή και τον τρόμο να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων.

Το πρόβλημα για το ΚΚΕ, και το ΕΑΜ, δεν ήταν ότι επιδίωξε έστω και εκ των υστέρων την κατάληψη της εξουσίας. Αντίθετα, το πρόβλημα ήταν ότι συνέχισε να επιδιώκει την ενότητα με τις αστικές (τουλάχιστον τις αντιφασιστικές) δυνάμεις, τη στιγμή που αυτές, χωρίς καμία αυταπάτη, προετοίμαζαν με κάθε μέσο τη συντριβή του ίδιου και των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η αντιπαράθεση του Δεκέμβρη έγινε κατανοητή από το ΚΚΕ ως μέσο πίεσης στην κατεύθυνση της δημοκρατικής εξομάλυνσης και όχι ως αγώνας για την κατάλυση της καπιταλιστικής εξουσίας. Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός ότι δεν μεταφέρθηκαν στην Αθήνα τα πιο εμπειροπόλεμα τμήματα του ΕΛΑΣ, ούτε και επιχειρήθηκε η γενίκευση της σύγκρουσης σε όλη την επικράτεια.

Μάλιστα, μετά την ήττα στη μάχη της Αθήνας και ενώ ο ΕΛΑΣ συνέχιζε να ελέγχει την υπόλοιπη χώρα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ υπέγραψαν την απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα άνοιγαν τον δρόμο για μια δημοκρατική εξομάλυνση. Ομως, οι αστικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τη Συμφωνία προκειμένου να ολοκληρώσουν τη συντριβή του εργατικού – λαϊκού κινήματος.

Το μεταβαρκιζιανό κύμα του αντικομμουνισμού, που περιέγραψαν και ορισμένοι από τους ομιλητές, δεν «κυριάρχησε» από το πουθενά, όπως υποστήριξαν, αλλά οργανώθηκε συστηματικά από την εγχώρια καπιταλιστική εξουσία και τους διεθνείς της συμμάχους και πραγματώθηκε από το σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών, κρατικών και παρακρατικών.

Γι’ αυτό και είναι ατυχής η σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου, όπως μας πληροφόρησε ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, οι κομμουνιστές αποτέλεσαν τμήμα των λεγόμενων αντιφασιστικών κυβερνήσεων και διαμόρφωσαν τα νέα Συντάγματα, πριν από την εκδίωξή τους από αυτές (που ο ίδιος συνδέει με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου).

Στην πραγματικότητα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα συνέχισαν να συμμετέχουν στις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας για όσο διάστημα η καπιταλιστική εξουσία αισθανόταν αδύναμη. Αντίθετα, όταν η καπιταλιστική εξουσία ξεπέρασε τον σκόπελο της πολεμικής αποσταθεροποίησης, τα εκδίωξε από την κυβέρνηση. Σε ποιες χώρες όμως συνέβησαν όλα αυτά;

Καταρχάς σε χώρες όπου η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος και η συμμετοχή των κομμουνιστών σε αυτό δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση τον προπολεμικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Δεύτερον, σε χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, όπου η ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών και η πολιτική τους επιρροή μπορούσαν να αντισταθμιστούν από τη συμμετοχή και αστικών οργανώσεων στην πάλη κατά του φασιστικού άξονα. Με τη μορφή της κυβέρνησης Ντε Γκολ στη Γαλλία ή με τη μορφή αντιφασιστικών αστικών κομμάτων στην Ιταλία.

Οι αντιεπιστημονικές μέθοδοι στο προσκήνιο

Από όλα τα προηγούμενα καταλαβαίνει κανείς ότι οι αντιλήψεις που αναπαράγονται στο ντοκιμαντέρ, και επιχειρούν να αναμασήσουν την καραμέλα ενός διχασμού σύμφυτου με τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων και ανεξάρτητου από τις ταξικές αντιθέσεις, είναι ανυπόστατες.

Το ίδιο και οι αντιλήψεις που επιχειρούν να αποδώσουν αυτόν τον λεγόμενο «διχασμό» στις βιαιότητες του ΚΚΕ, στη λεγόμενη κόκκινη βία.

Ενδεικτικά, ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης αποτίμησε τους συνολικούς νεκρούς του Δεκέμβρη σε 5.000, η πλειοψηφία των οποίων ήταν αποτέλεσμα των βρετανικών βομβαρδισμών, ενώ 2.500 – 3.000 εκτελέστηκαν από την Εθνική Πολιτοφυλακή. Πέρα από την ασυναρτησία των αριθμών που δεν βγαίνουν ούτε σύμφωνα με τη δική του ανάλυση, υπάρχει και το επιδέξιο παιχνίδι των λέξεων, σύμφυτο με όσους επιδίδονται σε επιχειρήσεις ιστορικού αναθεωρητισμού. Σύμφωνα με αυτό, οι νεκροί των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων πάντα προκύπτουν, ενώ οι αντίπαλοί τους εκτελούνται συνειδητά.

Και έτσι από το βάθος αναδύεται όλη η μούχλα της μεταδεκεμβριανής καπιταλιστικής προπαγάνδας, που ανανεώθηκε από τους υποστηρικτές του λεγόμενου «νέου κύματος» αναθεώρησης της Ιστορίας και μιλά για μαζικούς τάφους, όπου θάβονταν οι εκτελεσμένοι της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Ουσιαστικά, πρόκειται για μέρη όπου η καπιταλιστική εξουσία συγκέντρωσε τους νεκρούς του Δεκέμβρη, προκειμένου να εκτεθούν ως «αγρίως σφαγιασθέντες» από τους κομμουνιστές. Γι’ αυτό και ανάμεσα στους νεκρούς βρέθηκαν ακόμα και μαχητές του ΕΛΑΣ από διάφορες συνοικίες της Αθήνας.

Από την άλλη, σύμφωνα πάντα με την αστική προπαγάνδα, κανείς δεν βρέθηκε να έχει πεθάνει από τους όλμους και τις μπόμπες του βρετανικού στρατού που εξαπολύονταν από στεριά, θάλασσα και αέρα για 33 μέρες, ούτε από τα πολυβόλα των βρετανικών τανκς και όσων εγκαταστάθηκαν στην Ακρόπολη και σε άλλα στρατηγικά σημεία της Αθήνας.

Οι υποτιθέμενες εκτελέσεις της Εθνικής Πολιτοφυλακής χρησιμοποιούνται για να στιγματίσουν την ένοπλη πάλη του εργατικού – λαϊκού παράγοντα και να αποκρύψουν ταυτόχρονα το όργιο βίας του καπιταλιστικού κράτους και του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ, επιχειρήθηκε μια ψυχιατρική ανατομία των φαινομένων διχόνοιας και του τραύματος που προκαλούν. Ο προφανής ψυχαναλυτικός στόχος είναι η θεραπεία του συλλογικού τραύματος. Ομως, εφόσον το τραύμα χρησιμοποιείται για να αποδώσει τις ταξικές αντιθέσεις, η συμφιλίωση με το τραύμα δεν αποτελεί τίποτα άλλο από τη συμφιλίωση θύτη και θύματος. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για κάτι άλλο παρά για την επιδίωξη συμφιλίωσης των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων με την καπιταλιστική εξουσία.

Το αστικό ιδεολόγημα για τους αδιέξοδους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες

Επειδή, όμως, όλα τα προηγούμενα δεν αρκούν για να προωθήσουν την αστική προπαγάνδα, επιστρατεύεται και το επιχείρημα της αδυναμίας των εργατικών – λαϊκών αγώνων να καθορίσουν τις εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι υπεύθυνοι του ντοκιμαντέρ επισκέφτηκαν την έκθεση του ΚΚΕ για τον Δεκέμβρη, στο ιστορικό κτίριο της οδού Σανταρόζα, δεν μετέδωσαν παρά ορισμένα δευτερόλεπτα και ο Παύλος Τσίμας επέλεξε να δει και να σχολιάσει ότι εκεί τα πράγματα δίνονται από τη σκοπιά του λαϊκού ηρωισμού. Ακριβώς για να δηλώσει ότι αυτός δεν θα μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις. Γιατί;

Επειδή ο λαϊκός ηρωισμός δεν έπαιρνε υπόψη του τα σχέδια των μεγάλων και το γεγονός ότι Σοβιετικοί και Βρετανοί είχαν μοιράσει τον κόσμο. Εχει βάση το προηγούμενο επιχείρημα;

Είναι αλήθεια ότι το ΚΚΣΕ και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ιδεολογικοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του σοβιετικού κράτους, από τακτικούς ελιγμούς μέχρι και τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία για τις «μεταπολεμικές κυβερνήσεις». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στη μεγάλη αντιχιτλερική συμμαχία στο πλευρό καπιταλιστικών κρατών, όπως οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, θεωρήθηκε συνώνυμη της αναγνώρισής τους εκ μέρους των Κομμουνιστικών Κομμάτων ως συμμάχων στο πλαίσιο του κοινού αντιφασιστικού αγώνα. Αυτός ήταν ο λόγος που το ΚΚΕ δίστασε αρχικά να στραφεί εναντίον των βρετανικών δυνάμεων στη διάρκεια του Δεκέμβρη, την ώρα που συνέχιζε να μαίνεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ δεν ήθελε και να δυσκολέψει τον αντιφασιστικό αγώνα της Σοβιετικής Ενωσης.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ο Τσόρτσιλ δεν δείλιασε ούτε στιγμή να μεταφέρει στην Ελλάδα βρετανικά στρατεύματα που πολεμούσαν τους Γερμανούς στην Ιταλία.

Είναι εξίσου σωστό ότι η ΕΣΣΔ επιχείρησε να διασφαλίσει μετά το τέλος του ιμπεριαλιστικού Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έναν ασφαλή περίγυρο, που θα απέτρεπε μια μελλοντική ιμπεριαλιστική επέμβαση εναντίον της. Αυτός ήταν και ο λόγος που επιχείρησε αρχικά να καθορίσει την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ως περιοχή δράσης του Κόκκινου Στρατού και στη συνέχεια να ενισχύσει σε αυτές τις χώρες τους κομμουνιστές και άλλες φιλοσοβιετικές δυνάμεις. Με αυτό το σκεπτικό έδωσε δεσμεύσεις ότι θα απέχει από τις εξελίξεις σε άλλες χώρες, όπως στην Ελλάδα.

Μήπως αυτό φανερώνει την αδυναμία του εργατικού – λαϊκού παράγοντα να παρέμβει στις εξελίξεις ή υπό σωστή στρατηγική και την καθοδήγηση του ΚΚΕ να τις δρομολογήσει προς όφελος της εργατικής εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα;

Ξεκάθαρα όχι. Ολόκληρη η ιστορία της δεκαετίας του 1940 αποτελεί απόδειξη του διδάγματος ότι ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων δεν είναι ανεπηρέαστος από τη δράση του εργατικού – λαϊκού παράγοντα. Οταν τον Ιούλη του 1941, μια χούφτα κομμουνιστές, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν αποδράσει πρόσφατα, συναντήθηκαν στην κατεχόμενη Αθήνα και αποφάσισαν τη συγκρότηση ενός εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου που θα πάλευε τους καταχτητές με όλα τα μέσα, έθεσαν έναν στόχο ανάρμοστο στη βάση του διαμορφωμένου συσχετισμού δυνάμεων. Και όμως, επειδή ήταν ο μόνος ρεαλιστικός από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων, ο στόχος αυτός αγκαλιάστηκε από τις εργατικές – λαϊκές μάζες και με τον ηρωισμό τους έγινε πράξη. Τρία μόλις χρόνια αργότερα, η δράση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ προκαλούσε τον φόβο όχι μόνο των ναζιστικών στρατευμάτων και των συνεργατών τους, αλλά και της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας και του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Και θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάλυση της καπιταλιστικής εξουσίας, αν υπήρχε η ιδεολογική – πολιτική ετοιμότητα διόρθωσης της ακολουθούμενης στρατηγικής. Αυτό ομολόγησε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν υποστήριξε: «Και πράγματι θεωρητικολογικά είχαν δυνατότητες να επικρατήσουν. Και αν επικρατούσαν γρήγορα και κατελάμβαναν την Αθήνα, δεν ξέρω τι θα συνέβαινε».

Αλλωστε, πολλές φορές στην Ιστορία η ένοπλη λαϊκή πάλη αποδείχθηκε ισχυρότερη από την υλική δύναμη των αντιπάλων της, όπως στο Βιετνάμ.

Αυτός είναι ο λόγος που το «τι θα συνέβαινε» αποτελεί τον διαχρονικό φόβο των αστικών δυνάμεων.

Του Κώστα Σκολαρίκου
*Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ

Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη Σάββατο 21 Δεκέμβρη 2024 – Κυριακή 22 Δεκέμβρη 2024

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: