Πολ Ποτ, ο ηγέτης των Κόκκινων Χμερ: Σκοτεινό αίνιγμα
Αγαπημένος “μπαμπούλας” των αστών κάθε φορά που θέλουν να χτυπήσουν τους κομμουνιστές, ο ηγέτης των Κόκκινων Χμερ, στην πραγματικότητα όχι απλώς δεν είχε σοβαρή σχέση με την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά υπήρξε για χρόνια μετά την ανατροπή του από το φιλοσοβιετικό καθεστώς του Βιετνάμ χαϊδεμένο παιδί των δυτικών ιμπεριαλιστών, που τον στήριξαν με κάθε διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό μέσο.
O Πολ Ποτ, ηγέτης των Κόκκινων Χμερ που ήλεγχαν τη διακυβέρνηση της Καμπότζης στο διάστημα 1975-1979, είναι ένα από τα αγαπημένα προπαγανδιστικά όπλα των Δυτικών κάθε φορά που αναφέρονται στα “εγκλήματα του κομμουνισμού”. Εκείνο που λείπει από το βολικό αυτό αφήγημα είναι αφενος η υπόμνηση ότι το συγκεκριμένο καθεστώς, όπως κι ο επικεφαλής του, επιφανειακή μόνο σχέση είχαν με το μαρξισμό-λενινισμό, αφετέρου ότι η Δύση έμμεσα στην αρχή, και εντελώς άμεσα και συνειδητά μετέπειτα συνέβαλε αρχικά στην άνοδό τους στην εξουσία και μετέπειτα στις προσπάθειες να επανακτήσουν τον έλεγχο της χώρας μετά την ανατροπή τους από το βιετναμέζικο στρατό.
Ο Σαλότ Σαρ, όπως ήταν πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 19 Μάη του 1925 κοντά στα σύνορα της Καμπότζης με την Ταϊλάνδη, από οικογένεια ευκατάστατων αγροτών. Σε ηλικία έξι περίπου ετών οι γονείς του τον έστειλαν κοντά στο μεγάλο του αδερφό στην πρωτεύουσα Πνομ Πενχ για να μορφωθεί καλύτερα. Μέτριος μαθητής, απέτυχε στις εξετάσεις του γυμνασίου και φοίτησε ως ξυλουργός σε τεχνική σχολή της πόλης. Το 1949 έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει ραδιοηλεκτρονική στο Παρίσι. Εκεί έγινε μέλος του Γαλλικού Κόμματος καθώς και μιας ομάδας περισσότερο εθνικιστών, παρά κομμουνιστών συμπατριωτών του, που αργότερα έγιναν ο ηγετικός πυρήνας των Κόκκινων Χμερ. Η πολιτική του δραστηριότητα οδήγησε σε παραμέληση των σπουδών του κι έτσι επέστρεψε το 1953 στην Πνομ Πενχ όταν κόπηκε η υποτροφία του. Εργάστηκε ως δάσκαλος σε ιδιωτικό σχολείο ως το 1963, όταν και εγκατέλειψε την πρωτεύουσα επειδή είχε κινήσει την προσοχή της αστυνομίας. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδοκίνας αρχικά, το οποίο ελεγχόταν από τους Βιετ Μινχ, υπήρξε από τους ιδρυτές και πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Καμπότζης το 1962, ενώ λίγο αργότερα έλαβε και το ψευδώνυμό του, Πολ Ποτ, ή αλλιώς “Αδελφός νούμερο 1” ή “Θείος Γραμματέας”.
Έζησε στην παρανομία ως το ξέσπασμα του εμφυλίου της Καμπότζης το 1970, ενώ κατά τη διάρκεια ταξιδιού τη στην Κίνα επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Μάο. Ο εμφύλιος ξεκίνησε όταν ο ηγέτης της, πρίγκηπας Νοροντόμ Σιχανούκ, ανατράπηκε από τον ως τότε πρωθυπουργό του Λον Νολ, με τη σιωπηρή υποστήριξη των ΗΠΑ, που ήλπιζαν πως έτσι θα έβγαζαν την Καμπότζη από την ουδετερότητα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Πολ Ποτ ηγήθηκε του ένοπλου αγώνα των Κόκκινων Χμερ, οι οποίοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη κυρίως λόγω των βομβαρδισμών της κυβέρνησης Νίξον από το 1969 ως το 1973, που προκάλεσαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στην ύπαιθρο.
Το 1975 κατόρθωσε να ανατρέψει το καθεστώς του Λον Νολ και να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βασισμένο σε ένα κράμα μαοϊκών και αρχαϊκών ιδεών. Οι κάτοικοι των αστικών κέντρων αντιμετωπίστηκαν συλλήβδην ως έχθροί και φορείς διαφθοράς και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στην ύπαιθρο, ενώ απαγορεύτηκε το χρήμα, οι αγορές, ο βουδισμός κι αργότερα η κατ’ οίκον σίτιση. Η έμφαση δόθηκε στην καλλιέργεια ρυζιού, με τη γη να κολλεκτιβοποιείται με διαδικασίες-εξπρές, χωρίς προετοιμασία, καθώς ο Πολ Ποτ έκρινε πως μια έκρηξη στις εξαγωγές του ρυζιού θα έφερνε στην οικονομία τους αναγκαίους πόρους για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Στην πραγματικότητα η μετατροπή της χώρας σε απέραντο ορυζώνα, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης, αφού ακόμα και η στοιχειώδης εκπαίδευση του εν πολλοίς αναλφάβητου πληθυσμού παραμελήθηκε, είχε καταστροφικά αποτελέσματα, προκαλώντας υποσιτισμό και αρρώστειες. Σε αυτές ήρθαν να προστεθούν οι εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων των Κόκκινων Χμερ αλλά κυρίως εθνικών μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Βιετναμέζων, που αντιμετωπίστηκαν με γενοκτονικό μίσος.
Από το 1977 ο στρατός της Καμπότζης άρχισε να πραγματοποιεί επιδρομές στα σύνορα με το Βιετνάμ, σκοτώνοντας κι εκεί αμάχους, με στόχο την προσάρτηση εδαφών που ανήκαν στην ιστορική δυναστεία των Χμερ. Υποστηρικτής του καθεστώτος υπήρξε σε εκείνη τη φάση κυρίως η Κίνα, λόγω της αντιπαράθεσής της προς την ΕΣΣΔ, βασικού συμμάχου του ενιαίου πλέον Βιετνάμ. Η λεηλασία της σοβιετικής πρεσβείας στην Πνομ Πενχ (κατ’ άλλους περιλάμβανε και πυραυλικό χτύπημα), όταν διπλωμάτες της ΕΣΣΔ οδηγήθηκαν δέσμιοι προς τη γαλλική πρεσβεία, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της αντισοβιετικής πολιτικής του Πολ Ποτ. Στα τέλη του 1978, με τη στήριξη των Σοβιετικών, ο βιετναμέζικος στρατός κατόρθωσε να καταλάβει την Πνομ Πενχ εκδιώκοντας τους Κόκκινους Χμερ.
Ο Πολ Ποτ αποσύρθηκε στην Ταϊλάνδη, απ’ όπου ηγήθηκε το αντάρτικου κινήματος που δρούσε με μειούμενη ένταση ως τη δεκαετία του ’90, παρότι τυπικά απομακρύνθηκε από την ηγεσία των Κόκκινων Χμερ το 1985. Στη διάρκεια του αντάρτικου είχε όχι μόνο κινεζική βοήθεια, αλλά και μεγάλη υποστήριξη από τις ΗΠΑ αλλά και τη Μ. Βρετανία της Θάτσερ. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο πρόεδρος Κάρτερ κατήγγειλε την επέμβαση του Βιετνάμ στη χώρα, ενώ ως τις αρχές του ’90 οι Κόκκινοι Χμερ εκπροσωπούσαν την Καμπότζη στα Ηνωμένα Έθνη. Η αμερικανική υποστήριξη έπαιρνε τόσο τη μορφή της ανοχής ή και ενθάρρυνσης προς την Κίνα να αποστέλλει όπλα στους αντάρτες, όσο και με την παροχή χρηματικής βοήθειας 85 εκ. δολλαρίων στο διάστημα 1980-1986, ενώ λειτουργούσε και πρόγραμμα διανομής τροφίμων απο το οποίο ωφελήθηκαν 20 ως 40 χιλιάδες μαχητές του Πολ Ποτ. Σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική εκπαίδευση των Ερυθρών Χμερ από βετεράνους του πολέμου των Φώκλαντ έπαιξε η Μ. Βρετανία, κυρίως μετά το 1986, όταν οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από το σκέλος της στρατιωτικής υποστήριξης, φοβούμενοι νέο Ιρανγκέιτ. Μετά από χρόνια διαψεύσεων η βρετανική κυβέρνηση αναγνώρισε το 1991 ότι πράγματι η SAS παρείχε στρατιωτική εκπαίδευση στην καμποτζιανή “αντίσταση” από το 1983.
Ο Πολ Ποτ εκδιώχθηκε οριστικά από τους Κόκκινους Χμερ, που βρίσκονταν ήδη υπό διάλυση, το 1997, όταν και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, μετά από δίκη για τη δολοφονία του στρατηγού Σοτ Σεν και της οικογένειάς του λίγους μήνες νωρίτερα. Στην τελευταία του συνέντευξη, και τη μόνη μετά το 1979, παραδέχτηκε τη διάπραξη “σοβαρών λαθών”, αλλά επέμεινε ότι η πολιτική του διασφάλισε την ύπαρξη της Καμπότζης ως ανεξάρτητου κράτους. Πριν μεταφερθεί στο δικαστήριο της Πνομ Πενχ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από τους ίδιους τους πρώην συναγωνιστές του, πέθανε σαν σήμερα το 1998 από καρδιακή ανεπάρκεια, ή κατ’ άλλους αυτοκτόνησε, με τα πραγματικά αίτια να παραμένουν άγνωστα καθώς δε διενεργήθηκε νεκροψία.