«Πολεμούσαμε…Αστυνομία-δηλωσίες…Λυγισμένους και πράχτορες…Πολεμούσαμε και προχωρούσαμε…»
Ο λαός μας βογκάει στη σκλαβιά…Κι εμείς, καρφωμένοι στον ξερόβραχο, παλεύαμε με την πείνα…Πολεμούσαμε με τον εξωτερικό εχθρό. Αστυνομία-δηλωσίες. Πολεμούσαμε με τον εσωτερικό. Λυγισμένους και πράχτορες. Πολεμούσαμε και προχωρούσαμε.
Στον Αη Στράτη, τόπο εξορίας από το 1929, οι εξόριστοι κομμουνιστές της μεταξικής δικτατορίας που το καθεστώς παρέδωσε στους χιτλερικούς καταχτητές, έδωσαν το χειμώνα του 1941-42 άνιση μάχη με την πείνα, την οποία τους επέβαλε με τα όπλα η φρουρά των Ελλήνων χωροφυλάκων – οργάνων των καταχτητών, με σκοπό να υπογράψουν δήλωση. Περισσότεροι από τριάντα εξόριστοι κομμουνιστές πέθαναν από την πείνα, μα η ομάδα άντεξε, οι εξόριστοι δε λύγισαν και στο τέλος βγήκαν νικητές.
Στον τιτάνιο αυτό αγώνα τους, όμως, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την πείνα… Ένα πρόβλημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν στα πλαίσια της οργανωμένης ζωής οι ομάδες συμβίωσης πολιτικών εξορίστων, στον Αη Στράτη και αλλού, εκτός από τις δυσκολίες και τις κακουχίες που έκαναν δύσκολη την επιβίωσή τους, ήταν η διαλυτική δουλειά «ορισμένων», κάποιων και βαλτών από την Ασφάλεια, που με τη δράση τους σκοπό είχαν να σπείρουν στην ομάδα τη διχόνοια, να κάμψουν το ηθικό των κομμουνιστών και να τους οδηγήσουν στην υπογραφή δήλωσης.
Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» (έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947), ο συγγραφέας, εξόριστος στον Αη Στράτη εκείνη την εποχή, περιγράφει γλαφυρά την επιπλέον αυτή μάχη που είχαν να δώσουν κομμουνιστές με τα διαλυτικά στοιχεία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τις αδυναμίες, στις ομάδες συμβίωσης κυριαρχούσε η αγωνιστική συντροφική ατμόσφαιρα και αλληλεγγύη, κάτι που άλλωστε ξεδιπλώνεται και στις σελίδες του βιβλίου του Κ. Πουρναρά (Μπόση).
Έφυγε ο Τρυγητής. Ήρθε ο Αη-Δημήτρης. Η κατάσταση χειροτερεύει. Η πείνα μεγαλώνει. Κόψαμε το βραδινό ψωμί. Το μεσημεριανό το φέραμε στα 50 δράμια. Έπειτα βάλαμε μέρες αδειανές ανάμεσα. Μια μέρα είχε ψωμί μια δεν είχε. Έπειτα δυο όχι και μια ναι. Στις 9 του Νοέμβρη φάγαμε το τελευταίο κομματάκι. Από κει κι ύστερα… Ένα χρόνο και μισό δεν είδαμε ψωμάκι. Βλέπαμε τους μερικούς να τρώνε και δακρύζαμε από τον πόνο και το παράπονο. Μας είχανε μείνει λίγες πατάτες, λίγη φάβα και λίγα όσπρια αλλά πολύ λίγα. Είχαμε οικονομήσει και λίγα. Βγάλαμε και λίγο κριθάρι απ’ το μύλο. Μια κουταλίτσα φαΐ τώρα. Λάδι στάλα. Αγοράζαμε κάτι προβατίνες που κινδύνευαν να ψοφίσουν και τις βάζαμε μέσα, για να νοστιμήσει το φαΐ. Αλλά δε βαριέσαι. Αρχίσανε οι κομάρες, οι ζαλάδες, το σβάρνισμα των ποδιών. Μερικοί αρχίσανε να ξαπλώνουν. Απ’ τους πρώτους ο Καλές. Ο Κολύνος. Μια μέρα στο κρεβάτι δυο όρθιοι. Αργότερα μια και μια. Δυο και μια. Ώσπου ξαπλώσανε για καλά. Ο Κολύνος απάνω από έξι μήνες έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι. Αρχίσανε οι δηλώσεις. Οι φραξιονιστές κι οι πάντα παραπονεμένοι παίρνανε ένας-ένας τα μπογαλκάκια του και τραβούσε για την αστυνομία. Μερικοί βρίζανε. Άλλοι κάνανε κριτικές. Άλλοι απειλούσανε το Γραφείο για την κακή πολιτική και φεύγανε. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και στελέχη. Από πουθενά φως. Πουθενά σωτηρία. Χειμώνας ολόκληρος μπροστά. Ο πόλεμος εξακολουθούσε. Οι δικοί μας υποχωρούσανε. Αυτά, οι δηλώσεις, η προπαγάνδα της αστυνομίας και η διαλυτική δουλειά μερικών που μείνανε μέσα χειροτέρευαν την κατάσταση. Αυτά επιδρούσανε στην ομάδα και τη χωρίζανε σε δυο κομμάτια. Το ένα τραβούσε προς την προδοσία και τ’ άλλο προς τη θυσία. Στο ένα βρίσκονταν οι «υπερεπαναστάτες», οι «κριτικοί», οι «φραξιονιστές» και μέσα μέσα και καλοί που τους διέφθειρε η καινούργια κατάσταση. Ήτανε οι άνθρωποι εκείνοι που χρόνια μας ψείσανε το ψάρι στα χείλη. Μας κάνανε τη ζωή αφόρητη. Μας διπλώσανε και μας τριπλώσανε την εξορία. Τους φυλάξαμε μη και διορθωθούν. Δειλιάσαμε όταν ήτανε καιρός για εγχείρηση. Κι αυτή έγινε. Έγινε όταν οι συνθήκες ήτανε αφάνταστα χειρότερες, έγινε αυτόματα και το αίμα απ’ την αιμορραγία ήτανε πάρα πολύ. Πήρανε μαζί τους κι ανθρώπους καλούς.
Μια μέρα καθόμαστε μερικοί στη «Λεωφόρο Κομμουνιστών». Ήτανε ένας δρόμος, αρκετά πλατύς που άρχιζε απ’ την πλατειούλα του χωριού, προχωρούσε ίσα, άκρη-άκρη από ένα ποταμάκι -ξερό, στέρφο τον περσότερο καιρό- έκανε μια στροφή στα 300 μέτρα απ’ την πλατεία, περνούσε απ’ το κεντρικό πηγάδι του χωριού, μετά γύριζε μέσα στο χωριό. Δεξιά-ζερβιά του δρόμου, αντίκρυ απ’ το ξερόρεμα ήτανε κήποι με λαχανικά, καρποκλάρια και μερικά σπίτια σκόρπια. Στη μέση του δρόμου ήτανε ένα μαδέρι ριγμένο. Εκεί καθόμαστε. Η ζέστα του φθινοπωριάτικου ήλιου και η πείνα μάς είχαν μπαϊλντίσει. Κάποια στιγμή ο Κελές – Εβραίος κι ο Κολύνος βγήκανε απ’ το θάλαμό τους, κι ανέβαιναν προς εμάς. Μόλις σέρνανε τα πόδια τους. Ήτανε κίτρινοι σαν το λεμόνι τ’ ώριμο. Στα καλά χρόνια -αν μπορούμε να τα πούμε έτσι- ήταν απ’ τους πιο γερούς συντρόφους. Ο Καλές ήταν στο φούρνο κι έτρωγε δυο ψωμιά τη μέρα. Φτάσανε σε μας. Σαλέψανε λίγο τα χείλη χαιρετώντας μας και κάθησαν.
– Αν θα γλιτώσουν τριάντα, καλά θα είναι, είπε ο Κολύνος.
– Οι άλλοι τι θα γίνουν; ρώτησε ο Δροσόπουλος.
– Άλλοι θα κάνουν δήλωση, κι άλλοι θα πεθάνουν, χειμώνας είναι αυτός. Δεν είναι παίξε γέλασε. Κι εμείς δεν έχουμε τίποτα. Κι αρχίσαμε να ξαπλώνουμε από τώρα (ο Κολύνος δεν πέθανε. Έμαθα πως τον εκτελέσανε όταν βγήκαμε οι Γερμανοί στη Σαλονίκη. Δεν ξέρω αν αληθεύει. Το Κολύνος είναι ψεύτικο. Το ίδιο γίνεται και με μερικούς άλλους που ή κάνανε δήλωση, ή ζήσανε. Όσοι ζήσανε μπορούν κάτω απ’ τα ψεύτικα να βρουν τα πραγματικά).
– Δεν είναι έτσι, είπε ο Ανδρέας Δροσόπουλος. Δεν θα πεθάνει κανένας. Κάτι έχουμε. Κάτι θα βγάλουμε απ’ τους κήπους. Ο μύλος θα δουλεύει. Θα γεννήσει η γουρούνα. Θ’ αλλάξουμε τα μικρά με κριθάρι. Σκεφτείτε πως αυτοί οι καλόγεροι, σκηνίτες, πώς διάβολο τους λένε – κλείνουνται σε μια σπηλιά και ζουν χρόνια με το τίποτα, όχι εμείς…
– Κι απ’ όξω το Κόμμα, οι δικοί μας δε θα μας παρατήσουν, συμπλήρωσε ο Σεραφείμ Τσώνος.
Ο Μουσάς καθότανε άκρη-άκρη. Τέντωνε τ’ αυτί να μη χάσει λέξη. Στ’ αχείλι του άνθιζε ένα χαμόγελο ανακατωμένο με κακία, μίσος κι ικανοποίηση. Τα μάτια του στάξαν φαρμάκι και τα λόγια του χολή. Κάποτε ήτανε καλός, πειθαρχικός, εργατικός, αισιόδοξος. Έπεσε σ’ ένα λάθος, τιμωρήθηκε κι από τότε πήρε τον κατήφορο. Τίποτα δεν του άρεσε. Παντού έβλεπε προβοκάτορες. Λάθη και παρεκκλίσεις. Γύρω του μαζευότανε μια παρέα. Τα λέγανε, τα κουτσομπολεύανε. Παίρνανε και συνωμοτικά μέτρα. Έτσι διέφθειρε τους άλλους και διαφθείρονταν απ’ αυτούς. Κάτι τέτοια μαγαζάκια πόση ζημιά δεν κάνανε! Ο ένας μπόλιαζε τον άλλο με το μικρόβιο του φραξιονισμού, της απειθαρχίας. Αυτού βρήκανε αποκούμπι οι παραπονεμένοι – λογισμένοι, που δυναμώνανε το λύγισμα. Κάνανε αναπαραγωγή σε πλατύτερο κύκλο της δειλίας των. Οι ομαδούλες αυτές ήταν διαφθορεία και αλίμονο σ’ όποιον ακατατόπιστο έπεφτε στα δίχτυα! Του φορούσανε στραβά γυαλιά και τα βλέπανε όλα στραβά. Μερικούς τους έσπρωχναν εκεί κι οι στραβοτιμονιές των Γραφείων. Αλλά αυτό δεν τους δικαιολογεί.
– Α! καημένε Αντρέα κι εσύ Σεραφείμ, έκανε μ’ ένα γλυκό τόνο. Με ύφος ανθρώπου που πονάει και δεν κλείνει μάτι με το κακό που έγινε ή που θα γίνει, χωρίς αιτία. Τι μπολσεβίκοι είσαστε σεις; Στελέχη και να φοβόσαστε την αλήθεια! Γιατί κοροϊδεύετε τους συντρόφους! Δεν τους λέτε νέτα-σκέτα, ανοιχτά πως κανένας δε θα γλιτώσει; Η ομάδα προχωράει στην καταστροφή ολοταχώς. Σεις ανίκανοι να σταματήσετε την καταστροφή πασκίζετε να ξεγελάσετε τους απλοϊκούς.
– Ωχ! καημένε, συμπλήρωσε κάποιος της παρέας του. Άμα δεν κινδυνεύεις εσύ δε νιώθεις τον κίνδυνο του άλλου.
– Και ποιος σου το ’πε σένα, Μουσά, πως θα πεθάνουμε όλοι; είπε ο Τσώνος. Πού το βρήκες γραμμένο; Και αν ξέραμε ακόμα 100% πως θα πεθαίναμε κανένας λόγος να το πιπιλίζουμε σαν καραμέλα κάθε λίγο και λιγάκι. Για να πεθαίνουμε κάθε στιγμή προτού φτάσουμε στον τάφο; Ύστερα υπάρχουν τόσοι αδύνατοι ανάμεσα μας που θα τους σκοτώναμε με τέτοιες αντιλήψεις. Μπήκαμε σ’ έναν αγώνα που η ηθική δύναμη θα παίξει σπουδαίο ρόλο για τη διατήρηση στη ζωή.
– Ώστε δε θα πεθάνει κανένας; ξανάπε ο Μουσάς.
– Δεν ξέρω. Προφήτης δεν είμαι. Μπορεί να πεθάνουμε κι όλοι. Γιατί μπήκαμε στη μάχη; Για να πολεμήσουμε. Και στον πόλεμο θα πεθάνουν κιόλας. Θα σκοτωθούν. Όποιος φοβάται ν’ αντικρύσει το χάρο δηλώνει δειλία κι απαλάσσεται απ’ την επιστράτευση.
– Έχετε δίκιο, φώναξε με κακία ο Μουσάς. Έχετε την κοιλιά γεμάτη και τα λέτε αυτά. Για ρωτάτε και τον Κολύνο και μένα που δεν κλείσαμε μάτι απόψε απ’ την πείνα;
Ο Μουσάς δεν ήταν καθόλου εξαντλημένος. Σαν αγρότης είχε κάνει λίγα μεροκάματα στο χωριό το καλοκαίρι και κάτι είχε ακόμα. Λίγο κριθάρι, λίγα κουκιά και φάβα. Ο Τσώνος ήταν χάλια.
Ποτέ δεν έκανε μεροκάματο. Ποτέ δεν πήρε δεκάρα απ’ έξω. Ήταν πια πιθαμή άνθρωπος. Πολλές φορές έκανε το μάγειρα σε παρέες. Και μόνο τότε χόρταινε. Ο Μουσάς τα ’ξερε αυτά. Αλλά επίτηδες τα ’πε να τον πληγώσει και να σπείρει υπόνοιες σε μας τους άλλους. Αφού δεν είχε πόρους για να τρώει έπρεπε να έχει κρυφούς, άδηλους πόρους. Αυτό το νόημα είχανε τα λόγια του.
Ο Γριντάκης ήταν εξαντλημένος. Απ’ την πείνα και τον ήλιο είχε ξαπλώσει φαρδύς-πλατύς δυο μέτρα πιο κει. Έμοιαζε πτώμα. Δεν κινιότανε καθόλου. Μα σαν άκουσε τα τελευταία λόγια του Μουσά σα να τον τσίμπησε φίδι τινάχτηκε. Ανασηκώθηκε απότομα.
– Φτου σου, μασκαρά! είπε. Ο Σεραφείμ είναι μεθυσμένος κι εσύ πιλαλάς σαν βαρβάτο άλογο. Καλύτερο βοηθό κι απλήρωτο μάλιστα δε θα ’βρισκε ο φασισμός.
Δεν κατάφερε να πει άλλα. Ο πόνος για την αδικία κι η αδυναμία τον ξάπλωσαν ξανά. Πιο πάνω ο Σωτήρης Κόκκινος, λίγο πιο κάτω απ’ το πηγάδι, με τα ρούχα παραμάσκαλα τραβούσε τον κατήφορο. Πιο μπροστά περπατούσε καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι ο χωροφύλακας Λάμπρος Ρεγκούτας.
– Για πού Σωτήρη; ρώτησε ο Πετρίδης που ανέβαινε.
– Δεν καταλαβαίνεις; Πάω εκεί που θα ’ρθεις κι εσύ σε λίγο, είπε κείνος τονίζοντας τις λέξεις και κουνώντας το λεύτερο χέρι του.
Ο άλλος άστραψε από θυμό.
– Α! λιποτάχτη, φώναξε. Δε φτάνει που φεύγεις, κάνεις και προπαγάνδα. Μου κάνεις και τον παλικαρά με τις πλάτες του χωροφύλακα. Μα πού θα πας; Αν ζήσω κάπου θ’ ανταμώσουμε και τότε τα ξαναλέμε.
Κοντά μου καθότανε ο φίλος μου ο Μπάμπης. Μέρες είχε να δει καπνό. Παράπονο δεν έβγαζε. Κάποιος είχε ρίξει στο δρόμο μια ντοματιά. Αυτή είχε ξεραθεί. Ο Μπάμπης έτριψε λίγο στην παλάμη του, την έβαλε στο τσιμπούκι και τ’ άναψε. Κάθε φορά που τραβούσε έκανε «πουφ» κι άναβε φλόγα με κίνδυνο να του κάψει τα μουστάκια. Αυτός το έσβηνε κι εξακολουθούσε να τραβάει τον καπνό. Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά δεν τα κατάφερε. Κάπνιζε ήσυχα και κοίταζε αμέριμνα δώθε-κείθε. Μα τ’ αυτί του δεν έχανε λέξη απ’ όσα έλεγαν. Είχε το κασκέτο χωμένο ως τα μάτια. Μιλούσε πολύ λίγο. Κι όποιος δεν τον έζησε από κοντά θα τον έπαιρνε για χαζό.
Ο Μουσάς, ο Κωτσαλίδης, ο Κρεβατάς σηκώθηκαν.
– Πάμε, Μπάμπη! είπε ένας.
– Καλά είναι κι εδώ, απάντησε.
– Πάμε, καημένε! Μπορεί να βρούμε και κανένα τσιγάρο. Ύστερα πλησιάζει το φαΐ. Έλα κι εσύ, είπαν σε μένα. Πάμε παρέα, είπε ο Κρεβατάς. Ή μήπως δε σας αφήνουν, μουρμούρισε μέσα στα δόντια του.
Το Γραφείο έπαιρνε μέτρα για μερικούς αδύνατους. Έβαζε καλούς συντρόφους να κάνουν παρέα μαζί τους. Τους έβαζε σε δουλειές της ομάδας για να παίρνουν παραπάνω φαΐ. Προσπαθούσε να τους απομονώνει απ’ το περιβάλλον του Μουσά. Αλλά με τρόπο. Μα κείνοι τα μυρίζονταν (η παρέα του Μουσά) γι’ αυτό ο Κρεβατάς είπε τα τελευταία λόγια.
– Πάμε; μου είπε ο Μπάμπης.
Φτάσαμε στη γωνιά του δρόμου που γύριζε προς το πηγάδι και τα μαγειρεία. Οι φίλοι αντί να πάρουν το δρόμο πήραν το ρέμα.
– Πού πάμε; ρώτησα το Μπάμπη.
– Δεν καταλαβαίνεις; Πάμε να κρυφτούμε απ’ το μάτι της ομάδας. Οι συνωμοσίες γίνονται στα κρυφά. Άμα φανερωθούν αποτυχαίνουν.
– Και τα θύματα;
– Εσύ κι εγώ. Η ομάδα και το κίνημα.
Απόρησα. Φτάσαμε σε μια γέρικη βελανιδιά. Ξαπλώσαμε. Ο Κωτσαλίδης έδωσε λίγο τσιγάρο στο Μπάμπη.
– Πάρε, λεβέντη Μπάμπη, είπε. Αξίζεις όχι ένα κομματάκι μόνο.
Ύστερα αναστέναξε βαθιά και εξακολούθησε.
– Βρε σύντροφοι, δεν κλείνω μάτι. Δεν είναι η πείνα. Αυτήνε την πνίγω. Άλλα ζητήματα με πνίγουν. Είναι εδώ στην ομάδα κάτι διαμάντια!… Θα γίνονταν στελέχη πρώτης, αν βγαίνανε όξω. Κι όμως θα χαθούν εδώ στον ξερόβραχο.
– Μου φαίνεται, τον έκοψε ο Μπάμπης, πως κάτι το σκάρτο κρύβεται σ’ αυτή τη σκέψη. Για μένα διαμάντι είναι εκείνος που πεθαίνει όταν του το επιβάλει το κομματικό του καθήκον, το συμφέρον του λαού.
Στο μεταξύ είχαν έρθει κι άλλοι.
– Για στάσου, είπε γλυκά-γλυκά ο Μουσάς. Αν, Μπάμπη, υπήρχε τρόπος να φύγουμε από δω και να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στο κίνημα, στο λαό, κι αν είχαμε ικανότητες να γίνουμε στελέχη δε θα ήταν καλό;
– Ναι. Άμα υπήρχε. Μα τώρα που δεν υπάρχει;…
– Κι όμως,,.
– Υπάρχει; Ο άτιμος… αυτό θέλετε να πείτε;
– Όχι! Όχι! φώναξαν δυο μαζί. Υπάρχουν άλλοι.
– Σκεφτόσαστε βιαστικά, είπε ο Παντίδης – άλλος της παρέας. Ένα πράγμα που κάποτε δεν ήτανε σωστό τώρα είναι, κι αυτό το κανονίζουν οι αντικειμενικές συνθήκες.
– Στην προκειμένη περίπτωση, είπε ο Δημητρόπουλος, που είχε έρθει χωρίς να τον δουν, την αλλαγή την κανονίζει ο υποκειμενικός παράγοντας. Δηλαδή τώρα κινδυνεύει ο καθένας μας, τώρα σκέφτεται πως η δήλωση δεν είναι ατιμωτική πράξη. Έτσι δεν είναι, Παντίδη;
– Δεν εννοώ τη δήλωση, φώναξε εκείνος.
– Σε ποιους τα πουλάς αυτά. Υποδείχνεις τη δήλωση σκεπασμένα, έτσι που αν ο άλλος αντιστέκεται να μη σε πιάνει η τσιμπίδα.
– Και δε μου λες… Πότε θα ’χει περισσότερο κέρδος το κίνημα. Άμα θα μείνουμε εδώ και πεθάνουμε ή άμα πάμε έξω έστω…
Κόμπιασε.
– Έστω και με δήλωση, συμπλήρωσε ο Μπάμπης.
– Στον αγώνα οι κομμουνιστές δεν κάνουν παζάρια. Δε σκέφτουνται μπακάλικα. Ο θάνατός μας θα ’ναι διαμάντι για το Κόμμα μας. Για το λαό. Κι η προδοσία μας στίγμα μαύρο που δε θα σβήσει, απάντησε ο Δημητρόπουλος.
– Κι αν το Κόμμα μας πει να κάνουμε δήλωση;
– Το Κόμμα ποτέ δε θα πει ένα τέτοιο πράγμα. Το Κόμμα έχει ορισμένες αρχές ασάλευτες. Μια απ’ αυτές που δεν αλλάζει ποτέ, μ’ όλο που ο κόσμος ολόκληρος αλλάζει, είναι και τούτη: «Ο κομμουνιστής ποτέ δεν απαρατάει το χαράκωμα και δίνει τη ζωή του, χωρίς δισταγμό και τσιγκουνιά για το συμφέρο του λαού».
Σκορπίσαμε. Εγώ πήρα το δρόμο προς το μαγειρείο με το Μπάμπη.
-Τι γίνεται; Τι κατάλαβες απ’ αυτή τη συζήτηση; ρώτησα.
– Ένα πράγμα απλό: θέλουν να φύγουν.
– Και ποιος τους κρατάει;
– Ο εγωισμός και το μίσος.
– Δε σε καταλαβαίνω. Εγώ αν ήμουνα δε θα ’κανα τέτοιες τσιριμόνιες. Θα ’παιρνα τα μπογαλάκια μου κρυφά και θα ’φευγα. Αν με ρωτούσε κανένας θα του ’λεγα: «Λύγισα, δεν αντέχω».
– Αυτό γίνεται σε λίγους. Στους απλούς χαρακτήρες, σε κείνους που νιώθουν το σφάλμα τους. Στους άλλους, στους πολλούς τα πράγματα δε γίνονται τόσο απλά. Από δω πέρασαν ένα σωρό δηλωσίες. Πόσοι απ’ αυτούς ανήκουν στον πρώτο τύπο; μονάδες. Οι άλλοι; Πάρε έναν-έναν. Τι λένε; Ο ένας έκανε δήλωση γιατί η πολιτική της ομάδας δεν είναι σωστή. Δεύτερος γιατί διαφωνεί με το Πολιτικό Γραφείο. Τρίτος γιατί δεν εγκρίνει τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς κι αυτός… ξεχωρίζει τις ευθύνες του. Τέταρτος γιατί όξω χρειάζονται οι επαναστάτες. Εδώ μόνον οι τεμπέληδες κάθονται. Άλλος γιατί του… κακομίλησε ο γραμματέας. Κι ένα σωρό τέτοιες παρλαπίπες. Ο καθένας παιδεύεται να κρύψει τη δειλία του από εγωισμό. Θέλουν να πιστέψουν οι άλλοι πως έκανε τη στραβοτιμονιά από σοβαρούς πολιτικούς λόγους. Πολλοί μάλιστα μιλάνε αόριστα και με υπονοούμενα, για να υποψιαστεί ο κόσμος πως κάτι το σοβαρό υπάρχει, κάτι το σκάρτο στην ομάδα, που αυτός το είδε, αλλά δεν το λέει για να μην κάνει… κακό. Και για ν’ αποδειχθεί η σωστότητα αυτών που λέει, πρέπει κι άλλοι να κάνουν το ίδιο. Κι επειδή αυτά κανένα δεν ξεγελούν ο «φίλος» λυσσάει και μισεί εκείνους που δεν τον αναγνωρίζουν για αξία και μισεί εκείνους που στέκουν αλύγιστοι, και χτυπάει όσο μπορεί. Φίλε μου, μη γλιστρήσεις στο πρώτο σκαλί. Άμα γίνει αυτό, είναι τόσο ευνοϊκές σήμερα οι συνθήκες για κατήφορο, που κανένας δε μπορεί να μαντέψει πού τελειώνει.
– Τι πρέπει να γίνει;
– Κάθε πράγμα στη γη αλλάζει. Κι ο άνθρωπος, κι ο κομμουνιστής που είναι άνθρωπος. Πάλη σκληρή χρειάζεται για να κρατήσουμε το υλικό αυτό. Μπαίνουμε σε μια δοκιμασία. Την έκτασή της, το βάθος της από τώρα δε μπορούμε να μαντέψουμε. Άμα την ξεπεράσουμε θα κάνουμε ένα πήδημα προς το καλύτερο. Όσοι θα γλιτώσουν, στο έβγα θα είναι αγνώριστοι. Σήμερα θα γίνει μια μάχη. Ένα κομματάκι, ένα πάρα-πολύ μικρούτσικο κομματάκι, από μια μεγάλη, ασύλληπτη μάχη της ανθρωπότητας. Θα νικήσει η πρόοδος, θα ’χουμε όπως -σε κάθε μάχη- κι απώλειες. Αλλιώς δε γίνεται.
Η πείνα μεγαλώνει. Οι δηλωσίες πληθαίνουν. Στις αρχές του Νοέμβρη μαζί με τους διωγμένους φτάνουν τους πενήντα. Η αστυνομία, σαν τον ψύχραιμο κι έμπειρο παίχτη, που κρατάει το παιχνίδι στα χέρια του, με την πολύτιμη βοήθεια της γκεστάπο, παρακολουθεί όλη την κατάσταση, σφιχτομετράει την αντοχή της ομάδας κι ετοιμάζει το χτύπημα.
Οι Ούννοι μεθυσμένοι, σέρνοντας όλη την κρατική μηχανή της Ευρώπης, προχωράνε. Ο Κόκκινος Στρατός δίνει άφθονο αίμα για να σταματήσει ο χείμαρρος. Οι σοβιετικοί φαντάροι κάνουν προχώματα, κάστρα, χαρακώματα με τα κορμιά τους και βήμα με βήμα αποτραβιούνται, ώσπου να σχηματισθούν οι προϋποθέσεις για τη ρεβάνς. Όλος ο σοβιετικός λαός χωριό με χωριό, πολιτεία με πολιτεία, σε βουνά και ποτάμια μ’ όλα τα μέσα πολεμάει κι αντιστέκεται για να δώσει τον καιρό στην πατρίδα του να επιστρατευθεί και να προσαρμόσει τη βιομηχανία. Πέρασαν οι Ούννοι τα σύνορα. Έπεσε το Κίεβο. Πάει το Σμολένσκ. Φτάσανε στο Λένινγκραντ, στη Μόσχα!! Πάγωσε ο κόσμος από τρόμο. Δεν το χωράει το μυαλό του πως η Μόσχα θα πέσει. Δε θέλει, δε μπορεί να το πιστέψει. Τρέμει και στη σκέψη ακόμα πως η καρδιά της ανθρωπότητας θα πάψει να χτυπάει. Η ψυχή του ανεβαίνει στα χείλη. Η αγωνία φτάνει την τρέλα. Όχι!! Δε μπορεί να γίνει. Περιμένει μια λέξη. Περιμένει απ’ το στόμα του Στάλιν: «Όχι! Η Μόσχα δε θα πέσει».
Ο λαός μας βογκάει στη σκλαβιά. Στις μεγάλες πόλεις χιλιάδες πεθαίνουν. Κοπάδια παιδάκια, αγκομαχώντας, κυνηγάνε τα καροτσάκια με τα πράσα και τα λάχανα. Τα κυνηγάνε οι καροτσέρηδες κι αυτά απ’ το τρέξιμο και την πείνα ξεψυχούνε προτού γεφτούν το φύλλο που άρπαξαν. Την άλλη μέρα, στο κάρο της αστυνομίας μέσα στα σκουπίδια, συνοδεία κι αγκαλιά με ψόφια γατάκια και σκυλάκια, κάνανε το ταξίδι για τον άλλο κόσμο. Σε μια γωνιά, μας διηγότανε κάποιος αργότερα, μια κοπέλα δέκα επτά χρονών, πάνω στ’ άνθια και τα όνειρα, κοκαλωμένη. Στο ’να χέρι κρατούσε ένα κομμάτι μπομπότα. Δίπλα ένα μικρό ως οχτώ χρονών κι ένα σκυλί παιδεύονταν να τ’ αποσπάσουν. Πιο πέρα ένας Γερμαναράς ασχημομούρης, στέκα, επιθεωρούσε την αποθήκη τροφίμων. Κάθε λίγο έμπαζε κοριτσόπουλα άγγιχτα και σε λίγο τα γύριζε με μια ή δυο κονσέρβες ανάλογα με την ποιότητα της σάρκας. Φαντάσματα στους δρόμους. Σκελετοί. Πολλοί το χέρι στη ζητιανιά και περισσότεροι στην κλεψιά. Προίκες, κονίσματα, κειμήλια, σπίτια και χωράφια, το αίμα, οι σάρκες και τα κόκαλα του λαού στη μαύρη αγορά. Η Ευρώπη όλη, σκλάβα, υπόφερνε, βάδιζε στην άβυσσο. Δεν είχε νιώσει ακόμα τη δύναμή της. Δεν είχε βρει το δρόμο της.
Κι εμείς, καρφωμένοι στον ξερόβραχο, παλεύαμε με την πείνα. Πολεμούσαμε με τη γης και μ’ όλες τις εφευρέσεις. Πολεμούσαμε με τον εξωτερικό εχθρό. Αστυνομία-δηλωσίες. Πολεμούσαμε με τον εσωτερικό. Λυγισμένους και πράχτορες. Πολεμούσαμε και προχωρούσαμε.
Στις 4 του Νοέμβρη έφτασε η γκεστάπο απ’ το Μούδρο. Η αστυνομία μας ειδοποίησε να μαζευτούμε στο προαύλιο του σχολείου. Τι μας ήθελε; Η 5η φάλαγγα συνειδητά ή ασυνείδητα έσπερνε τον πανικό. «Θα μας δείρουν». «Θα μας απαγορεύσουν να απομακρυνόμαστε απ’ το χωριό». «30 μέτρα απ’ τους θαλάμους μόνο» κι άλλα τέτοια. Το μεσημέρι είχαμε λίγα μακαρόνια, νερόβραστα, χωρίς ψωμί. Πήραμε από μια κουταλιά και καταζεματιστήκαμε για να προλάβουμε προτού έρθουν. Γρήγορα-γρήγορα μαζευτήκαμε στο προαύλιο. Εμείς, οι διωγμένοι και κείνοι που φύγανε μονάχοι τους κι οι δηλωσίες. Ήρθε ο Βουδικλάρης.
Στη βορεινή πλευρά παραταχτήκαμε εμείς. Είμαστε 175. Απ’ την άλλη μπάντα οι άλλοι. Δυο γκρούπες δηλωσίες και μη, πάνω κάτω 50. Εκεί έγινε κι ένα νόστιμο. Κάποιος έφυγε απ’ την ομάδα γιατί πεινούσε. Έτσι έλεγε. Άμα θα ’φευγε απ’ την ομάδα θα μπορούσε να βρει δουλειά στο χωριό. Η αστυνομία βοηθούσε για να φέρει διάσπαση. Δήλωση έλεγε πως ποτέ δε θα έκανε. Ο φίλος αυτός είχε κάνει δήλωση και την έκρυβε, και τώρα δεν ήθελε να πάει στους δηλωσίες. Μα δεν τολμούσε να πάει και στους άλλους, για να μην τον βρίσει ο Βουδικλάρης. Κι έτσι στεκότανε ανάμεσα στις δυο παρέες. Κοίταζε μια τη μια ομάδα, μια την άλλη. Μια τον αστυνόμο, μια εμάς. Ξεροκατάπινε, χασκογελούσε, καθότανε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Όλοι καταλάβαμε τι είχε πάθει. Σ’ άλλες συνθήκες θα σκάγαμε στα γέλια. Αλλά τώρα ποιος είχε όρεξη για τέτοια; Και κείνο που φοβότανε ο κρυφο-δηλωσίας δεν το γλίτωσε. Ο αστυνόμος τον είδε και τον έστειλε με μια βρισιά πρόστυχη στους δηλωσίες.
Περιμέναμε ώρες. Η αγωνία ανέβαινε. Κατά τις 4 έφτασε η γκεστάπο. Μαζί ήτανε όλα τα καθάρματα του χωριού. Ο πρόεδρος Κακαλής. Ο τελώνης και δυο άλλοι που δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Οι γκεσταπίτες μας κοίταξαν μ’ ένα βλοσυρό μάτι. Διώξανε τους δηλωσίες, κι ύστερα όλοι τραβήχτηκαν στο υπόγειο. Συζητήσανε λίγο κι ο διερμηνέας μας ζύγωσε. Έτρεμε. Τραύλιζε. Και σφούγγιζε το πρόσωπο με το μαντήλι, μ’ όλο που έκανε κρύο. Εμείς στεκόμαστε σε προσοχή κατά τετράδες. Εκείνος ξεροκατάπινε. Έβηξε και είπε:
– Οι Γερμανοί θα τουφεκίσουν πέντε, τέσσερις άντρες και μια γυναίκα.
Μιλιά δεν ακούστηκε. Κανένας δεν κουνήθηκε. Εκατόν εβδομήντα πέντε κολώνες γίναμε. Τι ένιωσε ο καθένας δεν ξέρω. (απόσπασμα)
Κώστα Πουρναρά (Μπόση): «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» (έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947)
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ