Η πολιορκία του Λένινγκραντ έχει αρχή και τέλος. Η μνήμη δεν έχει όρια
Η πολιορκία του Λένινγκραντ έχει αρχή και τέλος – από τις 8 του Σεπτέμβρη 1941 μέχρι τις 27 Γενάρη 1944. Η ζωή των ανθρώπων έχει τα όριά της, μα η μνήμη δεν έχει όρια.
Σαν σήμερα, στις 8 του Σεπτέμβρη 1941, αρχίζει από τις δυνάμεις του χιτλερικού φασισμού η πολιορκία του Λένινγκραντ. Μετά από 872 μέρες ηρωικής αντίστασης (έληξε στις 27 Γενάρη 1944), ο ηρωικός λαός του Λένινγκραντ βγήκε νικητής, θάβοντας όμως πάνω από 1.000.000 νεκρούς από τις πολεμικές συγκρούσεις, την πείνα και τις ελλείψεις σε φάρμακα.
Ο συγγραφέας Ντανιήλ Γκράνιν, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης στα νιάτα του, πολέμησε για την υπεράσπιση της πόλης. Μετά από χρόνια και κοπιαστική έρευνα, μαζί με τον Λευκορώσο συγγραφέα Αλές Ανταμόβιτς θα συγκεντρώσουν σ’ ένα τόμο, «Το βιβλίο της πολιορκίας», 200 μαρτυρίες ανθρώπων που αντιστάθηκαν στις φασιστικές ορδές στα χρόνια της πολιορκίας του Λένινγκραντ.
Παραθέτουμε συνέντευξη του Ντ. Γκράνιν, στην Α. Μπελιάκοβα, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβρη του 1986 στο περιοδικό «Ελληνοσοβιετικά Χρονικά», του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
***
«Γράφω γι’ αυτό που ξέρω…»
«… Να, σ’ αυτό εδώ το χωράφι μας βομβάρδισαν. Μωλωπίστηκα. Αυτόν τον μωλωπισμό το νιώθω μέχρι τώρα, κάπου κάπου».
Με το συγγραφέα Ντανιήλ Γκράνιν βρισκόμαστε στον τόπο, όπου στα 1941-1942 μαίνονταν οι μάχες. Εδώ είμαστε πολύ κοντά στο Λένινγκραντ. Στο βάθος αστράφτει στον ήλιο η χρυσή περικεφαλαία του καθεδρικού ναού του Αγ. Ισαάκ. Και ίσια μπροστά μας φαίνονται τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του Πούσκιν, προαστίου του Λένινγκραντ.
Το βλέμμα του Γκράνιν βρίσκει τα ίχνη του παρελθόντος, που μόνο αυτός τα καταλαβαίνει: τους λοφίσκους που τους σκεπάζει τώρα η πυκνή βλάστηση από νεαρούς θάμνους, κάτι κρατήρες που ήταν τότε χαρακώματα και ορύγματα. Σ’ ένα σημείο πέφτουμε πάνω σε μπερδεμένα κουβάρια από σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Ο Γκράνιν αναθυμάται:
«Η πρώτη γραμμή των χιτλερικών έμοιαζε με σφήνα και η αιχμή της ερχόταν πολύ κοντά στις θέσεις μας – σε απόσταση μόλις 150 μέτρων. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη μεριά τους, τους ακούγαμε να ξύνουν τα κουτιά, βγάζοντας τα τελευταία απομεινάρια της κονσέρβας. Μ’ αυτούς τους ήχους μας έπιανε κάτι σαν αναγούλα. Στην αρχή φαινόταν ότι δεν μπορείς να συνηθίσεις την πείνα. Μετά η αίσθηση αυτή αμβλύνθηκε, μόνο που σαν να πονούσε συνέχεια το στόμα, τα ούλα πρήστηκαν και έγιναν σαν το βαμβάκι».
… Στις 22 του Ιούνη 1941 η ζωή κατέρρευσε. Ο μηχανικός Ντανιήλ Γκράνιν, 22 χρόνων, γράφτηκε εθελοντής σε μεραρχία της λαϊκής στρατιάς. Τα «πριν τον πόλεμο» φαίνονταν σαν μια εντελώς διαφορετική εποχή: τα μακρινά παιδιά χρόνια που πέρασαν στην παλιά πόλη Στάραγια Ρούσσα, όπου ο πατέρας του είχε τη θέση του δασάρχη, ο σχολικός λογοτεχνικός όμιλος, όπου πήγαιναν οι συμμαθητές του Γκράνιν. Συγγραφέας όμως έμελλε να γίνει αυτός, που ούτε καν σκεφτόταν αυτό το επάγγελμα.
Μήπως σκέφτηκε ο νέος μηχανικός, παίρνοντας το πτυχίο του, ότι έξι μήνες αργότερα θα καθόταν σε παγωμένα χαρακώματα και θα έθαβε τους φίλους του; Μήπως σκέφτηκε πως θα πήγαινε σπίτι από τη γραμμή του μετώπου με τραμ;..
Στο μέτωπο, το 1942, ο Γκράνιν έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μέχρι τη Νίκη έμεναν ακόμα τρία δύσκολα χρόνια. Οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ φύλαγαν στις τσέπες της στολής τους προσκλήσεις για δεξίωση «με την ευκαιρία της κατάληψης της Πετρούπολης» – πίστευαν ότι η δεξίωση θα γίνει. Η μάχη του Στάλινγκραντ δεν έχει κερδηθεί ακόμα, και ο μελλοντικός στρατάρχης Πάουλους δεν υποψιαζόταν πως θα πιαστεί αιχμάλωτος.
Ο Ντανιήλ Γκράνιν δεν ήξερε αν θα ζούσε για να δει τις μέρες ειρήνης, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι ο φασισμός θα νικηθεί.
Τέλειωσε τον πόλεμο διοικητής λόχου βαρέων τανκς: το 1944 ανακλήθηκε στο Λένινγκραντ – θα έπρεπε να αποκατασταθεί το ενεργειακό σύστημα της πόλης.
Πώς ήρθε στη λογοτεχνία;
Είχε μια ακαταμάχητη επιθυμία για αυτοέκφραση. Στην αρχή έγραφε κρυφά, σαν να ντρεπόταν την ανάγκη. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς της πολεμικής γενιάς, άρχισε από έργο εντελώς άσχετο με τα όσα έζησε πρόσφατα – από ρομαντική νουβέλα, αφιερωμένη σ’ ένα από τα μέλη της παρισινής κομμούνας, τον Πολωνό επαναστάτη Γιαροσλάφ Ντομπρόφσκι.
«Μετά τη Νίκη δεν ήθελες ούτε καν να σκέφτεσαι τον πόλεμο, ομολογούσε ο Γκράνιν πολλά χρόνια αργότερα. Πόσες απώλειες, πόσες τραγωδίες – μου ήταν αδύνατο να τα ξαναζήσω».
Αλλά και να τα ξεχάσει ήταν αδύνατο…
Να ταράζεις τη συνείδηση…
«Το πιο δύσκολο» αποκάλεσε ο Ντανιήλ Γκράνιν το «Βιβλίο της πολιορκίας», για το οποίο δούλεψε πάνω από έξι χρόνια μαζί με τον Λευκορώσο συγγραφέα Αλές Ανταμόβιτς:
«Με βαριά καρδιά άκουγα τις τραγικές εξομολογήσεις των ανθρώπων που επέζησαν από την πολιορκία του Λένινγκραντ που κράτησε 900 μέρες».
200 εξομολογήσεις κατέγραψαν ο Γκράνιν και ο Ανταμόβιτς. Παραβρέθηκα σε μια τέτοια συνάντηση και μπορώ να εκτιμήσω το ηθικό κατόρθωμα του Γκράνιν, ο οποίος ανέλαβε το δικαίωμα και τη βαρύτατη αποστολή, να ανασύρει τις οδυνηρές αναμνήσεις για τα περασμένα. Η αδελφή του Γιούρα Ριαμπίνκιν, μαθητή από το Λένινγκραντ, που πέθανε στα χρόνια της πολιορκίας, με φωνή που μόλις ακουγόταν μέσα απ’ τους λυγμούς, αφηγήθηκε την τραγική ιστορία της οικογένειάς της, από την οποία μόνο αυτή έμεινε στη ζωή. Γι’ αυτήν, η αφήγηση ήταν μαρτύριο. Και είδα πόση λεπτότητα και υπομονή εκδήλωσε ο Γκράνιν στη διάρκεια της κουβέντας.
Τι υποκινεί τον συγγραφέα να καταπιαστεί με την τόσο βαριά δουλειά; Σαράντα χρόνια μετά τη νίκη, τι το θέλουν ο Γκράνιν και ο Ανταμόβιτς, να ανοίγουν τις παλιές πληγές στην ψυχή των ανθρώπων; Σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντούν οι ίδιοι οι συγγραφείς:
«Η πολιορκία του Λένινγκραντ έχει αρχή και τέλος – από τις 8 Σεπτέμβρη 1941 μέχρι τις 27 Γενάρη 1944. Η ζωή των ανθρώπων έχει τα όριά της, μα η μνήμη δεν έχει όρια. Όλο και λιγοστεύουν οι αυτόπτες μάρτυρες των φοβερών εκείνων χρόνων. Χρέος μας είναι να διαφυλάξουμε τις μαρτυρίες τους για τις επόμενες γενιές».
Να γιατί ο Γκράνιν. αφήνοντας κατά μέρος τη δουλειά που έχει αρχίσει και αλλάζοντας τα σχέδια που είχε, έγινε χρονογράφος της πολιορκημένης πόλης: «Στη Δύση κατηγορούν συχνά τη σοβιετική λογοτεχνία, ότι δεν λέει να στείλει στ’ αρχεία το θέμα του πολέμου, ότι χτυπά τις καμπάνες της μνήμης και δεν αφήνει τόπο στη λησμονιά. Είχα ακούσει να ρωτούν: «Πότε ο λόγος είχε σταματήσει πόλεμο;»
Μήπως, όμως, ήταν τυχαίο που οι χιτλερικοί έκαιγαν τα βιβλία των Γκαίτε, Χάινε, Τολστόι, Τουαίν και Ίψεν; Οι καλύτεροι λογοτέχνες του κόσμου πάντα αφύπνιζαν τη συνείδηση του ανθρώπου. Ο δε φασισμός ζητά: «Ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος από τη χίμαιρα που λέγεται συνείδηση». Να γιατί ο φασισμός μισεί τους ουμανιστές λογοτέχνες».
Βοήθησε ο λόγος στα χρόνια του περασμένου πολέμου; Και βέβαια βοήθησε. Στερέωνε στους ανθρώπους τις έννοιες της τιμής, της συνείδησης, της ανθρωπιάς. Ο εχθρός που πολιορκούσε το Λένινγκραντ είχε υπεροχή σε τανκς, σε αεροπλάνα, σε πυροβολικό. Δεν είχε όμως το κύριο όπλο των κατοίκων του Λένινγκραντ – την ανθρωπιά, η οποία αποδείχθηκε πιο ισχυρή από τα βλήματα και την πείνα.
«Το ενδιαφέρον μας πήγαινε στις πληγές, λέει ο Γκράνιν. Τι ήταν αυτό που τροφοδοτούσε στους ανθρώπους το πνεύμα του σθένους, της αντίστασης και της αξιοπρέπειας στις πιο οριακές περιστάσεις;»
Το «Βιβλίο της πολιορκίας» έχει μεταφραστεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Απ’ όλες τις ξένες εκδόσεις τη μεγαλύτερη σημασία για τον Γκράνιν έχει η έκδοσή του στα γερμανικά.
Πρόσφατα ο συγγραφέας επισκέφθηκε τη ΓΛΔ και την ΟΔΓ, όπου οργανώθηκαν συζητήσεις του «Βιβλίου της πολιορκίας».
«Καθώς καθόμουν σε κατάμεστες αίθουσες, σκεφτόμουν πόσο μεγάλη σημασία έχει, ο ένας λαός να καταλαβαίνει και να παίρνει κατάκαρδα τις συμφορές και τις κακουχίες του άλλου. Αυτή είναι προφανώς, μια από τις αποστολές της λογοτεχνίας – να ταράζει τη συνείδηση, να απευθύνεται στην καρδιά του ανθρώπου, στα καλύτερα αισθήματά του».
Στις 7 του Μάη πέρσι, τις παραμονές των γιορτασμών για τα 40χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, ο Γκράνιν βρέθηκε στη Νυρεμβέργη. Επρόκειτο να μιλήσει σε μια τεράστια αίθουσα, όπου συγκεντρώθηκαν γύρω στις 8 χιλιάδες άτομα.
«Τους είπα ειλικρινά, αναθυμάται ο Γκράνιν, ότι αυτές τις ιερές για κάθε σοβιετικό άνθρωπο μέρες δεν αισθανόμουν ιδιαίτερη χαρά που πήγαινα στην πόλη, η οποία ήταν το λίκνο και οχυρό του ναζισμού. Όταν όμως είδα πόσοι άνθρωποι στην ΟΔΓ, ιδιαίτερα στο χώρο της νεολαίας, κινητοποιούνται υπέρ της ειρήνης, ενάντια στο νεοφασισμό, ενάντια σε νέο πόλεμο, σκέφτηκα: είναι καλό που ήρθα στην ΟΔΓ ακριβώς τις παραμονές της μεγάλης γιορτής της Νίκης. Για μένα, έναν άνθρωπο που έζησε τον πόλεμο, γνώρισε τη φρίκη και τις κακουχίες του, είχε πάρα πολύ μεγάλη σημασία να δω ότι το «Βιβλίο της πολιορκίας» βρήκε απήχηση στις καρδιές των τίμιων ανθρώπων».
Ο Γκράνιν είναι πεισμένος σταθερά ότι ο ηθικός μαξιμαλισμός είναι απαραίτητος για τον άνθρωπο σε όλες τις εποχές: «Δεν είναι εύκολο και απλό να λες την αλήθεια. Το υλικό της ζωής, η υφή του απαιτούν το ξεπέρασμα ορισμένων στερεοτύπων. Εδώ, όπως και στην ίδια τη ζωή, ισχύουν οι νόμοι της διαλεκτικής: Η πάλη του παλιού με το νέο δεν είναι ανώδυνη. Η αλήθεια δεν πρέπει να είναι κοινοτυπική. Γι’ αυτό η αναζήτηση της αλήθειας είναι πάντα αναζήτηση του νέου».
Ο Γκράνιν συνεχίζει:
«Δεν ξέρω ούτε μια περίπτωση, όπου σημαίνοντα από κοινωνική άποψη έργα στη χώρα μας να μην είδαν το φως της δημοσιότητας, να μην εκτιμήθηκαν κατά την αξία τους. Ο λογοτέχνης απηχεί την αλήθεια της ζωής, όσο πικρή και δύσκολη κι αν είναι. Δεν είναι πάντα δυνατό να λυθούν αμέσως τα προβλήματα που μπαίνουν μπροστά μας. Στη ζωή μου υπήρχαν στιγμές που ήθελα να εγκαταλείψω το λογοτεχνικό έργο και να επιστρέψω στην ειδικότητά μου, την ηλεκτροτεχνική. Αλλά η δύναμη της δημιουργίας είναι ακαταμάχητη ακριβώς στο ότι απαιτεί από τον άνθρωπο να δώσει έκφραση σε ό,τι τον βασανίζει».
Πιστεύετε πως οι λογοτέχνες μπορούν να βοηθήσουν στην αλλαγή του κόσμου;
«Οι λογοτέχνες δεν δίνουν συστάσεις, ο κύριος σκοπός τους είναι να κάνουν τον άνθρωπο να σκέφτεται. Πολύ εύστοχα χαρακτήρισε την αποστολή του λογοτέχνη ο επαναστάτης δημοκράτης του 19ου αιώνα Αλεξάντρ Χέρτσεν: «Ο συγγραφέας δεν είναι γιατρός, είναι πόνος». Σήμερα η λογοτεχνία παίζει έναν εξαιρετικά μεγάλο ρόλο – είναι η συνείδηση της ανθρωπότητας. Και δεν μπορούν να έχουν αλλιώς τα πράγματα, σε τελευταία ανάλυση. Πηγαίνω συχνά στο εξωτερικό, παρακολουθώ τα έργα δυτικών λογοτεχνών. Σε μερικά απ’ αυτά είναι αισθητή η επιδίωξη περισπασμού ή, καλύτερα, διασκέδασης του αναγνώστη, μια προσπάθεια να οδηγηθεί μακριά από τις ανησυχίες της εποχής, από το κεντρικό πρόβλημα – αυτό της ύπαρξης της ίδιας της ζωής.
«Κάποιος πρέπει να το κάνει»
Έτσι τιτλοφόρησε ο Γκράνιν μια από τις νουβέλες του, όπου βάζει με οξύτητα το ζήτημα για την προσωπική ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στην κοινωνία, για την αλλαγή της ψυχολογίας της επιστημονικοτεχνικής διανόησης στον αιώνα της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης.
Στο προγραμματικό μυθιστόρημα «Ο πίνακας» (1980) ο συγγραφέας συλλογίζεται την επίδραση της επιστημονικοτεχνικής προόδου στη φύση και στην κοσμοθεωρία των ανθρώπων, μιλά για το ρόλο της ΕΤΕ στη διαμόρφωση του πνευματικού κόσμου του ανθρώπου.
Να πώς εξηγεί ο Γκράνιν τη στάση του: «Η ανάπτυξη της κυβερνητικής, οι ανακαλύψεις στους διάφορους κλάδους της επιστήμης άλλαξαν την κοσμοαντίληψή μας: ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι δεν είναι απλώς κάτοικος της Γης, αλλά και πολίτης του Σύμπαντος. Η ανάπλαση της ψυχολογίας του παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Η σύγχρονη επιστήμη ανακαλύπτει νόμους που είναι απίστευτοι από την άποψη της κοινής λογικής: την κυρτότητα του χώρου, τις «μαύρες οπές», τους μηχανισμούς της κληρονομικότητας. Η ΕΤΕ δεν τελειοποιεί μόνο την τεχνική, αλλά και πραγματοποιεί επανάσταση στις συνειδήσεις, απαιτεί την αναδιοργάνωση του τρόπου σκέψης. Αυτή η διαδικασία δεν είναι λιγότερο πολύπλοκη από τη σχεδίαση μηχανών. Και το έργο του λογοτέχνη, του καλλιτέχνη συντελεί στην αλλαγή της συνείδησης του ανθρώπου».
Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση άλλαξε πολλά πράγματα στους ανθρώπους: έχουν τώρα περισσότερες γνώσεις, περισσότερες ικανότητες. Έχουν όμως περισσότερη καλοσύνη, τιμιότητα, ανθρωπιά;
«Δεν μπορείς να απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα μ’ ένα «ναι» ή μ’ ένα «όχι». Συμβαίνει κάποιος άνθρωπος να κάνει καλά τη δουλειά του και οι προϊστάμενοι να τον εκτιμούν. Τον κοιτάζεις όμως πιο προσεχτικά και βλέπεις ότι δεν είναι παρά ένας κοινός αριβίστας. Κατά τη γνώμη μου, η ποιότητα της εργασίας δεν καθορίζεται από αριθμητικούς δείκτες, είναι μάλλον μια ηθική έννοια.
Προσέξτε: η λέξη «ευσυνείδητος», η οποία περιγράφει την τίμια στάση του ανθρώπου απέναντι στις υποχρεώσεις του συμπεριλαμβάνει δύο έννοιες – «καλό» και «συνείδηση».
Με εντυπωσιάζει πάρα πολύ το αίτημα που ακούστηκε από το βήμα του 27ου συνεδρίου του κόμματος σχετικά με την αυξημένη προσωπική ευθύνη για τη συγκεκριμένη δουλειά που έχει ο καθένας – η εποχή μας προβάλλει ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση για «ανθρώπους που ξέρουν ν’ αποφασίζουν».
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στο λογοτεχνικό μου έργο παραμένει το πρόβλημα ηθικής επιλογής. Και γι’ αυτό σκέφτομαι να γράψω την «Εγκυκλοπαίδεια γενναιοφροσύνης», βιβλίο όπου θέλω να κάνω λόγο για την τιμιότητα και την τιμή, που σε όλες τις εποχές βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με το ψεύδος και την ατιμία. Θέλω να πω επίσης, ότι οι σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές ανακαλύψεις είναι αλληλένδετες με ηθικές και δεοντολογικές έννοιες. Πώς μπορεί να έχει ήσυχη τη συνείδησή του ο επιστήμονας που δημιουργεί δηλητηριώδεις ουσίες και όπλα μαζικής εξόντωσης;
Αφού συσσώρευσε κολοσσιαία αποθέματα θανατηφόρων όπλων, η ανθρωπότητα έπεσε στην παγίδα της καχυποψίας. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να γλιτώσουμε. Η λογοτεχνία και η τέχνη μπορούν να κάνουν πολλά για να σπάσουν τον πάγο της αποξένωσης ανάμεσα στους λαούς».