Πολωνοσοβιετικός πόλεμος: Πολωνικός και Ουκρανικός εθνικισμός κατά της Επανάστασης
Εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή του εμφυλίου και της δυτικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, Πολωνοί και Ουκρανοί εθνικιστές συμμάχησαν σε μια προσπάθεια εδαφικού ακρωτηριασμού της νεαρής επαναστατικής εξουσίας.
O πολωνοσοβιετικός πόλεμος ξεκίνησε σαν σήμερα το 1919, όταν ο υπήρξε διασταύρωση πυρών μεταξύ Κόκκινου Στρατού και πολωνικών στρατευμάτων υπό το στρατάρχη Γιόζεφ Πιλσούτσκι, μετέπειτα δικτάτορα της Πολωνίας (1926-1935) στη Bjarosa της σημερινής Λευκορωσίας. Το νεοσυσταθέν (1918) μετά από αιώνες αστικό πολωνικό κράτος επεδίωκε να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες εμφυλίου και την ιμπεριαλιστική επέμβαση στα σοβιετικά εδάφη (επίσημα ως γνωστόν η ΕΣΣΔ ιδρύθηκε το 1922), για να αποκαταστήσει τα σύνορα της χώρας όπως ήταν το 1772, όταν πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαμελισμός της Πολωνίας μεταξύ της Αυστριακής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και του βασιλείου της Πρωσίας, τον οποίο ακολούθησαν δύο ακόμα, το 1793 και το 1795. Επιπλέον, ο Πιλσούτσκι στόχευε στη δημιουργία της λεγόμενης Międzymorze, μιας συνομοσπονδίας κρατών-ανάχωμα στην εξάπλωση του μπολσεβικσμού στην οποία θα συμμετείχαν τα εδάφη της Πολωνίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Λιθουανίας. Ως ιστορικό πρότυπο και προπαγανδιστικό εργαλείο χρησίμευε το Πολωνολιθουανικό βασίλειο, το οποίο αρχικά σε δυναστική κι αργότερα σε κρατική μορφή είχε υπάρξει από το 1386 ως το 1791. Στην αρχή ο Πολωνικός στρατός σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, καθώς οι μπολσεβίκοι είχαν να αντιμετωπίσουν τους Λευκούς σε τρία διαφορετικά μέτωπα, πριν αρχίσει τους πρώτους μήνες του 1920 η πλάστιγγα του εμφυλίου να γέρνει οριστικά υπέρ τους. Εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς, ο Πιλσούτσκι ήρθε σε συμφωνία με τον Ουκρανό εθνικιστή (σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης) ηγέτη Σιμόν Πετλιούρα, κι οι ενωμένες πια στρατιωτικές τους δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν το Κίεβο στις 7 Μαϊου. Οι Μπολσεβίκοι ωστόσο αντεπιτέθηκαν γεμάτοι επαναστατικό ενθουσιασμό κατορθώνοντας να φτάσουν ως τα περίχωρα της Βαρσοβίας στις αρχές Αυγούστου. Εκείνη την περίοδο υπήρχε διάχυτη αισιοδοξία πως η προέλαση του Κόκκινου Στρατού θα έφερνε ταν εξάπλωση της επανάστασης προς δυσμάς, με βασικό στόχο βέβαια τη Γερμανία. Όπως γραφόταν σε προκήρυξη του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου “Στη Δύση κρίνεται η μοίρα της παγκόσμιας επανάστασης. Πάνω από το πτώμα της Λευκής Πολωνίας περνά ο δρόμος της παγκόσμιας πυρκαγιάς. Με ξιφολόγχες θα φέρουμε στην εργαζόμενη ανθρωπότητα Ειρήνη κι Ευτυχία”.
Θορυβημένοι οι δυτικοευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, υπό το φάσμα της πιθανής εγκαθίδρυσης σοβιέτ στη Βαρσοβία, απέστειλαν συμβουλευτική στρατιωτική αποστολή υπό το Γάλλο στρατηγό Μαξί Βεϊγκόν, ώστε να σχεδιάσουν από κοινού με τον Πιλσούτσκι την πολωνική αντεπίθεση, η οποία πράγματι στα μέσα του Αυγούστου εξανάγκασε τον Κόκκινο Στρατό σε υποχώρηση. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις διώξεις του εβραϊκού στοιχείου στην εμπόλεμη ζώνη, που συνεχίστηκε στις προσαρτηθείσες από την Πολωνία περιοχές στο μεσοπόλεμο, συχνά και με πρωτοβουλία των Ουκρανών εθνικιστών του Πετλιούρα. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, θύματα πογκρόμ έπεσαν 60.000 άνθρωποι. Τον Οκτώβρη του 1920 υπογράφηκε ανακωχή, ενώ λίγους μήνες αργότερα, στις 18 Μαρτίου 1921 με τη συνθήκη της Ρίγας παραχωρήθηκαν σημαντικά εδάφη της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, η οποία κατά τα λοιπά αναγνωρίστηκε ως σοβιετική δημοκρατία, στην Πολωνία. Τα εδάφη αυτά ανέκτησε η ΕΣΣΔ με το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ το 1939, τροφοδοτώντας έκτοτε την αντισοβιετική προπαγάνδα, που παραβλέπει επιμελώς βέβαια-πέραν της εθνολογικής σύνθεσης των περιοχών- τόσο το γεγονός πως τα σύνορα αυτά (στη λεγόμενη γραμμή Curzon) ήταν εν πολλοίς και τα αρχικώς προβλεπόμενα κατά τη σύσταση του σύγχρονου πολωνικού κράτους, όσο και το ότι Βρετανοί και Αμερικανοί στο Β’ Παγκόσμιου Πόλεμοι αναγνώρισαν το δίκαιο της σοβιετικής πλευράς, επικυρώνοντας τη γραμμή Curzon ως μεταπολεμικό σύνορο της χώρας με την ΕΣΣΔ (που παρέμεινε αμετάβλητο μετά τη διάλυση της Ένωσης σε επιμέρους κράτη) στη Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943.