Ποτέ δεν είναι αργά – Όταν η ιστορική αλήθεια “ρίχνει από τα σύννεφα” αστούς ιστορικούς και δημοσιολόγους
Μα τι λες Βίρνα, έκαψαν οι ναζί το Ράιχσταγκ;
Νέο έγγραφο σχετικά με τον εμπρησμό στο Ράιχσταγκ ενισχύει τη βεβαιότητά μας πως οι αρκούδες χέζουν στο δάσος. Συγκλονισμένοι δηλώνουν αστοί ιστορικοί και δημοσιογράφοι στη Γερμανία και διεθνώς, χωρίς ωστόσο να κλονίζεται ο θεμέλιος λίθος του πιστεύω τους, πως πρόκειται για τα δυο άκρα του κόκκινου και μαύρου φασισμού. Συνεχίζονται λοιπόν άοκνες οι προσπάθειές τους να βγει λάδι ο τελευταίος με την αναψηλάφιση της Δίκης της Νυρεμβέργης κατά προτίμηση.
Ως τότε όμως, μπορούν να παριστάνουν τους έκπληκτους, μπροστά στην αποκάλυψη της μαρτυρίας του τότε μέλους των Ες – Ες, Χανς Μάρτιν Λένινγκ, που έφυγε από τη ζωή το 1962, όχι πριν προλάβει ένορκα να καταθέσει για το ενδεχόμενη της αναψηλάφησης της δίκης του Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, στον οποίο, ως βολικό εξιλαστήριο θύμα, φορτώθηκε η ευθύνη για την εμπρησμό του γερμανικού κοινοβουλίου.
Ο Λένινγκ λοιπόν, υποστηρίζει στην κατάθεση του 1955, πως ο ίδιος προσωπικά οδήγησε με το αυτοκίνητο τον βαν ντερ Λούμπε στο κοινοβούλιο, όπου αντιλήφθηκε πως “κυριαρχούσε μια παράξενη μυρωδιά καμένου, κι ότι αχνά σύννεφα καπνού διαπερνούσαν τα δωμάτια”. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατόν να έχει βάλει ο Ολλανδός τη φωτιά; Και γιατί ο Λένινγκ είχε πάρει εντολή να μεταφέρει στο Ράιχσταγκ τον βαν ντερ Λούμπε;
Έκτοτε, η μαρτυρία αυτή βρισκόταν θαμμένα στα αρχεία του Διοικητικού Δικαστηρίου του Αννόβερου. Δεν ήταν όμως άγνωστο στον πολιτικό αξιωματούχο και ιστοριοδίφη Φριτς Τομπίας, ο οποίος το 1959/60, δημοσίευσε σε 11 μέρη ένα εκτενές αφιέρωμα στην πυρκαγιά, στο περιοδικό “Σπίγκελ”, που υποστήριζε τη θεωρία περί βαν ντερ Λούμπε ως μοναχικού λύκου που έβαλε μόνο του τη φωτιά. Ο ίδιος λοιπόν γνώριζε πολύ καλά την κατάθεση Λένινγκ, απέφυγε όμως συνειδητά να τη συμπεριλάβει στο πόνημά του, καθώς δε βόλευε την εκδοχή του. Το αφήγημα αυτό έγινε ευαγγέλιο στη δημόσια, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικογερμανικής και διεθνούς αστικής ιστοριογραφίας. Αιτία ότι προτιμούσαν να ξεπλύνουν τους ναζί, από το να παραδεχτούν αυτό που από την πρώτη στιγμή φώναζαν οι κομμουνιστές, παραθέτοντας όμως βάσιμα επιχειρήματα, με τα οποία συνειδητά απέφευγαν να αναμετρηθούν ευθέως, ότι δηλαδή επρόκειτο για προβοκάτσια των ναζί, ώστε με το πρόσχημα αυτό να εξαπολυθεί ένα ακόμα σκληρότερο πογκρόμ σε βάρος πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος και πρωτίστως του ΚΚΓ. Για το λόγο αυτό αγνόησαν ακόμα και καταθέσεις πασίγνωστες, σε αντίθεση με αυτή του Λένινγκ, όπως του τότε αξιωματικού της Πολιτικής Αστυνομίας Πρωσίας, Χανς Μπερντ Γκιζέβιους, που στη Δίκη της Νυρεμβέργης κατέθεσε πως υπήρχαν αξιόπιστες ενδείξεις εμπλοκής των ταγμάτων εφόδου στην πυρκαγιά, τις οποίες επιβεβαίωσε και ο πρώτος επικεφαλής της Γκεστάπο, το διάστημα 1933-1934, Ρούντολφ Ντιλς, προσωπικός αντίπαλος του Γκιζέβιους.
Από τους πρώτους που χαιρέτισαν την είδηση, είναι ο Αμερικανός ιστορικός Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, που, από σκοπιά που φυσικά δεν έχει σχέση με τον κομμουνισμό, πολέμησε όσο κανείς από τους λίγους έντιμους αστούς συναδέλφους τους που αμφισβήτησαν κατά καιρούς τον κοινό τόπο περί “μεμονωμένου δράστη”, τους ισχυρισμούς του Τομπίας.
Μπορεί να πει κανείς πως μια μαρτυρία είναι μόνο μια μαρτυρία. Το ερώτημα είναι πόσες από αυτές τις μαρτυρίες και άλλα ντοκουμέντα μένουν τυχαία ή σκόπιμα στην αφάνεια και πόσο αξιόπιστες είναι αυτές οι ιστορικές θεωρήσεις που εδώ και δεκαετίες δεν έχουν μπει στον κόπο να τις αναζητήσουν εξονυχιστικά.