Η προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ – Η Δυτική Γερμανία επίσημα εμπροσθοφυλακή του ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη
Η ενέργεια αυτή έθαβε και τυπικά τις ελπίδες επανένωσης των δύο γερμανικών κρατών, που είχαν ιδρυθεί το 1949.
Σαν σήμερα οριστικοποιείται με εορταστική εκδήλωση στο Ανάκτορο του Chaillot η προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ. Η ενέργεια αυτή έθαβε και τυπικά τις ελπίδες επανένωσης των δύο γερμανικών κρατών, που είχαν ιδρυθεί το 1949. Είχε προηγηθεί το 1952 η απόρριψη του λεγόμενου “Μνημονίου Στάλιν” στις 10/3/1952, με το οποίο είχε προταθεί η ένωση των δύο Γερμανιών, με όρο την αυστηρή ουδετερότητα του νέου κράτους και τη αποχή του από κάθε συνασπισμό ή στρατιωτική συμμαχία. Παρότι η ΕΣΣΔ ήταν διατεθειμένη να “θυσιάσει” την ύπαρξη της σοσιαλιστικής ΓΛΔ προς όφελος μιας στρατιωτικά ουδέτερης ενιαίας Γερμανίας, τόσο οι Δυτικογερμανοί αστοί όσο και οι διεθνείς σύμμαχοί τους δε φαίνονταν καν διατεθειμένοι να συζητήσουν την πρόταση, χαρακτηρίζοντάς την “υποκριτική”. Η κυβέρνηση του πρώτου Δυτικογερμανού καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ είχε από την πρώτη στιγμή της εκλογής της το 1949 εξαγγείλει την πρόθεσή της για στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Εκείνη την εποχή η ΟΔΓ δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητο κράτος, καθώς οι δυτικοί σύμμαχοι έπρεπε να εγκρίνουν τυχόν συνταγματικές αλλαγές, είχαν το δικαίωμα απευθείας άσκησης της εξουσίας αν το έκριναν απαραίτητο, και είχαν τον τελευταίο λόγο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Επίσης, στα πλαίσια της Διάσκεψης του Πότσνταμ το 1945, χάρη και στην επιμονή της ΕΣΣΔ, η χώρα είχε αποστρατιωτικοποιηθεί πλήρως. Η πρόσδεση της ΟΔΓ στο άρμα του ιμπεριαλισμού άνοιγε το ζήτημα του επανεξοπλισμού της χώρας, ώστε να την καταστήσει αιχμή του δόρατος της πολιτικοστρατιωτικής πίεσης στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Το 1954, η ΟΔΓ συνυπέγραψε μαζί με τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία τις Συμφωνίες των Παρισίων, που παραχώρησαν μεγαλύτερη τυπική ανεξαρτησία στην ΟΔΓ, αν και διατηρούνταν δυτικά στρατεύματα στην επικράτεια της χώρας καθώς και το δικαίωμα παρέμβασης των συμμάχων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η πλήρης εφαρμογή των συμφωνιών αυτών στις 5 Μάη 1955 δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την είσοδο της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ, η οποία ολοκληρώθηκε τέσσερις μέρες μετά, επιτρέποντας τη δημιουργία δυτικογερμανικού στρατού. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ ωστόσο, η Δυτική Γερμανία δεν επιτρεπόταν να διαθέτει ξεχωριστό Γενικό Επιτελείο Στρατού, θέτοντας το στρατό της απευθείας υπό νατοϊκή διοίκηση. Τον Ιούνη του 1955 ο χριστιανοδημοκράτης Τέοντρο Μπλανκ έγινε ο πρώτος υπουργός άμυνας της χώρας, ενώ ένα μήνα μετά ιδρύθηκε ο δυτικογερμανικός ομοσπονδιακός στρατός. Ο στρατός αυτός δεν επιτρεπόταν να υπερβαίνει τις 500.000 άνδρες, ενώ η χώρα δεσμευόταν να απέχει από την κατασκευή πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων, ώστε να μην αποτελέσει ποτέ ξανά ανταγωνιστικό κίνδυνο εντός του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Αρχικά ο στρατός ήταν εθελοντικός, στη συνέχεια ωστόσο εισήχθη η υποχρεωτική θητεία, ανεβάζοντας τον αριθμό των ανδρών σε 495.000 ως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η είσοδος στο ΝΑΤΟ και γενικότερα ο δυτικογερμανικός επανεξοπλισμός δεν έγιναν χωρίς αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, καθώς ένα δυναμικό αντιπολεμικό κίνημα, στο οποίο συμμετείχαν δυνάμεις με διαφορετικές πολιτικές αναφορές και μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, προσπάθησε να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ΚΚΓ στις φιλειρηνικές κινητοποιήσεις ήταν εξάλλου ένας από τους βασικούς λόγους που πυροδότησαν την συνταγματική του απαγόρευση ένα χρόνο αργότερα, το 1956.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη συμπερίληψη της ΟΔΓ, ήταν αναμενόμενο να εκληφθεί από τα σοσιαλιστικά κράτη ως μείζων επιθετική κίνηση των ιμπεριαλιστών, προκαλώντας ως ανταπάντηση την επίσπευση των διαδικασιών για την ίδρυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας από 8 κράτη με επικεφαλής την ΕΣΣΔ λίγες μέρες αργότερα, στις 14 Μάη 1955. Τα δυο βασικά στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου είχαν πλέον και διαμορφωθεί πλήρως και σε θεσμικό επίπεδο, ως τη λήξη του τελευταίου με τις ανατροπές της περιόδου 1989-1991.