«Αιώνιοι φίλοι και σύντροφοι…» – Ο Βαγγέλης Σακκάτος αποχαιρετά την Τιτίκα Σαριγκούλη

Η Τιτίκα κράταγε μια τετράγωνη τσάντα, που είχε μέσα δύο περιστέρια, με σκοπό να τα απελευθερώσουμε κατά τη συνάντησή μας μαζί τους. Αλλά η κυβέρνηση και η Ασφάλεια, φοβούμενες συγκέντρωση και διαδηλώσεις, άλλαξε τον προορισμό του καραβιού

Έφυγε και η Τιτίκα… «η αγαπημένη ηθοποιός»

(Τιτίκα Σαριγκούλη, 1934-2021)

Μετά την «επιτυχία» των γενικών δοκιμών των αμερικανικών ναπάλμ στο Βίτσι και στο Γράμμο κατά του ΔΣΕ, προετοιμασία για το νέο μεγάλο έγκλημα του Βιετνάμ, με το οκέι της αστικής εμφυλιοπολεμικής κυβέρνησης Φιλελευθέρων – Λαϊκών Θ. Σοφούλη και Κ. Τσαλδάρη το 1949, με εκτελεστικά οργανέτα τους, τους Τσακαλώτο, Παπάγο και CIA, τελείωσε, υποτίθεται και τυπικά με ήττα για το κίνημα, ο εμφύλιος.

Οι συνέπειες της Συμφωνίας της Βάρκιζας που υπογράφτηκε εκεί στις 12.02.1945, από τους Γ. Σιάντο, Δ. Παρτσαλίδη και Η. Τσιριμώκο από το ΕΑΜ και από κυβερνητικής πλευράς (κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα) από τον εξουσιοδοτημένο υπουργό της επί των εξωτερικών και πρόεδρο της συνδιάσκεψης Ιωάννη Σοφιανόπουλο, ήταν καταστροφικές για το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα. Αυτή αμνήστευε τους ηθικούς αυτουργούς (την ηγεσία), αλλά όχι και τους φυσικούς αυτουργούς. Δηλαδή παράδινε τον κόσμο της Αντίστασης στην αφηνιασμένη ταγματασφαλίτικη και όχι μόνο, αντεπανάσταση, η οποία είχε επιδοθεί σε μαζικές δολοφονίες κρατουμένων χωρίς καμιά απόφαση – στην Κόρινθο, στην Τρίπολη, στην Καλαμάτα, στο Γύθειο και γενικά σε ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο.

Έτσι, ο κόσμος ξαναπήρε πάλι τα βουνά, για να γλιτώσει από τις σφαγές, αυτοαμυνόμενος, εξέλιξη που φυσιολογικά κατέληξε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, τον εμφύλιο και το δεύτερο αντάρτικο τα προκάλεσε αποκλειστικά μετά τη Βάρκιζα και διά της Βάρκιζας, η άγρια, μαζική και αιματηρότατη τρομοκρατία της ελληνικής αντεπανάστασης, που είχε αφηνιάσει. Όλα τ’ άλλα ήταν παρεπόμενα.

Τα πολλά δεσμωτήρια που έχει κληρονομήσει το νεοελληνικό κράτος από τους παλιότερους κατόχους, όπως και τα νησιά της εξορίας γεμίσανε κόσμο. Ό,τι πιο ζωντανό και ελπιδοφόρο διέθετε τότε η χώρα και η ελληνική κοινωνία, βρέθηκε σιδεροδέσμιο σ’ αυτά τα κάτεργα και στα ξερονήσια, όσοι δεν δολοφονηθήκανε από τις εγκληματικές αντεπαναστατικές, φασιστικές ορδές των ταγματασφαλιτών, των χιτών, των Σούρλιδων, των Παπαδόπουλων, του Κιλκίς, των Τσαούς Αντών, των Βέριδων και των Γάκιδων, βρεθήκανε για δεκαετίες στην προσφυγιά της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ.

Στις 5 του Μάρτη 1950 γίνανε εκλογές. Ως τότε τα έκτακτα στρατοδικεία τους δουλεύανε στο φουλ με απειράριθμα θύματα, εκτελεσμένους. Αν και καταργήθηκε το Γ’ Ψήφισμα, που προάσπιζε το καθεστώς από ανατροπή και που είχε ψηφιστεί το 1947 μόνο με 134 ψήφους στους 354 της τότε Βουλής, 192 αποχές και 28 κατά, ενώ ο ΑΝ.509 του 1947, που ήταν επί το αυστηρότερο, τροποποίηση από πλημμέλημα σε κακούργημα του Ν.4229 του 1929 «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος», του περίφημου Ιδιώνυμου του Βενιζέλου, εξακολούθησε να ισχύει, παρά την κατάργηση των έκτακτων στρατοδικείων. Τον εφάρμοζαν και τα τακτικά στρατοδικεία και εν απουσία τους τα πενταμελή Εφετεία, ενώ μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, είχανε «οργιάσει» και τα κακουργοδικεία της, που και αυτά «φάγανε» όχι και λίγους «φυσικούς αυτουργούς». Η «ταρίφα» του Ιδιώνυμου για απεργούς παλιά ήταν «δύο χρόνια φυλακή και δύο εξορία», που με τη φυματίωση που θέριζε τότε και με την πείνα, συνήθως σήμαινε θάνατο. Έτσι, με απλό πλημμέλημα, εξοντώνονταν η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αλλά τώρα είχε γίνει κακούργημα: «Οι διά παντός μέσου επιδιώκοντες την ανατροπήν του πολιτεύματος και του κρατούντος κοινωνικού συστήματος και την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας» τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες έχουμε στις 5.3.1950 τις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά το φιάσκο του 1946. Τότε σχηματίστηκε μια συνεργασία της Αριστεράς κάτω από το τίτλο «Δημοκρατική Παράταξη», που αποτελέστηκε από την Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών, του γνωστού μας και από τη Βάρκιζα Ιωάννη Σοφιανόπουλου, το Κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων του στρατηγού Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ και ήταν και εθνοσύμβουλος στους Κορυσχάδες και το Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Α. Σβώλο και Γ. Γραμματέα τον Η. Τσιριμώκο, που ο πρώτος ήταν πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) (κυβέρνηση του βουνού) και ο δεύτερος Γραμματέας Δικαιοσύνης.

Η Δ.Π. κάτω από το σύνθημα «Ειρήνη – Δημοκρατία – Αμνηστία» έβαλε υποψηφιότητα σε κάποιες μεγάλες περιφέρειες και έβγαλε 18 βουλευτές. Αυτοί ανήκαν: 5 στο Κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων, 5 στην Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών και 8 στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΛΔ.

Μια αφίσα με το παραπάνω σύνθημα με οδήγησε στη Στοά Πεσμαζόγλου, Πανεπιστημίου 39, που ήταν το ΣΚ-ΕΛΔ και η εφημερίδα «Μάχη», που τότε έβγαινε καθημερινή, ως όργανο της παράταξης και εγώ έχοντας δεσμώτες την αδελφή μου και τον άντρα της, την πρώτη πολλά χρόνια εξορία και τον άνδρα της -διοικητή του ΕΛΑΣ στη μάχη του Μακρυγιάννη- έξι φορές ισόβια, πήγα εκεί για να βοηθήσω στις εκλογές, να πάρει η Αριστερά δύναμη για ν’ απελευθερωθούνε οι κρατούμενοι.

Εκεί γνωρίστηκα με αρκετούς Αριστερούς Νεολαίους, κυρίως φοιτητές.

Δεδομένου ότι το ΚΚΕ ήταν «εκτός νόμου», αυτοί οι Νεολαίοι μπαίνανε στις Νεολαίες των άλλων Κομμάτων της Δ.Π.

Παρά τις εκλογές, η νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση Πλαστήρα, της ΕΠΕΚ, δεν είχε συντελέσει σοβαρά στην κάποια ομαλοποίηση της κατάστασης.

Αμέσως μετά τις εκλογές στις 5 του Μάρτη 1950, ιδρύεται η ΠΕΟΠΕΦ (Πανελλήνια Ενωση Οικογενειών Πολιτικών Εξορίστων και Φυλακισμένων). Το καταστατικό της το σύνταξε ο αείμνηστος Ευάγγελος Μαχαίρας, που τότε ξεκίνησε από τη «Μάχη» και τον αγώνα για την κατάργηση της Μακρονήσου. Ήμουν και εγώ εκεί, στη Σοσιαλιστική Νεολαία και στη «Μάχη», από την οποία τότε και από τα «Ελεύθερα Συνδικάτα» του Δημήτρη Στρατή, είχα αρχίσει να δημοσιογραφώ. Τότε είχαμε κάθε μέρα δικαστήρια για τα γραφόμενα της «Μάχης» για τη Μακρόνησο. Η αίθουσα σύνταξης της «Μάχης» στον πρώτο όροφο της Στοάς Πεσμαζόγλου αποτέλεσε και την προσωρινή έδρα και την διεύθυνση της ΠΕΟΠΕΦ.

Μέλη της ήταν συγγενείς, κυρίως μητέρες και γυναίκες γνωστών αγωνιστών, όπως η Τασία Γλέζου, η Μαρία Μουρατίδου, η Προβελλεγίου, η Ζαχαράτου, η Καλλισθένη Σμπαρούνη – Κύρκου και πολλές άλλες. Εκεί πρωτογνωριστήκαμε και με την Τιτίκα. Ήμουν 20 χρονών και αυτή 16.

Ερχόταν με μια φίλη της και συμμαθήτριά της απ’ το Γυμνάσιο. Φορούσανε συνήθως μπλε φούστες και λευκές μπλούζες. Η συνηθισμένη αμφίεση των μαθητριών τότε.

Εκείνον τον καιρό ο Χρηστάκος, αριστερός Ζακύνθιος δικηγόρος, στις 17.08.1950 είχε εκδώσει τον «Δημοκρατικό», καθημερινή αριστερή εφημερίδα. Παράλληλα, γίνονταν προσπάθειες για την ίδρυση της ΕΔΑ, από τον παλιό σοσιαλιστή γιατρό Γιάννη Πασαλίδη, γέρο πια, που είχε κατέβει γι’ αυτό από τη Θεσσαλονίκη. Τότε είχε εμφανιστεί στην Αθήνα και στη «Μάχη» και ο ΕΑΜικός μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ. Ο άλλος ήταν της Αττικής.

Παραμονές των γιορτών, τον Δεκέμβρη του 1950, η ΠΕΟΠΕΦ έκαμε έκκληση από τον «Δημοκρατικό», να μην ξεχνάμε τους εξόριστους και τους φυλακισμένους αγωνιστές χρονιάρες μέρες. Και η αίθουσα σύνταξης της «Μάχης» γέμισε «του κόσμου τα καλά», που έφερναν για τους δεσμώτες.

Εγώ, η Τιτίκα και δυο τρεις άλλοι Νεολαίοι ακόμα, κάναμε ένα συνεργείο, πακετάραμε τα πράγματα και τα στέλναμε δέματα στις φυλακές και στις εξορίες, σε ονόματα και διευθύνσεις που μας έδινε το ΔΣ της ΠΕΟΠΕΦ και συγκεκριμένα η γραμματέας του Μαρία Μουρατίδου. Και μετά τα φορτωνόμαστε στην πλάτη και μέχρι αργά το βράδυ τα κουβαλάγαμε στα ταχυδρομεία. Η Τιτίκα είχε βάλει κάποιες φορές τη διεύθυνση του σπιτιού της ως αποστολέα. Αλλά οι ανθρωποφύλακες των στρατοπέδων και των φυλακών, πολλές φορές δεν δεχότανε τα δέματα και τα γυρίζανε πίσω. Και τότε η Τιτίκα είχε προβλήματα με το σπίτι της. Εγώ έβαζα για αποστολέα τη διεύθυνση της «Μάχης».

Τότε στην ΠΕΟΠΕΦ καταλήγανε και αδειούχοι εξόριστοι από τη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη και άλλα νησιά.

Κάποιους απ’ αυτούς τους πηγαίναμε δωρεάν στη Λυρική και βλέπανε οπερέτες του Σακελλαρίδη, «Τα παραπήγματα», τον «Βαφτιστικό» κ.λπ. Μας έβαζε μέσα ο καφετζής της Λυρικής Σπύρος Βάγιας που ήταν δικός μας.

Ως αδειούχο εξόριστο πήγαμε μ’ αυτόν τον τρόπο στη Λυρική και τον μετέπειτα εκδότη της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσο Τεγόπουλο. Κάποιοι μάλιστα από τους επισκέπτες διανυχτερεύανε στα γραφεία της σύνταξης της «Μάχης» και του ΣΚ-ΕΛΔ, όταν αυτή έπαψε να βγαίνει καθημερινή.

Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η Νεολαία της ΕΔΑ, η ΕΔΝΕ (Ενιαία Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας) που έβγαζε και την εβδομαδιαία εφημερίδα “Φρουροί της Ειρήνης”.

Μια ομάδα Νεολαίων από τη Σοσιαλιστική Νεολαία είχαμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στην ΕΔΝΕ. Όμως η κυβέρνηση Πλαστήρα απαγόρευσε το “Δημοκρατικό” του Χρηστάκου. Στο μεταξύ, η ιδρυθείσα ΕΔΑ έβγαλε την καθημερινή εφημερίδα “Δημοκρατική”, με διευθυντή τον Κώστα Γαβριλίδη, αδειούχο εξόριστο από τη Μακρόνησο και αρχηγό του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα απαγόρευσε και έκλεισε τη “Δημοκρατική” και διέλυσε την ΕΔΝΕ και την ΠΕΟΠΕΦ. Ετσι δεν έγινε και η προσχώρηση των Νεολαίων της Σ.Ν. στην ΕΔΝΕ. Τότε, ο πρόεδρος της ΕΔΑ Γιάννης Πασαλίδης είπε: «Και τώρα θα βγάλουμε “Το Δημοκρατικό”».

Την Πρωτοχρονιά του 1952, εγώ, η Τιτίκα και ο Σταυρόπουλος επισκεφτήκαμε τους φυλακισμένους των φυλακών Αβέρωφ και είδαμε τον Μανώλη Γλέζο και τον Λεωνίδα Κύρκο.

Τότε και ο Μενέλαος Λουντέμης, αδειούχος εξόριστος από τη Μακρόνησο, κάθισε στο σκαμνί του Α’ Τριμελούς για το βιβλίο του “Τα πλοία δεν άραξαν”, που ήταν, λέει, επαναστατικό. Ξενυχτήσαμε και εκεί κάποια βράδια. Και όταν ο δικηγόρος του διάβασε τους στίχους του Παλαμά από τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”: «Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων», ρωτώντας έναν αστυνομικό μάρτυρα αν αυτοί οι στίχοι είναι επαναστατικοί, ο πρόεδρος του δικαστηρίου απάντησε: «Του ιδίου φυράματος, του ιδίου φυράματος είναι και αυτός με τον κύριο Λουντέμη»! Και έγινε χαμός!

Στις δίκες του Μπελογιάννη και των συντρόφων του είμαστε διαρκώς εκεί. Γινόταν στο Αρσάκειο, στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, επί της Πανεπιστημίου, εκεί που είναι σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και μετά τις καταδίκες τους μετείχαμε μαζί με τη μάνα του Μπελογιάννη και τις μανάδες των άλλων μελλοθάνατων σε διαμαρτυρίες στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να μη γίνουν οι εκτελέσεις. Τελικά οι εκτελέσεις γίνανε στις 30.03.1952, ημέρα των γενεθλίων μου, στου Γουδή, Κυριακή ξημέρωμα, υπό το φως των προβολέων των φορτηγών αυτοκινήτων που τους μεταφέρανε από τις φυλακές της Καλλιθέας.

Οι εκτελεσθέντες: Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος και Δημήτρης Μπάτσης.

Έγινε γνωστό, πως στην εκτέλεσή τους τον αισχρότερο ρόλο τον έπαιξε ο τότε υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα Κωνσταντίνος Ρέντης. Αλλά και του Γ. Καρτάλη ο ρόλος ήταν απαράδεκτος.

Μετά έχουμε τη σύλληψη και εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη.

Αργότερα, όταν η αδελφή μου Μαρία Κυριακίδη, το γένος Δ. Σακκάτου, που ήταν ανήλικη, το 1942, στις πρώτες ένοπλες ομάδες του ΕΛΑΣ της Αθήνας και είχε συλληφθεί με τις συλλήψεις του Ζέρβα το 1947, όταν βγήκε, ύστερα από 8 χρόνια εξορία, το 1954, ίδρυσε νέο σωματείο των οικογενειών και συγγενών των εξορίστων και φυλακισμένων: Τον “Παναθηναϊκό Σύλλογο Οικογενειών Εξορίστων και Φυλακισμένων”. Αργότερα εκλέχτηκε και στη ΔΕ της ΕΔΑ. Ο άντρας της ήταν δικασμένος 6 φορές ισόβια και έμεινε στη φυλακή 16 χρόνια. Από το 1947 έως το 1964. Η Μαρία ξαναπιάστηκε στη χούντα και έμεινε φυλακισμένη σχεδόν όλη τη διάρκειά της στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού στην Κρήτη.

Όταν το 1951, στις τότε εκλογές είχανε εκλεγεί βουλευτές κρατούμενοι, ηγετικά πρόσωπα της Αριστεράς, όπως ο Σαράφης, ο Γλέζος και κάποιοι άλλοι και θα έρχονταν με κάποιο καράβι στον Πειραιά, πήγαμε εκεί, εγώ, η Τιτίκα και Θεόδωρος Σταυρόπουλος για να τους υποδεχτούμε.

Η Τιτίκα κράταγε μια τετράγωνη τσάντα, που είχε μέσα δύο περιστέρια, με σκοπό να τα απελευθερώσουμε κατά τη συνάντησή μας μαζί τους. Αλλά η κυβέρνηση και η Ασφάλεια, φοβούμενες συγκέντρωση και διαδηλώσεις, άλλαξε τον προορισμό του καραβιού και το υποχρέωσαν να πάει στη Ραφήνα για να τους αποβιβάσει. Και συμπληρωματικά, το εκλογοδικείο δεν ανακήρυξε τους εξόριστους βουλευτές της Αριστεράς.

Στα πέτρινα χρόνια της 10ετίας του 1950, συνέβαιναν, σαν συνέχεια του εμφύλιου και σαν υπολείμματά του, τα πλέον απίθανα. Εξακολουθούσαν να γίνονται εκτελέσεις από απίθανες αφορμές. Στην αρχή αυτής της 10ετίας (05.03.1951), το Έκτακτο Στρατοδικείο δολοφόνησε δικαστικά στη Θεσσαλονίκη τον παγκρατιώτη, παλιό εξόριστο, 23 χρονών, Νίκο Νικηφορίδη, γιατί μάζευε υπογραφές για την Ειρήνη κάτω από την έκκληση της Στοκχόλμης, μαζί με άλλα 6 νεαρά παιδιά, αιχμάλωτους αντάρτες από τη Χαλκιδική. Προηγούμενα το θύμα πιθανώς είχε περάσει και από την ΠΕΟΠΕΦ και ίσως είχαμε ειδωθεί.

Στις 22.01.1951 εκτελούνται στου Γουδή οι στρατιώτες Σταύρος Κασσάνδρας και Νίκος Πίτακας, καταδικασμένοι από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας για “έσχατη προδοσία”, επειδή αρνηθήκανε να πάνε να πολεμήσουνε στην Κορέα, όπως γράφει και ο “Ριζοσπάστης” στις 22.01.2021 στο “Σαν σήμερα”.

Το 1954 ο Δημήτρης Κανάκης πιάστηκε από την Ασφάλεια και εξαφανίστηκε. Το 1955 ο Χρήστος Καρανταής πιάστηκε από την Ασφάλεια, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1955. Βλέπε σχετικά και “Ριζοσπάστη” στο “Σαν σήμερα”.

Αν και τα έκτακτα στρατοδικεία ως τις εκλογές στις 5.03.1950 “δουλεύανε” στο φουλ, μετά και σ’ όλη τη δεκαετία του ’50 δεν σταματήσανε ποτέ πλήρως. Αλλά ήταν και τα τακτικά στρατοδικεία και τα πενταμελή Εφετεία, που τα αντικαθιστούσαν όπου αυτά δεν υπήρχαν. Έτσι δεν χανότανε το “κλίμα” της εμφυλιοπολεμικής ανασφάλειας και του φόβου. Της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, που καταλήξανε και στις εκλογές της βίας και νοθείας του 1961 που ψηφίσανε και τα δέντρα. Και είχαμε και δύο φόνους, ενός στρατιώτη και ενός ακόμα αριστερού Νεολαίου στη διάρκειά τους, του Διονύση Κερπινιώτη και του Στέφανου Βελδεμίρη. Στον δεύτερο έχει γράψει ποίημα και ο Ρίτσος. (Βλέπε και “Κ.Ρ.” από 27-28.02.2021, σελ.24). Αυτά στις πέτρινες 10ετίες του ’50 και του ’60. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και σ’ αυτές τις συνθήκες, παλέψαμε τότε με την Τιτίκα και γίναμε αιώνιοι φίλοι και σύντροφοι.

Μετά, προς τα τέλη του 1953 εγώ στρατεύθηκα και στο τέλος της θητείας μου φυλακίστηκα για πολιτικούς λόγους, παίρνοντας απολυτήριο στρατού από τις Στρατιωτικές Φυλακές Ιωαννίνων (Βλέπε και σχετικό βιβλίο μου: “Στρατιώτης Β’ κατηγορίας Επικίνδυνος Γ’ κατηγορίας”. Εκδόσεις “Δρόμων”, 2008 – 2η έκδοση).

Την Τιτίκα την ξαναβρήκα μετά από 32 χρόνια στο εξωτερικό, από τα οποία 8 χρόνια πολιτικός πρόσφυγας τον καιρό της χούντας και της προχούντας, μετά το 1996 στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, φτασμένη και πετυχημένη ηθοποιό και συγγραφέα. Από τότε την έβλεπα τακτικά. Καθόμαστε πάντα μαζί, δίπλα-δίπλα, στα μπροστινά καθίσματα, στο αριστερό μέρος της αίθουσας στις εκδηλώσεις και στις συνελεύσεις. Λόγω μακράς απουσίας μου από τη χώρα, δεν έχω παρακολουθήσει συστηματικά την καλλιτεχνική πορεία της, αλλά μόνο ενδεικτικά.

Η Τιτίκα ήταν εξαίρετη και λαμπρή καλλιτέχνης και συγγραφέας, γνήσια αγωνίστρια, σπάνιος άνθρωπος, ακριβή φίλη.

Εφυγε μέσα στο χαμό της πανδημίας, σε συνθήκες που δεν επέτρεψαν ούτε καν την κηδεία που της άξιζε.

Ας είναι αιωνία της η μνήμη.

Δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ.

Βαγγέλης Σακκάτος
Συγγραφέας – Δημοσιογράφος
902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: