Αλέξανδρος Παπάγος – Ο “στρατάρχης” που εκτέλεσε τον Πλουμπίδη.
Μολονότι η πρωθυπουργία του στρατάρχη αποδείχτηκε σύντομη, έθεσε τα θεμέλια για την κυριαρχία της δεξιάς παράταξης για μία και πλέον δεκαετία.
«Με την ψήφο σας κάντε την ερχοµένη Κυριακή, 16 Νοεµβρίου 1952, µια ηµέρα ιστορική, µια ηµέρα νίκης των Εθνικών δυνάµεων. Μια ηµέρα νίκης του Στρατάρχου. Να γιατί πρέπει να ψηφίσοµεν Παπάγον…». Αυτό ακούγεται να λέγεται από τα μεγάφωνου ενός τρίκυκλου με καρότσα σε μια σκηνή από το “Θίασο” του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, αποτυπώνοντας πιστά το κλίμα της εποχής. Μολονότι η πρωθυπουργία του στρατάρχη αποδείχτηκε σύντομη, έθεσε τα θεμέλια για την κυριαρχία της δεξιάς παράταξης για μία και πλέον δεκαετία, ενώ επί θητείας του λήφθηκαν και σημαντικές αποφάσεις σε εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα, που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Γεννήθηκε στις 9 Δεκέμβρη 1883 σε μεγαλοαστική οικογένεια με στρατιωτική παράδοση, καθώς ο πατέρας του ήταν αντιστράτηγος και η μητέρα του ανιψιά του “εθνικού ευεργέτη” Γεωργίου Αβέρωφ.
Γράφτηκε στη Νομική σχολή, την οποία σύντομα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Φοίτησε σε στρατιωτικές σχολές των Βρυξελλών και της Υπρ, καθώς λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας δε γινόταν να εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1906 ξεκίνησε να υπηρετεί στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπίλαρχος και συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Λόγω των φιλοβασιλικών του φρονημάτων αποστρατεύτηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε από τους Βενιζελικούς στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 ανακλήθηκε ως αντισυνταγματάρχης και συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε εκ νέου μετά το κίνημα του Πλαστήρα το 1922 την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής, για να επανέλθει τελικά το 1926, φτάνοντας ως το 1935 το βαθμό του αντιστράτηγου.
Πρωταγωνίστησε στο κίνημα του Κονδύλη την ίδια χρονιά αναλαμβάνοντας υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνησή του και μεταφέροντας προσωπικά στο βασιλιά Γεώργιο Β’ την πρόσκληση της επιστροφής του μετά το νόθο δημοψήφισμα υπέρ της παλινόρθωσης. Εξίσου ενεργός ήταν ο ρόλος του και στην επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, κι ως αντάλλαγμα ανέλαβε την αρχηγία του στρατεύματος. Ως αρχιστράτηγος του στρατηγού ξηράς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο του ’40, παραμένοντας στη θέση του ως τις 23 Απρίλη 1941, όταν και παραιτήθηκε, αρνούμενος να ακολουθήσει την πολιτική συνθηκολόγησης του στρατηγού Τσολάκογλου με τους Γερμανούς. Ηγήθηκε συνωμοτικής οργάνωσης με τον τίτλο Στρατιωτική Ιεραρχία, λόγος για τον οποίο συνελήφθη από του κατακτητές και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Σάξενχάουζεν. Εκεί ανήκε στους “επίτιμους κρατούμενους του Φύρερ”, μαζί με πολλά άλλα πρόσωπα, όπως το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο, διάφορους ευγενείς και μεγαλοβιομηχάνους, αλλά και το Γάλλο σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργό Λεόν Μπλούμ, οι οποίοι είχαν συγκριτικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. λόγω της προσδοκίας των ναζί πως θα μπορούσαν να τους αξιοποιήσουν ως ομήρους για απόσπαση ανταλλαγών με δικούς τους αιχμαλώτους.
Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου κι αρχικά αποστρατεύτηκε. Το κύρος του στο αστικό στρατόπεδο και η πολεμική του εμπειρία είχαν ως αποτέλεσμα να του ανατεθεί από τον κεντρώο πρωθυπουργό Σοφούλη η αρχιστρατηγία του Εθνικού Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας με πρακτικά δικτατορικές εξουσίας στις αρχές του 1949. Παρότι ήδη η πλάστιγγα είχε γείρει σε βάρος του ΔΣΕ κι ενώ η αμερικανική βοήθεια έρρεε αμείωτη, η παρέμβαση του Παπάγου στο στράτευμα πράγματι συνέβαλε στην επιτάχυνση της επικράτησης του ΕΣ, λόγος για τον οποίο του απονεμήθηκε -για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία- ο τίτλο του “στρατάρχη” από το βασιλιά Παύλο.
Αμέσως μετά τον εμφύλιο, ο Παπάγος συνέχισε να ασχολείται με το στράτευμα, συμβάλλοντας στη δημιουργία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του ΓΕΕΘΑ, πρώτος αρχηγός του οποίου υπήρξε. Οι φιλοδοξίες του στρατάρχη όμως δεν περιορίστηκαν εκεί. Έχοντας στο πλευρό του ισχυρό τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, όπως εκφραζόταν κι από τις εκδοτικές ναυαρχίδες της ¨Καθημερινής”, της “Εστίας” και του “Βήματος”, αλλά κυρίως τον Αμερικανικό παράγοντα, ο Παπάγος ήταν έτοιμος να κατέλθει πλέον στον κεντρικό πολιτικό στίβο. Οι ΗΠΑ, που στο μεγαλύτερο μέρος του εμφυλίου, αλλά και τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά τη λήξη του, ενθάρρυναν ή ανέχονταν κεντρώες κυβερνήσεις, θέλοντας να δώσουν ένα “δημοκρατικότερο” προσωπείο στο τσάκισμα του ΔΣΕ και του κομμουνιστικού κινήματος συνολικά, δεν εμπιστεύονταν πλέον τον κατακερματισμένο κομματικά και ασταθή κατά τη γνώμη τους κεντρώο χώρο, κρίνοντας πως είχε έρθει η ώρα για ένα ισχυρό, ενιαίο δεξιό πολιτικό σχήμα, που θα αναπαρήγαγε χωρίς καμία ταλάντευση το κράτος των νικητών.
Μοναδικό αγκάθι ήταν η κάθετη εναντίωση των ανακτόρων στα σχέδια του Παπάγου, λόγω του φόβου πως έτσι υποβαθμίζονταν ο ρόλος τους στη νομή της εξουσίας και η θέησ τους ως προνομιακού συνομιλητή των Αμερικανών στη χώρα. Όταν ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του το Μάη του 1951 στο Σοφούλη, ο βασιλιάς Παύλος έδωσε εντολή στον στρατηγό Τσακαλώτο να τον συλλάβει, κάτι που εκείνος αρνήθηκε να κάνει. Την ίδια μέρα σημειώθηκε η απόπειρα πραξικοπήματος του ΙΔΕΑ, οργάνωσης που ελεγχόταν από τον Παπάγο. Εκείνος “νουθέτησε” τους επίδοξους κινηματίες, κάνοντας επίδειξη δύναμης, φροντίζοντας μετέπειτα ουδείς τους να λογοδοτήσει για την πράξη τους.
Το νέο πολιτικό κόμμα ονομάστηκε Ελληνικός Συναγερμός, στα πρότυπα του αντίστοιχου γκωλικού κόμματος στη Γαλλία, και στις εκλογές του 1951 ήλθε πρώτο κόμμα με 36,53%, δίχως όμως να συγκεντρώσει την πλειοψηφία που χρειαζόταν για να γίνει κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών παρά τον φιλοατλαντικό προσανατολισμό της, κάτι που γινόταν σαφές κι από τις διαρκείς απροκάλυπτες δημόσιες παρεμβάσεις του πρέσβη Πιουριφόι, και με σοβαρούς εσωτερικούς κλυδωνισμούς μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, προκήρυξε εκλογές για τις 16 Νοέμβρη 1952, με το πλειοψηφικό σύστημα, κατ’απαίτηση των ΗΠΑ. Ο Ελληνικός Συναγερμός συγκέντρωσε το θριαμβευτικό 49,22% των ψήφων κι απέσπασε τα 5/6 των εδρών περίπου.
Η διακυβέρνηση Παπάγου όπως αναμενόταν είχε έντονα αντικομμουνιστικά και αντιλαϊκά χαρακτηριστικά. Παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις για “λήθη”, χιλιάδες κομμουνιστές παρέμειναν εξόριστοι ή φυλακισμένοι ενώ εξαπολύονταν και νέες διώξεις. Αποκορύφωμα ήταν φυσικά η εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη το 1954. Η δημιουργία της ΚΥΠ, που ακόμα και στο όνομα αντέγραψε τη CIA, είχε επίσης ως βασική αποστολή την παρακολούθηση και καταστολή του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος. Πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ, ο Παπάγος κι η κυβέρνησή του προχώρησαν στη συμφωνία εγκατάστασεων των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής το βασικότερο γεγονός της θητείας του υπήρξε η υποτίμηση της δραχμής από τον τότε υπουργό οικονομικών Σπύρο Μαρκεζίνη, που τσάκισε τα λαϊκά εισοδήματα και τους μικροαποταμιευτές, δίνοντας όμως σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και το λεγόμενο “ελληνικό θαύμα”. Την ίδια περίοδο εξάλλου τέθηκαν οι βάσεις για τα πρώτα έργα αστικού εκσυγχρονισμού και προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου με ευνοϊκούς όρους που θα γινόταν σήμα κατατεθέν της κυβέρνησης του διαδόχου του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Έφυγε από τη ζωή μετά από σύντομη ασθένεια σαν σήμερα το 1955, με ανοιχτά κρίσιμα ζητήματα όπως το Κυπριακό και νωπά τα γεγονότα των Σεπτεμβριανών στην Κωνσταντινούπολη. Η κρίση διαδοχής στο κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, λύθηκε με αιφνιδιαστικό τρόπο από το βασιλιά Παύλο, που, παραγκωνίζοντας τους δελφίνους Κανελλόπουλο και Στεφανόπουλο, έδωσε το πρωθυπουργικό χρίσμα στον υπουργό υποδομών ως τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ένα νέο κεφάλαιο άνοιγε για τη χώρα και τη δεξιά παράταξη, που πατούσε όμως στα χνάρια που είχε αφήσει ο στρατάρχης.