Αλέξης Ζορμπάς- Ο άνθρωπος πίσω από τον κυκλώνα
Η γνωριμία του με το Ζορμπά άσκησε καθοριστική επίδραση πάνω στον Καζαντζάκη που συνήθιζε να τον μνημονεύει μαζί με τον Όμηρο, το Βούδα, τον Νίτσε και τον Μπερξόν ως σημαντικότερες επιρροές πάνω του.
Μπορεί ο κυκλώνας “Ζορμπάς” να αποδείχθηκε, παρά τα προβλήματα που προκάλεσε, ηπιότερος των αρχικών προβλέψεων, έγινε όμως η αφορμή να ξαναθυμηθούμε την ιστορία πίσω από τον πραγματικό Αλέξη ή μάλλον Γιώργο Ζορμπά, που κατέκτησε την υφήλιο με το πρόσωπο του Άντονι Κουίν τη δεκαετία του ’60. Βάση της περίφημης ταινίας, που καθιέρωσε το συρτάκι ως σήμα κατατεθέν της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, ήταν βέβαια το διάσημο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, που αφηγείται την ιστορία μιας αντισυμβατικής και ασυνήθιστης φιλίας δυο φαινομενικά αταίριαστων ανδρών.
Ο Γιώργος Ζορμπάς καταγόταν από ένα χωριό κοντά στην Κατερίνη, τον Κολινδρό Πιερίας και γεννήθηκε το 1865. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια ενός τσέλιγκα κι αργότερα εργάστηκε ως μεταλλωρύχως στην Χαλκιδική, όπου παντρεύτηκε με την Ελένη Καλκούνη, κόρη ενός αρχιεργάτη του μεταλλείου, με την οποία απέκτησαν 12 παιδιά, από τα οποία έζησαν τα 7.
Αποφασισμένος μετά το θάνατο της συζύγου του να γίνει μοναχός, ο Ζορμπάς πήγε στο Άγιο Όρος, όπου γνωρίστηκε με τον Κρητικό συγγραφέα. Συνέλαβαν την ιδέα να εκμεταλλευτούν τα ορυχεία της Πράστοβας στη Μεσσηνιακή Μάνη, ιδέα που κατέληξε σε ναυάγιο το 1918, μετά από δύο χρόνια λειτουργίας.
Η γνωριμία του με το Ζορμπά άσκησε καθοριστική επίδραση πάνω στον Καζαντζάκη που συνήθιζε να τον μνημονεύει μαζί με τον Όμηρο, το Βούδα, τον Νίτσε και τον Μπερξόν ως σημαντικότερες επιρροές πάνω του. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά “Ο Ζορμπάς με έμαθε να αγαπάω τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο”.
Ο εσωστρεφής Καζαντζάκης εντυπωσιάστηκε από αυτόν τον “εξαίσιο φαγά, πιοτή, δουλεφταρά κι αλήτη”, που είχε κάνει αμέτρητες δουλειές, ανάμεσά τους εκείνη του παίχτη σαντουριού και του λαθρεμπόρου, κι είχε ταξιδέψει σε όλα τα Βαλκάνια και τη Νότια Ρωσία.
Το 1919, όταν ο Καζαντζάκης διορίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως υπεύθυνος για τον επαναπατρισμό ομογενών από τη Ρωσία μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, εκείνος έστειλε επιστολή στο Ζορμπά για να τον συνοδεύσει. Εκείνος πράγματι ανταποκρίθηκε και μαζί με μια πολυμελή αποστολή έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα, επαναπατρίζοντας τελικά 150.000 άτομα, που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και τη Μακεδονία. Έκτοτε οι δυο φίλοι δεν συναντήθηκαν ξανά.
Μετέβη στη Νις της Σερβίας και στη συνέχεια στα Σκόπια στη σημερινή ΠΓΔΜ, όπου συνέχισε τις εξορυκτικές του δραστηριότητες, ωστόσο η κατάσχεση των ορυχείων από τους ναζί στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι κακουχίες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμά το θάνατό του το 1941.
Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε την ίδια χρονιά να γράφει το έργο του, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1946. Αφορμή ήταν η είδηση του θανάτου του παλιού του φίλου, που τον βρήκε στην Αίγινα, όπου είχε εγκατασταθεί τότε. “Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο, γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα. Το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε […] Έκλεισα τα μάτια κι ένιωθα αργά, ζεστά, να κυλούν στα μάγουλά μου τα δάκρυα…” έγραφε στην “Αναφορά στον Γκρέκο” ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο εκτός από την αλλαγή του ονόματος, υπήρξε και μεταφορά της πλοκής από την Μάνη στην Κρήτη, όπου στην πραγματικότητα ο Ζορμπάς δεν είχε ποτέ πατήσει το πόδι του. Το βιβλίο δεν άρεσε όμως σε όλους τους απογόνους του Ζορμπά, και το 1957, λίγο πριν το θάνατό του, ο Καζαντζάκης έλαβε επιστολή διαμαρτυρίας από το μεγάλο γιο του φίλου του, αντισυνταγματάρχη Αντρέα Ζορμπά, που θεωρούσε πως το βιβλίο δήθεν εξέθεσε τον πατέρα του και την οικογένειά του. Ο Καζαντζάκης απάντησε λιτά ως εξής: “Σπάνια αγάπησα και τίμησα άνθρωπο όπως τον Ζορμπά. Τον παράστησα στα γραφτά μου ως έναν ανώτερο ελέφτερον άνθρωπο κι είναι τώρα ένδοξος για χιλιάδες ανθρώπους στην Εβρώπη, στην Αμερική”.
Το ήδη γνωστό και πολυμεταφρασμένο έργο εκτοξεύτηκε μαζί με τον κεντρικό του ήρωα σε δημοφιλία χάρη στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη “Ζορμπάς ο Έλληνας”, με τους Άντονι Κουίν και τον Άλαν Μπέιτς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η διασημότερη σκηνή γυρίστηκε στην παραλία του Σταυρού μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη των Χανίων. Εκεί ο Κουίν με τον Μπέιτς χορεύουν το ομώνυμο συρτάκι που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης. Υποψήφια για 7 όσκαρ, η ταινία απέσπασε τελικά τρία εξ αυτών, β’ γυναικείου ρόλου για τη Λίντα Κέντροβα ως μαντάμ Ορτάνς, φωτογραφίας και σκηνικών.