Άγγελος Έβερτ – Το πλυντήριο ενός καθ’ομολογία μακελάρη
Η πορεία του Άγγελου Έβερτ αποδεικνύει πως επρόκειτο για έναν πολιτικά οξυδερκή εκπρόσωπο της παράταξής του και της τάξης του, που χρησιμοποίησε τη θέση του στην καρδιά των μηχανισμών καταστολής του αστικού κράτους με τρόπο που διασφάλιζε την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του τελευταίου.
Αν διαβάσει κανείς οποιαδήποτε αστική βιογραφική αναφορά στον Άγγελο Έβερτ, θα διαπιστώσει την επιλεκτική υπερπροβολή συγκεκριμένων πτυχών της δράσης του, αλλά και τη συνειδητή υποβάθμιση, ωραιοποίηση ή και πλήρη αποσιώπηση άλλων “κατορθωμάτων” του, ακόμα κι όταν αυτά, με προεξάρχοντα το ρόλο του στα Δεκεμβριανά, ο ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί. Σε αυτή τη φιλοτέχνηση ενός προφίλ μετριοπαθούς αστού αστυνομικού, που συνέβαλε τα μέγιστα στην αντίσταση κατά του κατακτητή κι απλώς βρέθηκε λόγω καθήκοντος “μπλεγμένος” στη δεκεμβριανή αιματοχυσία, πρωταγωνιστικό ρόλο δεν είχε μόνο ο γιος του και παλιός ηγέτης της ΝΔ, Μιλτιάδης Έβερτ – γεγονός αναμενόμενο και εύλογο εξάλλου-, αλλά και σειρά αστών ιστορικών, πολιτικών και δημοσιολόγων. Η πορεία του Άγγελου Έβερτ αποδεικνύει πως επρόκειτο για έναν πολιτικά οξυδερκή εκπρόσωπο της παράταξής του και της τάξης του, που χρησιμοποίησε τη θέση του στην καρδιά των μηχανισμών καταστολής του αστικού κράτους με τρόπο που διασφάλιζε την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του τελευταίου, διαβλέποντας έγκαιρα τις αλλαγές της εκάστοτε συγκυρίας, με εξαίρεση πιθανόν το τέλος της καριέρας του, όταν η μακροχρόνια σύνδεσή του με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες – ανεξάρτητα από τον πιθανό, αλλά αναπόδεικτο ρόλο του στην υπόθεση που οδήγησε στην απομάκρυνσή του από το σώμα – τον έφερε σε σύγκρουση με τον Παπάγο, με αφορμή το Κυπριακό ζήτημα.
Όπως υποδεικνύει το όνομά του, ήταν απόγονος των Βαυαρών χωροφυλάκων Ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του Μιλτιάδη, ταγματάρχη της Βασιλικής Χωροφυλακής, σπουδάζοντας νομικά αρχικά και κατατασσόμενος στη Χωροφυλακή έπειτα. Το 1929 μετατάχθηκε στην Αστυνομία Πόλεων –Αθηνών. Επί Μεταξά η ΑΠ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δίωξη των κομμουνιστών, έχοντας ως διοικητή τον Σπύρο Παξινό, ο οποίος είχε μετεκπαιδευτεί κοντά στη γερμανική Γκεστάπο. Το Σεπτέμβρη του 1941 ο Άγγελος Έβερτ ανέλαβε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, γεγονός που αποδεικνύει πως ήταν έμπιστος τόσο της κυβέρνησης Τσολάκογλου, όσο και των γερμανικών αρχών κατοχής, εμπιστοσύνη που δεν ήρθη σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Το φθινόπωρο του 1943 μάλιστα η ΑΠ, όπως και το σύνολο των αστυνομικών δυνάμεων της Ελλάδας, έμπαιναν κάτω από την Ανώτατη Διοίκησης Ες –Ες της Ελλάδας. Με αυτή του την ιδιότητα είναι φανερό ότι είχε άμεση εμπλοκή στην κατοχική πολιτική των Γερμανών, βοηθώντας στις διώξεις αντιστασιακών και διευκολύνοντας γενικά το εγκληματικό τους έργο στη χώρα.
Παράλληλα, ο Έβερτ φρόντισε από νωρίς να ανοίξει δίαυλο και με τη βρετανική πλευρά, αντανακλώνας έτσι και τις πάγιες συμμαχίες του κυριότερου τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης.
Συνεργαζόμενος με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες με τα ψευδώνυμα «Όττο» και “Skylark no 1”, προσέφερε πολύτιμες πληροφορίες στους Βρετανούς αξιωματικούς και την εξόριστη ελληνική κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Συμμετείχε στο κατασκοπευτικό δίκτυο του Ιωάννη Τσιγάντε «Μίδας 614», παρέχοντάς του πλαστές ταυτότητες και κρησφύγετα. Η παροχή πλαστών εγγράφων και η βοήθεια στη φυγάδευση προς τη Μέση Ανατολή πολλών Βρετανών κι Ελλήνων αξιωματικών, αλλά και αστών πολιτικών ή δημοσιογράφων, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο ανταποκριτής των Τάιμς Φρανκ Μακάσκ, ήταν το πρώτο γεγονός στο οποίο βασίστηκε η μεταπολεμική αγιογράφησή του ως «Άγγελος της Αντίστασης». Το δεύτερο ήταν ασφαλώς η συμβολή του στη δάσωση Ελλήνων Εβραίων, εκδίδοντας 7.500 πλαστές ταυτότητες που έφεραν ελληνικά ονόματα. Για την ενέργειά του αυτή βραβεύτηκε το 1946 από την Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών, ενώ αργότερα το ίδρυμα Γεντ Βασέμ του απέδωσε τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών».
Παρέμεινε στη θέση του μετά την απελευθέρωση, παίζοντας το ρόλο του εκτελεστικού οργάνου στη δολοφονική απόφαση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου για καταστολή του ειρηνικού συλλαλητηρίου της 3ης Δεκέμβρη. Ο ίδιος παραδεχόταν το ρόλο του σε συνέντευξή του στη δεξιά εφημερίδα “Ακρόπολις” το 1958, επικαλούμενος τη σχετική διαταγή του Παπανδρέου αλλά και λόγους “αυτοάμυνας”.
Σύμφωνα με την απολογητική εκδοχή του Μιλτιάδη Έβερτ, ο πατέρας του αρχικά είχε συμφωνήσει με την παραχώρηση άδειας στο συλλαλητήριο, την οποία όμως η κυβέρνηση ανακάλεσε το ίδιο βράδυ. Στις 10 το πρωί της 3ης Δεκέμβρη ο Έβερτ έλαβε τηλεφώνημα από τον Παπανδρέου με την εντολή «Δια παντός μέσου διαλύσατε την συγκέντρωσιν». Ο ίδιος, πάντα σύμφωνα με το γιο του, του είχε εκμυστηρευτεί πως φοβόταν κατάληψη νευραλγικών σημείων της πρωτεύουσας και διέβλεπε «απειλητικές διαθέσεις» των –παντελώς άοπλων – διαδηλωτών έξω από το κτίριο της αστυνομίας, που τότε βρισκόταν στη συμβολή Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου.
Το 1951 διορίστηκε αρχηγός της αστυνομίας πόλεων. Το 1954 σε τελετή παράδοσης – παραλαβής ο απερχόμενος υπουργός Παυσανίας Λυκουρέζος αρνήθηκε να χαιρετίσει τον Έβερτ, με αποτέλεσμα η κεντρώα αντιπολίτευση να φέρει το θέμα στη βουλή. Ο χρόνος μετρούσε πλέον αντίστροφα για τον Έβερτ, που βρέθηκε λίγους μήνες μετά μπλεγμένος στην περίεργη υπόθεση των «Αστυνομικών Νέων».
Τον Απρίλη του 1954, κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση ετοιμαζόταν να προσφύγει στον ΟΗΕ για το Κυπριακό ζήτημα, δημοσιεύτηκε στο άτυπο αστυνομικό έντυπο “Αστυνομικά Νέα” άρθρο που καυτηρίαζε την κυβερνητική προσφυγή ως “ταφόπλακα” του Κυπριακού, εμφάνιζε τις κινητοποιήσεις για το κυπριακό ως υποκινούμενες από τους κομμουνιστές και αναφερόταν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στο Μακάριο. Το πρωτοφανές γεγονός εκπρόσωποι των Σωμάτων Ασφαλείας να αμφισβητούν την κυβερνητική γραμμή προκάλεσε τεράστια αίσθηση στο πολιτικό σκηνικό.
Ο Έβερτ έσπευσε να αποστασιοποιηθεί από το περιστατικό, δηλώνοντας πως: “απηχεί τις απόψεις του γράφοντος και αντίκειται εις την υπό της κυβερνήσεως χαραχθείσαν γραμμήν” και υπογραμμίζοντας τον “ανεπίσημο” χαρακτήρα του εντύπου. Είναι προφανές πως δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πως αστυνομικοί εξέδιδαν έντυπα χωρίς γνώση – το λιγότερο – του περιεχομένου τους από τη φυσική τους ηγεσία.
Στο ζήτημα παρενέβη η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση, με την εθναρχία να δηλώνει πως το άρθρο ήταν δημιούργημα της Ιντέλιτζενς Σέρβις προκειμένου να υπονομεύσει τη στήριξη του κυπριακού αντιαποικιοκρατικού αγώνα, αφήνοντας παράλληλα αιχμές για τη στάση της αστυνομίας.
Οι υποψίες κατά του Έβερτ ενισχύθηκαν όταν αποκαλύφθηκε ότι τα “Αστυνομικά Νέα” λειτουργούσαν εντός της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, χρηματοδοτούνταν από τον Έβερτ και ότι πρακτικά επρόκειτο για φύλλο υποχρεωτικής συνδρομής μεταξύ των αστυνομικών, καθώς το σχετικό αντίτιμο παρακρατούνταν από τη μισθοδοσία τους.
Στη διάρκεια της δίκης των φερόμενων συντακτών του άρθρου, Χατζηαναγνώστου και Δημητρέα, ο φρούραρχος Αθηνών ταξίαρχος Μπενιψάλτη κατέθεσε ότι είχε προβεί κατόπιν διαταγής σε απόρρητη έρευνα για το δίκτυο της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα, υποδεικνύοντας ως αρχηγό των πρακτόρων της βρετανικής υπηρεσίας τον Άγγελο Έβερτ. Παρότι τα ερωτήματα για την υπόθεση ποτέ δεν απαντήθηκαν πλήρως, ο Έβερτ τέθηκε σε διαθεσιμότητα το Σεπτέμβρη του 1954 και μετά την επιβολή εξάμηνης αργίας με απόλυση λόγω “πειθαρχικών παραπτωμάτων” εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις αρχές του 1955. Έφυγε από τη ζωή στις 30 Δεκέμβρη 1970 από καρδιακή ανεπάρκεια.