Αρχιμ. Γερμανός Δημάκος – Ο θρυλικός παπα-Ανυπόμονος ανταρτοκαλόγερος του ΕΛΑΣ
Ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος ζώστηκε τ’ άρματα και πολέμησε κατά των ναζί καταχτητών από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, με το ψευδώνυμο «παπα-Ανυπόμονος» που του έδωσε ο Άρης.
Ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος υπήρξε ένας από τους εκπροσώπους του κλήρου που πήραν ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ζώστηκε τ’ άρματα και πολέμησε κατά των ναζί καταχτητών από τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, με το ψευδώνυμο «παπα-Ανυπόμονος» που του έδωσε ο Άρης.
Ο Γερμανός Δημάκος γεννήθηκε στο Αγριδάκι Γορτυνίας, το 1912, και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Ιούνη 2004. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος και όταν χειροτονήθηκε έλαβε το Γερμανός.
Το 1940 ήταν ηγούμενος στο μοναστήρι Δαδιού – Αμφίκλειας Φθιώτιδας. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ στο Δαδί και διορίστηκε πρόεδρος της κοινότητας, με έγκριση της οργάνωσης του ΕΑΜ.
Με τον Άρη συναντήθηκαν στο χωριό Κουκουβίστα της Γκιώνας, στις 14 του Μάη 1943. Ο αντάρτης καλόγερος εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ, παίρνοντας το ψευδώνυμο «παπα-Ανυπόμονος» από τον ίδιο τον πρωτοκαπετάνιο. Από τότε, στάθηκε πάντα στο πλευρό του Άρη, ακολουθώντας τον στην Ήπειρο, στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο παπα-Ανυπόμονος ξαναγύρισε στη Μονή Αγάθωνος της Υπάτης, όπου κι έμεινε ηγούμενος τα επόμενα χρόνια. Το 1946 πιάστηκε από τη συμμορία του Βουρλάκη, βασανίστηκε και υποβλήθηκε σε πολλές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς.
Οι διωγμοί για τον αντάρτη καλόγερο συνεχίστηκαν επί χούντας, όταν, το 1968, καταγγέλθηκε ότι εκφράζεται υπέρ της αριστεράς, ότι ανήκει σ’ αυτήν ιδεολογικά και ότι αρνείται να ψάλει το Πολυχρόνιο. Πέρασε από Συνοδικό Δικαστήριο, αλλά αθωώθηκε.
Ο παπα-Ανυπόμονος έφυγε από τη ζωή στα 92 του χρόνια, νοσηλευόμενος σε κλινική της Λαμίας.
Ενδεικτικό της σχέσης του με τον Άρη, είναι το περιστατικό που καταγράφει ο επίσης αντάρτης του ΕΛΑΣ, ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας, στο βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη» (εκδ. Δρόμων, 2015), που περιλαμβάνει μαρτυρίες και αναμνήσεις του ποιητή από το διάστημα που βρέθηκε και πορεύτηκε ο ίδιος δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ.
Η σκηνή που περιγράφει ο Κοτζιούλας διαδραματίστηκε λίγο πριν την υπογραφή της Συμφωνίας της Πλάκας, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Ο Άρης νιώθει σαν το θηρίο στο κλουβί. Ενώ έχει τη δύναμη να διαλύσει και να διώξει από την Ήπειρο τις δυνάμεις του Ζέρβα, που δεν διστάζουν να συνεργαστούν ακόμα και με τους ίδιους τους καταχτητές προκειμένου να χτυπήσουν τον ΕΛΑΣ και την οργανωμένη αντίσταση του λαού, αναγκάζεται να αποδεχτεί τη συμφωνία, παρά την εκφρασμένη αντίθεσή του.
«Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος. Η συμφωνία της Πλάκας, κάθε συμφωνία με τον εχθρό, ήταν γι’ αυτόν η χειρότερη λύση. Τέτια ημίμετρα κι αναβολές του έδιναν στα νεύρα.
(…) Ο Άρης τέτιες ώρες δεν έμοιαζε καθόλου με Οδυσσέα, όπως μου είχε φανεί αρχικά. Ήταν ίδιος ο μηνίων Αχιλλεύς, ο φιλότιμος πολεμιστής, που όταν δεν τον προτίμησαν οι δικοί του αποσύρθηκε στο τσαντήρι του και καθόταν εκεί πεισμωμένος, καρτερώντας να μετανιώσουν οι μεγάλοι για το φέρσιμό τους και να τον ξαναζητήσουν παρακαλεστικά.
(…) Ο πάτερ Ανυπόμονος βρισκόταν κι αυτός σε συγκίνηση εκείνες τις μέρες. Με την ανάγκη που έχει κάθε άνθρωπος να εκφράζεται σ’ έναν άλλον, ερχόταν και μ’ έβρισκε συχνά. Ήθελε να μου εξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει απ’ τα βαριά μυστικά που του εμπιστευόταν ο αρχηγός.
― Δεν του αρέσουν αυτές οι δουλιές, δεν ξέρω κι εγώ πως τα καταφέρνουν. Τη μια χτύπα το Ζέρβα, την άλλη άστον. Τον πάμε ως τον Άραχθο, μας φτάνει ως τον Αχελώο, αυτή η δουλιά γίνεται από πέρσι. Δεν αφήνουν να τελειώσουμε μια για πάντα. Οι αντάρτες μας είχαν ανεβεί στο Ξεροβούνι. Σε δυο τρεις μέρες θα τον είχαν πιάσει ή θα πηδούσε στη θάλασσα. Οι αντάρτες του όλο και ξέκοβαν στο δρόμο. Στο τέλος θάμενε με το επιτελείο…
Τ’ όνειρο του Άρη ήταν πάντα να πιάσει το Ζέρβα. Αυτή η σύγκρουση έπαιρνε πια χαρακτήρα μονομαχίας, προσωπικής διαπάλης.
Και συνέχιζε ο πάτερ Ανυπόμονος:
― Του αρχηγού τούρχονται κάτι ιδέες, που να στα πω! Να, λέει να τα πετάξει, να κάμει πέρα. Όσοι θέλουν, ας τον ακολουθήσουν. Δε μπορεί αυτός νάχει τα χέρια του δεμένα. Αλλά εγώ του ζήτησα συγνώμην, τον παρακάλεσα να μ’ ακούσει. «Θα σ’ ακολουθήσω όπου πας», του λέω, «αλλά δεν είναι σωστό. Πρέπει να πειθαρχήσουμε. Η ανυπακοή θα παρεξηγηθεί. Τότε είναι που θα δώσουμε όπλα σ’ εχθρούς και φίλους. Κοίταξε, θα ειπούν, τέτιος είναι ο Άρης, καπετάν ένας. Θέλει να γίνεται το δικό του, κι άμα δε γίνεται, παίρνει τα βουνά…».
Το συμπέρασμα ήταν το εξής:
― Τον συμβούλεψα να μην κάμει τίποτε στην έξαψή του. Το καλύτερο είναι να πιάσει μια άκρη και να περιμένει. Ας βγάλει το σκούφο του, ας αλλάξει κι όνομα, άμα θέλει. Τον στέλνω και στο μοναστήρι για δόκιμο, του είπα (χωράτευε ο πάτερ Ανυπόμονος). Ας τα κανονίσουν οι άλλοι χωρίς ν’ ανακατευτεί ο ίδιος. Στο τέλος, άμα έχει δίκιο, θα δικαιωθεί. Δεν πρόκειται για την ιστορία, αλλά για τους αντάρτες, για όλους εμάς…
Έτσι απλά, ήρεμα έβανε τα ζητήματα ο αντάρτης καλόγερος, γεννημένος διπλωμάτης. Και φαίνεται πως επηρέασε πάλι τον Άρη καταπραϋντικά. Η ανταρσία του, καταπνιγμένη τότε, θ’ αργούσε να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει φανερά.»