Χέρτζκο Χαφτ: Ο μποξέρ του Ολοκαυτώματος
Η ιστορία του Εβραίου πυγμάχου, Χέρτζκο Χαφτ, που αναγκάστηκε να παλεύει ενάντια σε συγκρατούμενούς του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να επιβιώσει, προς τέρψη και “διασκέδαση” των Ναζί…
Η ιστορία του Χέρτζκο Χαφτ ξεκινά περίπου όπως τελειώνει: Σε ένα φτωχό σπίτι στο χωριό Μπελχάτοφ της Πολωνίας, όπου γεννήθηκε στους κόλπους μιας φτωχής οικογένειας, που έχασε την πατρική της φιγούρα, όταν ο Χαφτ ήταν τριών ετών. Το Σεπτέμβριο του 1939, οι σιδερένιες μεραρχίες του Τρίτου Ράιχ εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Πολωνία. Ο Χέρτζκο και τα αδέλφια του προσπαθούν να επιζήσουν πουλώντας τρόφιμα στη λεγόμενη ζώνη του «Γερμανικού Κυβερνείου», που η πείνα, η καταναγκαστική εργασία και ο θάνατος, σε όλες τις μορφές του είχαν ήδη από τους πρώτους μήνες της κατοχής εξαπλωθεί. Σύντομα, οι διώξεις των Εβραίων επεκτείνονται δραματικά σε όλη την Πολωνία. Ανάμεσα στο διαρκές κυνηγητό των Ναζί, στην πείνα και στις στερήσεις, ο Χέρτζκο θα γνωρίσει την Λέια, Εβραία και αυτή, με την οποία θα ερωτευθούν και θα σχεδιάσουν το γάμο τους. Μερικές μέρες πριν το γάμο του με τη Λέια, ο Χέρτζκο συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και μαζί με τον αδερφό του στέλνονται στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Με σχεδόν σπασμένο το ένα χέρια από τα βασανιστήρια των Ναζί, ο Χέρτζκο φθάνει στο στρατόπεδο εργασίας «Κολόμπ» κοντά στο Ποζνάν. Θα δουλέψει στην παραγωγή τσιμέντου από την πρώτη μέρα της άφιξής του. Η πρώτη του κουβέντα στο στρατόπεδο ήταν: «Αν μ’ αγγίξεις, θα σου τσακίσω τα κόκαλα». Ήταν προς τον κάπο της μονάδας του, έναν αλήτη του χωριού του, την πρώτη στιγμή που δοκίμασε να τον χτυπήσει. Αργότερα, θα πιάσει φιλία με έναν Γερμανό επιστάτη που θα τον περιθάλψει, δίνοντάς του φαγητό και στέλνοντας τα γράμματά του στη Λέια. Είναι κι εκείνη εκτοπισμένη στο γκέτο του Μπελχάτοφ. Πείθοντας το Γερμανό επιστάτη να τον πάει στο χωριό του, να τη δει ο Χέρτζκο πέφτει πάνω στην εκκαθάριση του γκέτο και θα γίνει μάρτυρας της δολοφονίας του μωρού της αδερφής του από τους Γερμανόυς στρατιώτες.
Μήνες μετά μεταφέρεται με τα γνωστά βαγόνια για ζώα, στο στρατόπεδο εργασίας του Στσελίν. Περιγράφει το ταξίδι του ως εξής: «Το ταξίδι μου φάνηκε πως κράτησε ολόκληρη βδομάδα, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, ο ένας πάνω στον άλλο, σ’ ένα στενό χώρο που βρόμαγε από τα κόπρανά μας. Στο τέλος ακόυγαμε μόνο τα βογγητά όσων πέθαιναν κάτω απ’ τα πόδια μας». Στο Στσελίν, ο Χέρτζκο δουλεύει σε λατομείο. Καθημερινά εκτελούνται δεκάδες κρατούμενοι, που παραπατούν, ρίχνουν ένα βαγονέτο ή καταρρέουν από την εξάντληση. Ένα μήνα μετά στέλνεται στο Άουσβιτς.
Το νούμερο στο μπράτσο του είναι το 144738. Πρώτη του δουλειά, στα συνεργεία καύσης των νεκρών. Η φρίκη ήταν αβάσταχτη και σε μερικές μέρες ο Χέρτζκο καταρρέει. Τη χαριστική βολή στο κεφάλι σταματά ένας αξιωματικός των Ες-Ες, ονόματι Σνάιντερ, που του σώζει τη ζωή τοποθετώντας τον σε ένα «Καναδικό συνεργείο», από αυτά που ξεδιαλέγουν τα ρούχα και τις βαλίτσες των νεοφερμένων. Του ζητά να γεμίζει ένα μπουκαλάκι με διαμάντια και να του το δίνει. Αντάλλαγμα: λίγο φαγητό παραπάνω, κάτι που όμως κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Η μικρή τους «επιχείρηση» ή μάλλον αυτή του Σνάιντερ σύντομα θα αποκαλυφθεί και ο Χέρτζκο θα σταλεί, μετά από άγριους ξυλοδαρμούς στα ορυχεία. Εκεί θα ξαναβρεθεί με τον αδερφό του Πέρετζ, αλλά και με τον αξιωματικό των Ες-Ες που θα του προτείνει «μεγαλόψυχα» … μια άλλη επιχείρηση. Η ναζιστική του γαλαντομία βέβαια έχει πάντα περισσότερα οφέλη για τον ίδιο: «Έχω κι εγώ τατουάζ σαν εσένα στο χέρι, την ομάδα αίματός μου. Δηλώνει επίσης ότι είμαι μέλος των Ες-Ες. Ο πόλεμος δεν εξελίσσεται όπως το υπολογίζαμε και όταν τελειώσει θα κληθώ να πληρώσω. Όμως αν φροντίσω να επιζήσεις, θα μου χρωστάς χάρη, κι αργότερα, αν χρειαστεί, θέλω να καταθέσεις στο δικαστήριο ότι δεν είμαι σαν τους άλλους».
Όμως φυσικά, ο Σνάιντερ ήταν σαν όλους τους άλλους Ναζί, γιατί η νέα επιχείρηση ήταν η οργάνωση αγώνων μποξ ανάμεσα στους κρατούμενους του Άουσβιτς, προς τέρψιν του προσωπικού. Ο πρώτος αγώνας του Χέρτζκο είναι με έναν σκελετωμένο κρατούμενο, που βγαίνει νοκ-άουτ με λίγα χτυπήματα και εκτελείται συνοπτικά. Είναι επίσης και η πρώτη εμπειρία του Χέρτζκο Χαφτ στο μποξ, αλλά και η πρώτη στιγμή συνειδητοποίησης ότι αν χάσει, τον περιμένει μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι αγώνες γίνονται σε λίγο σε εβδομαδιαία βάση και τα στοιχήματα μεταξύ των Ναζί όλο και μεγαλύτερα. Συνήθως, ο Χαφτ αγωνίζεται με έξι μισοπεθαμένους κρατούμενους. Έχει γίνει πια γνωστός ως «Το Εβραϊκό κτήνος». Σύντομα, ο Σνάιντερ οργανώνει έναν μεγάλο αγώνα για τον Χαφτ, στον οποίο τα στοιχήματα και τα κέρδη αναμένονται πολλά. Πέρα από τους αγώνες που έχει δώσει, ο Χέρτζκο δεν έχει καμιά άλλη εκπαίδευση στο μποξ. Στο ματς αυτό, καλείται να αντιμετωπίσει τον Γάλλο πρωταθλητή βαρέων βαρών του 1934, κρατούμενος κι αυτός στο Άουσβιτς. Στον έβδομο γύρο, κι ενώ ο Χαφτ έχει τυφλωθεί από το αίμα, ο Γάλλος κάνει ένα λάθος και ο Χέρτζκο τον βγάζει νοκ-άουτ με μια μόνο γροθιά. Θα επιζήσει και αυτού του αγώνα, αν και θα του πάρει καιρό να συνέλθει από τα χτυπήματα.
Το 1945, ο Κόκκινος Στρατός πλησιάζει στο Άουσβιτς. Ο Χάφτ και άλλοι κρατούμενοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο Φλόσενμπεργκ, ένα συνονθύλευμα από παράγκες, γεμάτο πτώματα σκελετωμένων ανθρώπων. Μέρες μετά, το Φλόσενμπεργκ αδειάζει και ξεκινά η μεγάλη πορεία θανάτου, προς τα ενδότερα του Τρίτου Ράιχ. Καθώς ο Χέρτζκο καταλαβαίνει πως σύντομα οι δυνάμεις του θα τον εγκαταλείψουν, αποφασίζει να το σκάσει τρέχοντας στα γύρω δάση. Ο αδερφός του δεν τον ακολουθεί φοβούμενος ότι θα εκτελεστεί επί τόπου. Γλιτώνοντας από τις ριπές των Ναζί, ο Χαφτ θα ζήσει για μήνες μόνος του στα δάση. Σε μια λίμνη βρίσκει τα ρούχα ενός αξιωματικού των Ες-Ες που κάνει μπάνιο. Τον εκτελεί με το περίστροφό του και τα φοράει. Μπαίνει σε μια Γερμανική αγροικία, όπου ζητά φαγητό και ξεκούραση. Σύντομα, οι ένοικοι θα καταλάβουν ότι δεν είναι Ες-Ες κι εκείνος θα τους σκοτώσει και θα διαφύγει ξανά, με όλα τους τα τρόφιμα στα δάση.
Κάποια στιγμή θα πέσει τυχαία επάνω σε μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών. Ο επικεφαλής τους μιλάει λίγα Γίντις και από εκεί, ο Χέρτζκο μαθαίνει ότι ο πόλεμος τελείωσε. Του προτείνει να τους ακολουθήσει στο Στράουμπινγκ, όπου ο Χέρτζκο τον βοηθά να οργανώσει τη «νυχτερινή διασκέδαση» του Αμερικανικού Στρατού. Παράλληλα, ψάχνει για τη Λέα, αλλά κανείς δεν γνωρίζει αν ζει ή αν χάθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα. Σύντομα θα αφήσει την «αμερικανική επιχείρηση» στον αδερφό του και θα δηλώσει συμμετοχή στο Εβραϊκό Πρωτάθλημα Πυγμαχίας στο Μόναχο (1946). Κερδίζει το πρώτο βραβείο. Παρά την πρώτη του αυτή επιτυχία, αυτό που βασανίζει τον Χέρτζκο είναι η ανεύρεση της Λέα. Θυμάται ένα από τα γράμματά της, στο οποίο του εξέφραζε τον πόθο της να πάει στην Αμερική και αποφασίζει να ζήσει εκεί προσπαθώντας να βρει τα ίχνη της.
Θα ζήσει για λίγο με τον θείο του Σαμουήλ στη Νέα Υόρκη, ο οποίος θα τον διώξει από το σπίτι όταν θα μάθει ότι ξεκίνησε να προπονείται ξανά για αγώνες μποξ. Ατζέντης του, ο Χάρι Μαντέλ και προπονητής του ο γνωστός Γουίτι Μπίμσταϊν. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1948, ο Χέρτζκο θα κερδίσει τον πρώτο του αγώνα και θα φθάσει να αγωνιστεί με τον «αγαπημένο» μποξέρ της Ιταλικής μαφίας Ρόκυ Μαρτσιάνο. Θα χάσει τον αγώνα, γιατί, όπως θα λέει για χρόνια, απειλήθηκε από τη μαφία. Ωστόσο, βασική επιδίωξη του Χέρτζκο δεν είναι η φήμη, ούτε το χρήμα, ούτε αγωνίζεται λόγω της αγάπης του για το μποξ. Προσπαθεί να αποκτήσει δημοσιότητα για να τον εντοπίσει η Λέια, αν ζει… Η ήττα του από τον Μαρτσιάνο βάζει τέλος στην καριέρα του στο μποξ. Κουρασμένος, απελπισμένος και αδέκαρος θα παντρευτεί και θα ανοίξει ένα μανάβικο στο Μπρούκλιν. Θα αποκτήσει τρία παιδιά.
Ο επίλογος του δράματος του Χέρτζκο ή Χάρυ Χάφτ θα τελειώσει ακριβώς σαν κάποιο θεατρικό του Άρθουρ Μίλερ. Το Σεπτέμβριο του 1963 θα πάει με την οικογένειά του τις μοναδικές διακοπές της ζωής του στη Φλόριντα. Ενώ τα παιδιά παίζουν στην πισίνα του ξενοδοχείου, θα πάει με το μεγάλο του γιο σε ένα ξένο σπίτι, όπου θα ζητήσει τη Λέα, που ζει χρόνια, παντρεμένη με τον Μάικλ Λίμπερμαν. Η Λέια βρίσκεται πια στα τελευταία στάδια του καρκίνου. Κάθονται μόνοι, για λίγο στον κήπο, τα τελευταία της λόγια στον Χέρτζκο είναι στα Γίντις: «Ποτέ δε σε ξέχασα»…
Επίμετρο
Η περίπτωση του Χέρτζκο Χαφτ δεν υπήρξε η μοναδική στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ιστορικός Βερόνικα Σπίγκμαν έχει διεξάγει σημαντική έρευνα σχετικά με παρόμοια αγωνίσματα στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποκαλύπτοντας τα ονόματα πολλών μποξέρ που κρατήθηκαν εκεί και υποβλήθηκαν στους σαδιστικούς αγώνες θανάτου που περιγράφηκαν παραπάνω. Παγκόσμιας κλάσης αθλητές του μποξ, όπως ο «Γιανγκ» Πέρεζ (παγκόσμιος πρωταθλητής κατηγορίας μύγας), ο Λεόνε Εφράτι και άλλοι επαγγελματίες μποξέρ αναγκάστηκαν να προσφέρουν θέαμα στους Ναζί δεσμοφύλακές τους. Εκτός των επαγγελματιών πυγμάχων, σπουδαίοι ερασιτέχνες μποξέρ, όπως οι Ελληνοεβραίοι φίλοι Τζάκο Ραζόν και Σαλαμό Αρούχ, ο Κιντ Φράνσις, αλλά και ολυμπιονίκες όπως ο Χάιντς Λεβί αναγκάστηκαν να αγωνιστούν απέναντι σε κρατούμενους, που ποτέ πριν δεν είχαν ανέβει στο «καναβάτσο», όπως ο Νόα Κλίγκερ και ο Χέρτζκο Χαφτ.
Θεόφιλος Διαμάντης, υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγές
-
Reinhard Kleist, Ο μποξέρ, Ηλίβατον, Αθήνα 2016.
-
Martin Krauss, Η πυγμαχία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άρθρο για την έκδοση του Μποξέρ.
-
Steinberg, David, “Survivor Recounts a Boxer’s Life”, Albuquerque Journal, Albuquerque, New Mexico, pg. 52, 3 September 2006.